Η Σπάρτη και η Αθήνα


Εννοείται ότι οι οπαδοί εκείνοι, όπως και οι υπέρμαχοι, ήταν χρήσιμοι μόνο γιατί η κυρίαρχη πόλη ήταν πάντα έτοιμη να τρέξει να τους βοηθήσει. Αν δεν ήταν πεπεισμένοι γι' αυτό, δεν θα ωφελούσαν σε τίποτε, όπως συνέβη στην Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι παρέδιδαν τις συμμαχικές ή υποτελείς πόλεις οι μεν στους ολιγαρχικούς και οι δε στους δημοκρατικούς. Οι μερίδες αυτές, όμως, που εγκαταλείπονταν συνήθως χωρίς επιτήρηση, δεν σταματούσαν να εξεγείρονται η μία εναντίον της άλλης, με αποτέλεσμα η πόλη να περνά από τη μία ηγεμονία στην άλλη. Παρόμοια γεγονότα συνέβαιναν και στις αποικίες. Οι Αθηναίοι ίδρυσαν πολλές αποικίες ανάλογες των ρωμαϊκών, ήδη από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., στη Θράκη, στην Εύβοια, στη Λήμνο, στην Ίμβρο και στη Σκύρο. Στα χρόνια του Περικλή έστειλαν στη Νάξο, στην Άνδρο, στην Ιστιαία της Εύβοιας, στη Θράκη πάλι και στη Σινώπη πάνω από 5.000 αποίκους, και άλλους σε άλλες χώρες και νησιά. Ωστόσο, οι αποικίες αυτές ούτε την πρώτη ηγεμονία διέσωσαν ούτε τη δεύτερη, προς τα τέλη της οποίας επανιδρύθηκαν. Απλά, κατά τη διάρκεια της πρώτης ηγεμονίας, διευκόλυναν την άλωση της πόλης της Αθήνας από τον Λύσανδρο, ο οποίος είχε την πρόνοια να στέλνει σε αυτή όλους τους αποίκους, καθώς και όλες τις φρουρές και τους φίλους των Αθηναίων στις υποτελείς πόλεις, καθιστώντας έτσι λόγω της έλλειψης τροφής αδύνατη την παράταση της άμυνας.


Ο πιο σπουδαίος, λοιπόν, ο κυριότερος λόγος για τον οποίο επιτεύχθηκε η ενότητα της ιταλικής χερσονήσου είναι ότι οι Ρωμαίοι δεν φαντάστηκαν ποτέ ότι θα εξουσίαζαν τη χερσόνησο μόνο με τους 20.000 δικούς τους πολίτες, γι' αυτό έκαναν κοινωνούς του κυριαρχικού δικαιώματος τους καλύτερους από τους αντιπάλους τους. Κάτι τέτοιο δεν έκαναν ποτέ ούτε οι Σπαρτιάτες ούτε οι Αθηναίοι, γι' αυτό δεν κατάφεραν να σφυρηλατήσουν την πολιτική ενότητα στο ελληνικό έθνος. Δεν ήταν όμως δυνατόν να παρατείνουν τη δική τους ανεξάρτητη ζωή για μεγαλύτερο διάστημα; Δυστυχώς δεν ήταν, γιατί μετά τους άκαρπους εκείνους αγώνες στη Σπάρτη το πολίτευμα έμεινε χωρίς πολίτες, ενώ στην Αθήνα οι πολίτες έμειναν χωρίς πολίτευμα.


Οι 1.000 Σπαρτιάτες του 4ου αιώνα π.Χ. μειώθηκαν στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. σε 700, από τους οποίους μόνο 100 ήταν ιδιοκτήτες γης και είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Είναι προφανές ότι η πόλη ψυχορραγούσε. Π θεραπεία που δοκίμασαν τότε οι βασιλιάδες Άγις και Κλεομένης επιτάχυνε το τέλος της, καθώς, μετά τη νίκη του κοντά στη Σελλασία, ο Αντίγονος της Μακεδονίας διόρισε επιτηρητή της Σπάρτης τον Βοιωτό Βραχύλλη. Στη συνέχεια, ακολούθησαν οι επαίσχυντες τυραννίες του Μαχανίδα και του Νάβιδος, και οι άλλες ιστορικά ασήμαντες περιπέτειες της πάλαι ποτέ πανίσχυρης πόλης.


