Η μάχη στο Μανιάκι
Η «Λεωνίδειος μάχη»
Τη στιγμή που ο Παπαφλέσσας ετοιμαζόταν να φύγει από τη Δραίνα φτάνουν σε βοήθειά του ο Ηλίας Κορμάς με 120 Κοντοβουνίσιους, ο Θανασούλας Καπετανάκης με 80, ο Π. Κεφάλας με 20, ο Πιέρος Βοϊδής κι ο Τσαλαφατίνος με 120 Μανιάτες, ο Στ. Καπετανάκης με 20, ο Λίβας, ο Μπιτσιάνης κι ο αδερφός του Γιώργης Δικαίος με 80. Eτσι όταν έφτασε στο Μανιάκι ο Παπαφλέσσας είχε μαζί του περίπου δύο χιλιάδες άντρες.
Φθάνοντας στην Μεσσηνία από την Δραίνα ρώτησε τους ντόπιους για το ποιο βουνό η ποιο χωριό έχει ύψος με την καλύτερη θέα στο Νιόκαστρο.Ολοι του υπέδειξαν τα κοντοβούνια με τα υψώματα της Μυγδαλίτσας ,και του Κουφιέρου.Σκοπός του ήταν να μπορεί να ελέγχει τις κινήσεις των φαλάγγων του Ιμπραήμ.
Τράβηξε για το Μανιάκι ,εκεί έφτασε δυό ώρες πρίν βασιλέψει ο ήλιος.Στρατοπέδευσε μεταξύ του Μανιακίου και των απέναντι λόφων που έμειναν στην ιστορία σαν ταμπούρια.
Εστησε καραούλια στον Μαγκλαβά και στην Μυγδαλίτσα ,διέταξε τους στρατιώτες του να συγκεντρώσουν σωρούς από ξύλα στις κορυφές της Μυγδαλίτσας και του Κουφιέρου και να ανάψουν φωτιές οι οποίες θα έκαιγαν όλη την νύχτα προκειμένου να δημιουργήσουν την εντύπωση στον Ιμπραήμ ότι πολυάριθμα Ελληνικά στρατεύματα είχαν πιάσει τα κοντοβούνια.
Νύχτωσε στην Μακρυλάκα στο Μανιάκι,έψησαν κριάρια,ο Παπαφλέσσας ξόφλησε την μισθοδοσία των στρατιωτών όπως τους είχε υποσχεθεί στην Δραίνα.
Την επομένη ημέρα τα καραούλια από το Βλαχόπουλο τον ειδοποίησαν ότι τα στρατεύματα του Ιμπραήμ φάνηκαν να κινούνται προς τον κάμπο των Χιλίων Χωριών.
Ο Παπαφλέσσας έστειλε αγγελιοφόρους στα χωριά του κάμπου ( Σκάρμηγκα ,Βλαχόπουλο , Βλάση , Πισπίσια κλπ) τους ειδόποιούσε να προφυλαχτούν ,γιατί με τις φάλαγγες του Ιμπραήμ να φτάνουν δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας γι΄αυτούς .
Αφού φρόντισε για την σωτηρία των αμάχων ,ο Παπαφλέσσας έστρεψε την προσοχή του κατόπιν στους συντρόφους του και στην οργάνωση της μάχης.
Πράγματι οι φωτιές που είχαν ανάψει την νύχτα κράτησαν καθηλωμένο τον Ιμπραήμ στα Χιλιοχώρια.δεν αποτόλμησε νυχτερινή επίθεση σε ένα πολυάριθμο στράτευμα όπως το έδειχαν οι νυχτερινές φωτιές.
Αργά την νύχτα τα καραούλια της Μυγδαλίτσας στην Βελανιδιά ,άκουσαν θόρυβο μέσα στους θάμνους και διέκριναν μια σκιά να προχωρά στο σκοτάδι προς το στρατόπεδο του Παπαφλέσσα.
Οι στρατιώτες που ήταν στο Καραούλι νόμισαν ότι επρόκειτο για απόπειρα ανίχνευσης εκ μέρους του εχθρού.Ευτυχώς δεν πυροβόλησαν αλλά περίμεναν να πλησιάσει η σκιά.Φθάνοντας κοντά τους τον συνέλαβαν.Ηταν ένας τολμηρός Αμερικανός φιλέλληνας που ονομαζόταν Χάου ,ο οποίος ειχε την περιέργεια αλλά και το θάρρος ,να βρεί ποιος ήταν ο επικεφαλής των Ελλήνων σε αυτό το απονενοημένο διάβημα αναμέτρησης με τα στρατεύματα του Ιμπραήμ . Ο Χάου γράφουν οι ιστορικοί έμεινε κατάπληκτος όταν τον έφεραν μπροστά στον Παπαφλέσσα.
