Η μάχη στο Μανιάκι

Τι φοβάσαι, Παπαγιώργη; Εσύ ξέρεις τα γράμματα που έγραψα και πήρα. Σε ρωτώ, έχεις αμφιβολίες πως μέσα σε δύο ώρες πέντε χιλιάδες δικοί μας δε θα χτυπάνε απέξω τον Ιμπραήμ;

Ακόμα κι άλλοι να μην έρθουν ο Πλαπούτας δε θα λείψει. Είμαι βέβαιος πως θα νικήσουμε.

Aν όμως, ο μη γένοιτο, νικηθούμε, θ' αδυνατίσούμε τη δύναμη του εχθρού και ή ιστορία θα ονομάσει τούτον τον πόλεμο Λεωνίδειον μάχην, Παπαγιώργη !

Ίσως ή τελευταία αυτή φράση να κρύβει όλο το μυστικό της υποσυνείδητης παρόρμησής του ν' αντιμετωπίσει, κάτω από τόσο απελπιστικές συνθήκες, τον εχθρό.

Έταξε στον εαυτό του να νικήσει ή να πεθάνει.

Ή Ρούμελη είχε το «νέο Λεωνίδα της», τον Αθανάσιο Διάκο, που κάτω από παρόμοιες συνθήκες δεν πισωδρόμησε στην Αλαμάνα. Τώρα, στο πρόσωπο τού Παπαφλέσσα, θ' αποχτούσε στο Μανιάκι κι ο Μοριάς τον Λεωνίδα του.

Όταν έπαψε να μιλάει ο Παπαφλέσσας, ο Μανιάτης Βοϊδής είπε τα αξιομνημόνευτα τούτα λόγια:

«- Πάμε στα ταμπούρια μας κι όποιος θα μείνει γιαμά, ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια!...»

Και τράβηξαν στα ταμπούρια τους ξέροντας πως το μόνο που τους απόμενε ήταν να θυσιαστούν.

Μόλις πρόλαβαν να φτάσουν σ' αυτά κι ο Ιμπραήμ αρχίζει την επίθεσή του. Τα τάγματα τού τακτικού στρατού του προχωρούσαν χωρίς να λογαριάζουν το θάνατο που σκόρπιζαν τα καριοφίλια των Ελλήνων.

0 Παπαφλέσσας, καθώς είδαμε, κράταγε το βορινό ταμπούρι «το μάλλον αδύνατον και επικίνδυνον».

Φορώντας την περικεφαλαία του στεκόταν όρθιος πάνω σε μια πέτρα πιο ψηλή από τις άλλες, που «είχε προσέτι και μίαν μικράν αχράδα (αγκορτσιά), από εκεί διεύθυνε τον αγώνα, δίνοντας με το παράδειγμά του θάρρος στους δικούς μας.

Δίπλα του στεκόταν ο νεαρός Γάλλος εθελοντής πού, είχε κατέβει πριν από λίγο καιρό στην Ελλάδα μαζί με τον στρατηγό Ρός.

Καμία βέβαια ευγνωμοσύνη δεν τρέφει ή πατρίδα μας για το στρατηγό Ρός.

Αντίθετα όμως με σεβασμό μνημονεύει τον ανώνυμο νεαρό Γάλλο, που πολεμώντας παλικαρίσια βρήκε το θάνατο κείνη τη μέρα δίπλα στον Παπαφλέσσα.

Το μεσημέρι κάλεσαν οι σάλπιγγες του εχθρού τον αιγυπτιακό στρατό να πάψει την επίθεσή του και ν' αποσυρθεί για να κολατσίσει. Όσο που «οι νεροκουβαλητάδες επήγαινον και ηρχοντο δίδοντες νερόν εις τους διψώντας στρατιώτας», οι καπεταναίοι μας τρέξάνε να βρούνε τον Παπαφλέσσα.

- Καλό είναι, του λένε, να φύγουμε τώρα που οι τούρκοι ξαποσταίνουν και τρώνε ψωμί.