Στην Αθήνα, όπως αναφέρθηκε, δεν έλειπαν οι πολίτες, όμως αυτοί πολύ νωρίς σταμάτησαν να λειτουργούν με γνώμονα τη σωφροσύνη. Ο νομοθέτης βέβαια είχε προσπαθήσει να χαλιναγωγήσει την Εκκλησία του Δήμου, αλλά τα χαλινάρια εκείνα ήταν ανέκαθεν αδύναμα και στο πέρασμα του χρόνου χαλάρωσαν πλήρως. Οι άρχοντες είχαν ετήσια θητεία από τον 7ο αιώνα π.Χ., όπως και η Βουλή από τότε που ιδρύθηκε από τον Σόλωνα. Αρχικά άρχοντες και βουλευτές εκλέγονταν τουλάχιστον με βάση κάποια συγκεκριμένα προσόντα, ενώ στη συνέχεια όλοι μπορούσαν να εκλεγούν με κλήρο και να αναλάβουν κάποια αξιώματα, εκτός από εκείνα των στρατηγών. Και η εκλογή με κλήρο γινόταν από το σύνολο των πολιτών, που σημαίνει ότι δεν διέφεραν σε τίποτε αυτοί που διαπαι-δαγωγούσαν από εκείνους που διαπαιδαγωγούνταν. Έτσι, από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. κατέστη απαραίτητο να οριστούν νέοι ελεγκτές όχι μόνο της Εκκλησίας του Δήμου αλλά ακόμα και εκείνων που την καθοδηγούσαν, δηλαδή της Βουλής και των αρχόντων. Οι νέοι αυτοί ελεγκτές ονομάζονταν νομοφύλακες και νομοθέτες. Οι νομοφύλακες ήταν επτά και παρευρίσκονταν στη Βουλή και στην Εκκλησία του Δήμου μαζί με τους προέδρους και εμπόδιζαν την πόλη να κάνει αυτά που δεν τη συνέφεραν. Το έργο των νομοθετών ήταν να εξετάζουν λεπτομερώς από την αρχή κάθε νέα πρόταση νόμου. Εκτός από αυτά, επειδή σε εκείνες τις θορυβώδεις συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου ψηφίζονταν πολλοί νόμοι αντιφατικοί μεταξύ τους ή και διπλοί για το ίδιο αντικείμενο, επιτράπηκε στους αρχαίους άρχοντες, που τους αποκαλούσαν θεσμοθέτες, να ελέγχουν αυτές τις αντινομίες και τους διπλούς νόμους και να υποβάλλουν διορθωτική πρόταση στην Εκκλησία του Δήμου.


Όλοι αυτοί οι θεσμοί όμως ήταν είτε πρόσκαιροι είτε ανίσχυροι να αναχαιτίσουν την αχαλίνωτη ασωτία του όχλου. Για να γίνει σαφές αυτό, θα κάνουμε μια
σύντομη αναδρομή στα γεγονότα που μεσολάβησαν μεταξύ της πανωλεθρίας στη Σικελία και της νίκης στις Αργινούσες, αναλύοντας λίγο περισσότερο τα σχετικά με τη δίκη των στρατηγών που είχαν επιτύχει αυτή την ένδοξη νίκη. Η εκστρατεία στη Σικελία είχε αποφασιστεί παρά τις επίμονες ενστάσεις των πιο έγκριτων πολιτών, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν ο Νικίας, ο Σωκράτης και ο περίφημος αστρονόμος Μέτωνας. Όλα όσα οι ενάρετοι, οι συνετοί, οι έμπειροι αυτοί πολίτες, και κυρίως ο δυστυχής Νικίας, πρόβλεψαν για τις συμφορές που μπορούσαν να προκύψουν από τη συγκεκριμένη επιχείρηση, όλα επαληθεύτηκαν. Οι Αθηναίοι έχασαν σε αυτή 10.000 οπλίτες, πάνω από 200 τριήρεις και περίπου 90.000.000 σημερινές δραχμές. Στο μεταξύ, οι Πελοποννήσιοι εισέβαλαν στην Αττική, οι υπήκοοι επαναστάτησαν και ο μεγάλος βασιλιάς συμφώνησε με τους Λακεδαιμονίους να καταβάλει τους μισθούς των πληρωμάτων του πελοποννησιακού στόλου.

