Ερμηνεύοντας τους θρησκευτικούς και ιστορικούς μύθους
Ο Θουκυδίδης διαφέρει από τον Όμηρο και ο Πολύβιος από τον Ευριπίδη όοο ο ζωγράφος που απεικονίζει ορισμένα
πρόσωπα απο το ζωγράφο που απεικονίζει εξιδανικευμένα πρόσωπα.
Πολλοί, επίσης, Γερμανοί απέρριψαν ολωσδιόλου την παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Δαναός ήρθε από την Αίγυπτο στο Άργος και με ποικίλες και παράδοξες ερμηνείες προσπάθησαν να αποδείξουν ότι το αφήγημα για τον Δαναό και τις πενήντα κόρες του δεν προέκυψε παρά από τοπικές δοξασίες του'Αργούς. Από την άλλη ο Άγγλος Θίρλουαλ φρονεί ότι όλες αυτές οι απόπειρες αποδείχθηκαν μάταιες. Άλλοι πάλι αποκρούουν την παράδοση που θέλει τον Κάδμο να έχει έρθει στη Βοιωτία από τη Φοινίκη. Ισχυρίζονται πως η αποικία των Φοινίκων δεν μπορούσε να ιδρυθεί στη Θήβα, η οποία βρίσκεται στην ενδοχώρα, και θεωρούν τις αφηγήσεις για τον Κάδμο δημιουργήματα καθαρά τοπικά. Αλλά να και ο άλλος σοφός, ο Βέλκερ, ο οποίος προσπαθεί με πραγματικό πάθος να αποδείξει πως οι Καδμείοι ήταν άποικοι των Κρητών.
![]() |
Προτομή του Θουκυδίδη στο Royal Ontario Museum, του Τορόvτο. |
Οι ερμηνευτές λοιπόν αυτοί θεωρούν την απώτατη εκείνη χώρα της ελληνικής ιστορίας ως χώρα κατακτημένη με τα όπλα και μεταχειρίζονται τις μυθικές αφηγήσεις σαν να βρίσκονται κάτω από την απόλυτη εξουσία τους: Άλλοτε τις τροποποιούν ριζικά, άλλοτε τις ανατρέπουν εκ βάθρων και τις αντικαθιστούν με δημιουργήματα των υποθέσεων και της φαντασίας τους. Όμως η φαντασία δεν πρέπει να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορική αφήγηση. Ο πιο γλαφυρός από τους ιστορικούς της εποχής μας, ο Άγγλος Μακώλαιϋ, έλεγε ότι ο ιστορικός έχει ανάγκη από φαντασία, αλλά η φαντασία αυτή, πρόσθετε, είναι λιγότερο έντονη από τη φαντασία του ποιητή. Ως προς τούτο, ο Θουκυδίδης διαφέρει από τον Όμηρο και ο Πολύβιος από τον Ευριπίδη όσο ο ζωγράφος που απεικονίζει ορισμένα πρόσωπα από το ζωγράφο που απεικονίζει εξιδανικευμένα πρόσωπα. Βέβαια, και του ιστορικού το έργο δεν περιορίζεται σε μηχανική απομίμηση. Αν πράγματι είναι σπουδαίος τεχνίτης, θα προτιμήσει εκείνα τα στοιχεία που είναι πιο κατάλληλα να δώσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα, θα προτάξει κάθε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του προς εξέταση αντικειμένου και θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει τη φωτοσκίαση με τέτοιον τρόπο ώστε να κάνει όσο το δυνατόν πιο πιστή την απεικόνιση. Αλλά η φαντασία του ιστορικού δεν μπορεί να πάει πιο πέρα, σταματάει εδώ.'