Τον είχε γνωρίσει σαν Υπουργό των Εσωτερικών στο Ανάπλι,με πολυτελή εμφάνιση,σε ένα άνετο σπίτι.Τώρα τον έβλεπε μπροστά του άγρυπνο,καθισμένο σε ένα βράχο ,ζωσμένο με πιστόλια και γιαταγάνι,αγνώριστο ,μεταμορφωμένο,έτοιμο για την μεγάλη θυσία.
Ο Παπαφλέσσας τον δέχτηκε εγκάρδια του πρόσφερε ψητό κρέας,ψωμί χωριάτικο και λίγο τυρί ,τσούγκρισε μαζί του το ποτήρι με το κρασί και σε μια στιγμή του είπε << Αύριο τέτοια ώρα θα τρώμε με τον Πλούτωνα >>. Το πρωί πρίν χαράξει ο Χάου φυγαδεύτηκε από το κρυόρεμα ,πέρασε στο Κοντογόνι και έφυγε.
Με το ξημέρωμα ο Παπαφλέσσας έδωσε εντολή να αρχίζουν να κατασκευάζουν επειγόντως ταμπούρια στους πρόποδες των τριών λόφων.
Ηθελε να δώσει την μάχη εκ του συστάδην ,επέμεινε μέχρι τέλους να μην περιχαρακωθή ,ούτε στις ράχες ,ούτε στις κορφές των λόφων και να αντιμετωπίση τον Ιμπραήμ προκλητικά.
Αλλά ο εχθρός δεν τους έδωσε τον χρόνο να ολοκληρώσουν τα πρόχειρα οχυρώματα,του ανήγγειλαν ότι οι προφυλακές του Ιμπραήμ έφθασαν στο Σκάρμιγκα και ο κύριος όγκος των δυνάμεων του άρχισε να κατακλύζει την πεδιάδα της Σέκλιζας. Ο Παπαφλέσσας έδωσε εντολή να οχυρωθούν αμέσως ,σε λίγο θα άρχιζε η Λεωνίδειος μάχη.
Οι Αιγύπτιοι οργάνωσαν το στρατοπεδό τους στο Σκάρμιγκα ,σχημάτισαν τρείς στρατιωτικούς σχηματισμούς.
Ο Πρώτος άρχιζε από το Σκέρμιγκα,Βελανιδιά και κατέληγε στην κορυφλη της Μυγδαλίτσας πάνω από το χωριό Σαπρίκι,απέναντι από τα Ταμπούρια.
Ο Δεύτερος άρχιζε από το Τουλούπα Χάνι,ανατολικά της Βελανιδιάς και κατέληγε στο Μανιάκι μπροστά από τα ταμπούρια.
Ο Τρίτος δια μέσω της ρεματιάς κρυόρεμα κατέληγε στην θέση Σπαρτίλα 200 μέτρα ανατολικά των ταμπουριών.
Το σχέδιο του Ιμπραήμ προέβλεπε να αφήσει αφύλακτο το Βόρειο μέρος των ταμπουριών προς το χωριό Παιδεμένουπροκειμένου ο << ασύνταχτος >> στρατός του Παπαφλέσσα να λιποτακτήσει και να διασκορπιστεί προς την ρεματιά στο Αληκοντούζι και τα βόρεια κοντοβούνια.
Το πρωί, 20 του Μάη, οι δικοί μας είχανοργανώσει τρία ταμπούρια. το πρώτο, το πιο βορινό, το έπιασε ο Παπαφλέσσας, το δεύτερο ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας και το τρίτο, το πιο νότιο, ο Πιέρος Βοϊδής με τους Μανιάτες. «Ο τόπος όπου έγιναν τα οχυρώματα ταύτα ήσαν πλάγια, και όχι ράχες, ούτε κορυφή, δια να εμποδίσουν τον έχθρον νά μη συγκεντρούται εκ των όπισθεν», Και ήταν ακόμα πιο δυσκολο-υπεράσπιστα όπως ή απόσταση ανάμεσα στα ταμπούρια και στα μέρη που μπορούσε να προστατευτεί ο εχθρός στεκόταν μικρή κι έτσι οι δικοί μας «δεν είχον ουδέ τον άπαιτούμενον χρόνον νά γεμίζουν δις και τρις τα όπλα των».
Έπειτα από δυο ώρες που βγήκε ο ήλιος τ' ασκέρι του Ιμπραήμ έφτασε στη Μυγδαλίτσα και κατέβαιναν για τα ταμπούρια
«Αφού οι Έλληνες είδαν το πολυπληθές στράτευμα των Τούρκων, το οποίον έσκέπασεν όλον τον τόπον, όσον βλέπει το μάτι του άνθρώπου, ενταύθα άρχισαν νά μουρμουρίζουν και κάποιος είπεν ότι:
»-Έχετε άλoγoν καβαλάτε ύστερον και φεύγετε !...»