Τότε, το ίδιο πλήθος που πριν από τρία χρόνια συμπεριφέρθηκε τόσο παράφορα, συγκλονισμένο από την καταστροφή και τους υπόλοιπους κινδύνους που αντιμετώπιζε, ψήφισε προς τα τέλη του 413 π.Χ. ότι δέκα πρόβουλοι θα εξέταζαν από πριν κάθε πρόταση που υποβαλλόταν στην Εκκλησία του Δήμου, και κυρίως θα πρότειναν όλα όσα απαιτούνταν για την κοινή σωτηρία. Πολύ συνετή αυτή η απόφαση, αλλά μαρτυρεί ότι οι πρόβουλοι, οι οποίοι είχαν οριστεί πριν από 40 χρόνια, και είχαν ονομαστεί τότε νομοθέτες, είχαν στο μεταξύ εκλείψει. Οι νέοι πρόβουλοι κατασκεύασαν 128 τριήρεις το 412 π.Χ., με τις οποίες αποτράπηκε η αποστασία των υπηκόων και νικήθηκαν κοντά στη Μίλητο οι αντίπαλοι. Ωστόσο, η αρχή των προβούλων δεν διήρκεσε πάνω από ένα χρόνο. Το 411 π.Χ. έγιναν δύο ριζικές αλλαγές στο πολίτευμα, η μία προς το Μάρτιο, που ήταν άκρως ολιγαρχική, και η άλλη προς τον Ιούνιο, που ήταν πιο συνετή. Στο πλαίσιο της τελευταίας αλλαγής συγκλήθηκε η Εκκλησία του Δήμου που είχε καταργηθεί από το Μάρτιο. Αυτή τη φορά όμως συμμετείχαν μόνο οι πολίτες που μπορούσαν να πληρώσουν την πανοπλία τους. Χάρη στο νέο αυτό πολίτευμα επιτεύχθηκε η νίκη στην Κύζικο, τον Απρίλιο του 410 π.Χ. Εντούτοις, οι Αθηναίοι, που αποθρασύνθηκαν από τη νίκη αυτή, εισέβαλαν όλοι στην Εκκλησία του Δήμου, πλούσιοι και φτωχοί.

' Ετσι, απέρριψαν τις προτάσεις ειρήνης που τους έστειλαν οι νικημένοι Λακεδαιμόνιοι, με το βασικότατο όρο ο καθένας από τους δύο να κρατήσει τις πόλεις που είχε εκείνη τη στιγμή στην κατοχή του. Η φρόνηση απαιτούσε να γίνουν δεκτές οι προτάσεις, κυρίως γιατί, όπως υπενθύμισε ο επικεφαλής των πρεσβευτών 'Ενδιος, «σε εμάς είναι χορηγός ο πιο πλούσιος βασιλιάς του κόσμου, σε εσάς οι πιο φτωχοί στον κόσμο». Και οι πιο σώφρονες ανάμεσα στους Αθηναίους έτειναν προς την ειρήνη. Οι δημαγωγοί όμως «που εκμεταλλεύονταν για ίδιον όφελος τις δημόσιες ταραχές» έπεισαν το πλήθος να συνεχίσουν τον αγώνα. Για τέσσερα χρόνια ο πόλεμος ήταν αμφίρροπος, δηλαδή ιδιαίτερα επιζήμιος για τους Αθηναίους, γιατί οι ήττες τους ήταν ανεπανόρθωτες, ενώ οι ήττες των Λακεδαιμονίων επανορθώνονταν με ευκολία χάρη στους θησαυρούς της Περσίας. Το τελευταίο διάστημα των τεσσάρων ετών ο Καλλι- κρατίδας, αφού νίκησε τον Κόνωνα, τον απέκλεισε στη Μυτιλήνη, ενώ οι Αθηναίοι στρατηγοί κατατρόπωσαν τον Καλλικρατίδα κοντά στις Αργινούσες.



Σύνδεση Χρήστη





Δεν έχετε λογαριασμό ακόμα; Δημιουργία λογαριασμού

Online χρήστες

Έχουμε 43 επισκέπτες σε σύνδεση

Στατιστικά

Επισκέπτες: 5156616