H οργάνωση της πρώιμης Ελληνικής Κοινωνίας
Φύλαγε τον περίβολο του σπιτιού και τιμωρούσε αυτούς που είτε αρνούνταν είτε εκμεταλλεύονταν τη φιλοξενία. Ωστόσο, αυτός ο θεός, ο μέγιστος και ενδοξότατος, όχι μόνο είχε ανθρώπινη μορφή -όπως και όλοι οι άλλοι θεοί-, άλλα υπόκειτο, όπως εκείνοι, και στα ανθρώπινα πάθη και στις ανθρώπινες ασθένειες. Τα θεϊκά αυτά σώματα, παρ' όλο που είχαν το προνόμιο της αθανασίας, της ομορφιάς και της απεριόριστης δύναμης, παρ' όλο που έρεε μέσα τους αίμα πολύ πιο καθαρό από το ανθρώπινο, δεν ήταν αναίσθητα στον πόνο και την ηδονή. Αισθάνονταν, μάλιστα, την ανάγκη να τρέφονται με την αμβροσία και να μυρίζουν με ευχαρίστηση την τσίκνα από τις θυσίες που τους πρόσφεραν οι θνητοί. Τα υπόλοιπα πάθη τους ήταν ίδια με τα ανθρώπινα: Ο άστατος έρωτας, ο φθόνος, η οργή, το μίσος πολλές φορές τάραζαν την εσωτερική τους γαλήνη, ενώ η ειρήνη στο βασίλειο τους στον 'Ολυμπο κινδύνευε από επαναστάσεις και συνωμοσίες εναντίον του Δία. Αλλά και ο ίδιος ο Δίας δεν ήταν πάντα αδιάφορος γι' αυτές τις φιλονικίες.

Η άποψη αυτή των Ελλήνων για τη μοίρα -ειμαρμένη- διαφέρει ριζικά από την πίστη εκείνη η οποία, όταν μπολιάσει τα πνεύματα βάρβαρων λαών, άγριων και φιλήδονων, όπως οι Οθωμανοί Τούρκοι, τους προκαλεί μια πρόσκαιρη έξαρση ηρωισμού, αλλά όταν η έξαρση αυτή τους περάσει, πέφτουν στην απάθεια, που τους καθιστά εντελώς ανίκανους να κάνουν κάτι στην καθημερινή ζωή.Η πίστη των Ελλήνων για τη μοίρα ήταν απόρροια των απόψεών τους για την ισορροπημένη λειτουργία του κόσμου, για την αδυναμία του ανθρώπου και την επίδραση που μπορεί να έχουν στη συμπεριφορά και στην επιτυχία του κάποιες κρυφές και ανεξήγητες αιτίες. Δεν αναπλήρωνε σε αυτούς την ανδρεία, αλλά ούτε και αποτελούσε πρόφαση για αδράνεια.

Είδαμε ότι η άποψη σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν από τον Προμηθέα με πηλό είναι μεταγενέστερη και, επίσης, ότι η παλαιότερη πληροφορία του Ησιόδου ότι οι θεοί δημιούργησαν διαδοχικά πέντε ανθρώπινα γένη δεν συμβιβάζεται με τις ιστορικές γενεαλογίες, με βάση τις οποίες οι πιο επιφανείς από τους ανθρώπους δεν ήταν δημιουργήματα αλλά παιδιά ή απόγονοι θεών. Μάλιστα, ο ίδιος ο Ησίοδος σημειώνει κάπου αλλού ότι «από κοινή ρίζα έχουν γεννηθεί οι θεοί και οι θνητοί», ενώ στον Όμηρο ο Δίας αποκαλείται πατέρας των ανθρώπων και των θεών.
![]() |
![]() |
Άκουγαν, λοιπόν, οι θεοί τις προσευχές των ανθρώπων, αλλά κανείς δεν μπορούσε να καυχηθεί ότι συνέχεια είχε την εύνοιά τους. Και ο πιο ενάρετος ήρωας δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη θεία τιμωρία ακόμα και αν άθελά του προκαλούσε την οργή των θεών. Ο πιο ασφαλής τρόπος για να φανούν αυτοί σπλαχνικοί ήταν να ενδιαφέρεται κάποιος για το συμφέρον τους και να τους σέβεται. Οι θεοί γενικά αποστρέφονταν την υπεροψία, την αυθάδεια και τη μέθη που προκαλεί η καλή τύχη ή η δύναμη. Εξαιτίας αυτής της μέθης οι άνθρωποι λησμονούσαν ότι ήταν όντα αδύναμα και θνητά. Γι' αυτόν το λόγο κάθε απροκάλυπτη αδιαφορία του ανθρώπου προς τους θεούς και κάθε αξίωσή του για ισότητα με αυτούς, θεωρούνταν φοβερά αμαρτήματα, και σπάνια δεν τα τιμωρούσαν παραδειγματικά. Επίσης, οι θεοί φθονούσαν τον άνθρωπο που ήταν πάντα ευτυχισμένος. Όσο βαθιά και αν ήταν η ταπεινοφροσύνη του, η διαρκής ευτυχία που προσεγγίζει περισσότερο από όσο πρέπει τη μακαριότητα των θεών, δύσκολα θα μπορούσε να μην προκαλέσει την οργή τους.