Εργο του ιστορικού δεν είναι να κατασκευάζει νέους κόσμους. Το αντικείμενο που έχει να απεικονίσει δεν βρίσκεται στο χώρο της φαντασίας ούτε μέσα στην ψυχή του, αλλά του παραδίδεται έτοιμο. Δεν είναι όνειρο ομορφιάς και μεγαλοπρέπειας που το βλέπει μόνο με τα μάτια του νου, αλλά είναι πραγματικό πρωτότυπο, το οποίο δεν κατασκεύασε ο ίδιος και το οποίο βέβαια δεν έχει το δικαίωμα να αλλάξει. Οι ερμηνευτές όμως των μυθικών χρόνων της Ελλάδας τροποποιούν συνεχώς το πρωτότυπο που πρέπει να απεικονίσουν και ο καθένας κατασκευάζει το δικό του νέο κόσμο. Τι θα λέγαμε, άραγε, αν μια ομάδα από ταλαντούχους ζωγράφους αναλάμβανε να ζωγραφίσει το ίδιο πρόσωπο, άγνωστο σε εμάς, και στο τέλος κανένα πορτρέτο δεν έμοιαζε με το άλλο; Σίγουρα θα λέγαμε πως όλα αυτά τα πορτρέτα μπορεί να είναι σπουδαία έργα τέχνης, κανένα όμως δεν μπορεί να μας δώσει αληθινές πληροφορίες για το πρωτότυπο, το οποίο υποτίθεται πως απεικονίζει. Το ίδιο συμβαίνει και με αυτούς που ασχολούνται με την ερμηνεία των μυθικών χρόνων της Ελλάδας. Οι ερμηνείες που δίνουν όλοι αυτοί μπορεί να είναι προϊόντα σπουδαίας πολυμάθειας και ευφυίας, αλλά διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους, που καμιά τους δεν μπορεί να μας πληροφορήσει ποια ήταν η αληθινή ιστορία εκείνων των χρόνων.
Εξαιτίας όλων αυτών, νομίζουμε πως το πιο σωστό το έκανε ο Άγγλος Γεώργιος Γρότε, αφού δεν επιχείρησε καμιά ερμηνευτική προσέγγιση των μυθικών παραδόσεων, αλλά περιορίστηκε στο να τις εκθέσει ακριβώς έτσι όπως παρουσιάζονται στους μύθους των αρχαίων Ελλήνων και όπως τις πίστευαν και τις κατανοούσαν και οι ίδιοι. Στους αναγνώστες οι οποίοι θα κατέκριναν τον ιστορικό, γιατί δεν τους βοηθά να διακρίνουν ποιο είναι το αληθινό και ποιο το μυθικό κομμάτι αυτών των παραδόσεων, στους αναγνώστες που θα τον ρωτούσαν γιατί δεν τραβά το παραπέτασμα για να δουν την εικόνα που κρύβεται πίσω του, ο Γρότε απαντά όπως απάντησε ο περίφημος ' Ελληνας ζωγράφος Ζεύξης σε ανάλογη ερώτηση που του έκαναν άνθρωποι που είδαν κάποτε ένα αριστούργημά του: «Το παραπέτασμα που βρίσκεται μπροστά σας είναι η εικόνα την οποία ζωγράφισα». Αυτό το οποίο σήμερα διαβάζουμε ως ποίηση και μύθο, ας μην ξεχνάμε ότι ήταν κάποτε η μόνη γνήσια και αναγνωρισμένη ιστορία των αρχαιοτάτων χρόνων, την οποία οι Έλληνες μπορούσαν και να κατανοήσουν και να την ακούσουν με ευχαρίστηση. Το παραπέτασμα δεν καλύπτει τίποτα ούτε υπάρχει τέτοια ευφυΐα ικανή να το παραμερίσει. Οι παραδόσεις αρχίζουν, όπως είδαμε, από τους θεούς και στη συνέχεια περνάνε στους ημίθεους, τους ήρωες και τέλος φτάνουν στους ανθρώπους. Το τμήμα των παραδόσεων που αναφέρεται στους θεούς και στους ημίθεους δεν επιδέχεται καμιά ιστορική επεξεργασία, γιατί η ιστορία ασχολείται με ανθρώπινα ζητήματα και όχι με ζητήματα υπερφυσικών όντων.