Να τραβήξουμε κατά την Αγιά, γιατί, καθώς θαχουμε βοηθό το βουνό, οι καβαλαραίoι τους λίγους θα σκοτώσουνε. το πολύ θα φάνε πενήντα ως εκατό από μας; μα οι άλλοι θα σωθούνε και θα σώσουμε κι εσένα για να φανείς, σ' άλλη περίστάση, χρήσιμος στην πατρίδα. Ό Παπαφλέσσας τους αποκρίθηκε:

-Εγώ σας είπα και πρώτα και τώρα σας το λέγω τη φευγάλα να μην τη βάζετε διόλου στο νου σας, γιατί εμείς χανόμαστε άδικα αν πέσουμε πάνω στη φωτιά του εχθρού.

Όχι, δε θα παραδώσω τους Έλληνες μόνος μου στ' αδιάκοπο ντουφέκι του τακτικού!

Έπειτα εμείς καρτεράμε τη βοήθεια πού, καθώς γνωρίζετε, θα φτάσει ώρα την ώρα. Παγαίνετε τώρα στα πόστα σας !..

Γύρισαν στα ταμπούρια τους και σε λίγο εξαπολύθηκε το γενικό γιουρούσι του εχθρού.

Δυο φορές έφτασαν έως τις θέσεις που κράταγαν οι Έλληνες, μ' αναγκάστηκαν να πισωδρομήσουν.

Κι ενώ ετοιμάζονταν να ξεχυθούν σε τρίτο γιουρούσι, ακούστηκε στα βορινά μια μπαταριά.

Ήταν ο Πλαπούτας που έφτανε με χίλια πεντακόσια παλικάρια.

Ό Ιμπραήμ τότε, γυρεύοντας να προλάβει τη βοήθεια που ερχόταν, ρίχνει όλες του τις δυνάμεις πάνω στους δικούς μας.

Οι εχθροί πάτησαν πρώτο το ταμπούρι του Παπαφλέσσα.

Ό ανεψιός του Δημήτρης παρατάει το πόστο του και τρέχει να βοηθήσει το θείο του, τον βλέπει ο Παπαφλέσσας και τον προστάζει να γυρίσει πίσω και να υπερασπιστεί τη δική του θέση.

Μα όταν έφτασε σ' αυτή βρήκε να την έχουν πατήσει οι εχθροί. «Εκεί κτυπών και κτυπούμενος υπό πολλών Τούρκων εχάθη και αυτός και οι στρατιώται του».

Στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα ανακατώθηκαν τούρκοι κι Έλληνες και γίνηκαν όλοι ένα.

Όπως οι εχθροί φόραγαν κόκκινες στολές, «ο τόπος όλος έκοκκίνισεν από αυτές κι από τα αίματα». Ό σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα, ο Δημήτρης από τη Χίο, για να μην πέσει ή σημαία στα χέρια του εχθρού την σκίζει, τη χώνει στο στήθος του, σπάζει και το σταυρό του κονταριού και τον βάζει στο σελάχι του, και με το σπαθί στο χέρι σαν αστραπή χιμά πάνω στο τούρκικο ασκέρι και φεύγει.

«Ή παλικαριά του είναι αμίμητος», γράφει ο Φωτάκος.

Τελευταίο έπεσε το ταμπούρι του Πιέρου Βοϊδη, που κράταγαν οι Μανιάτες,ο εκατόνταρχος Πουλής από το Κοντογόνι,ο Τσαλαφατίνος,ο Αναγνώστης Μπιτσιάνης κλπ καθώς ήταν το πιο δυνατό απ' όλα. Oσoι από τους δικούς μας απόμεναν ακόμα ζωντανοί ρίχνονται μέσα στο ρέμα και προσπαθούν να φύγουν κατά την Ανδρούσα. Τίποτ' άλλο δεν ακουγόταν πια «από τα λιανίσματα των σπαθιών και των γιαταγανιών».


Σύνδεση Χρήστη





Δεν έχετε λογαριασμό ακόμα; Δημιουργία λογαριασμού

Online χρήστες

Έχουμε 42 επισκέπτες σε σύνδεση

Στατιστικά

Επισκέπτες: 5152766