Η μάχη στο Μανιάκι

Τ' ακούει ο Παπαφλέσσας κι αμέσως φωνάζει τον γραμματικό του Τισαμενό και τον προστάζει νά πάρει τ' άλογά του κι όλους τους ψυχογιούς του εκτός από τον Μιχάλη Σταϊκόπουλο και νά πάει στην αντικρινή ράχη. Μα νά, κάμποσοι στρατιώτες, λογαριάζοντας πώς ήταν χαμένοι αν έμεναν στα πόστα που κράταγαν, πέφτουν στο Κρυόρεμα κι αρχίζουν να λακάνε.

Το σκάζει τότε, μ' όλους τους δικούς του, κι ο Σταυριανος Καπετανάκης.«Τούτον δε βλέποντες και άλλοι φεύγοντα παρεκινήθησαν και αυτοί και εδόθησαν εις φυγήν δια του αυτού ρεύματος. Έφυγαν δε υπέρ τους χιλίους».

Μόλις πρόλαβαν να ξεφύγουν και κινήθηκε ή καβαλαρία του Ιμπραήμ. Μπήκε, από τα δεξιά, στο ρέμα και προχώρησε πέρα από το ταμπούρι πού κράταγε ο Παπαφλέσσας. Από τ' αριστερά χωρίστηκε σε δύο κολόνες. Εκείνη πού τράβηξε πιο δυτικά είχε σκοπό να εμποδίσει τυχόν επικουρίες πού θάφταναν. Οι δικοί μας βρίσκονταν πια κυκλωμένοι. Ό Παπαφλέσσας όμως «νόμισε τούτο μεγάλον ευτύχημα, δια να συνέλθουν όλοι ομού οι Eλληνες και να πολεμούν καλλίτερα και αποφασιστικότερα, και να μη λιποτακτούv».Διατάζει να μετρήσουν πόσοι είχαν απομείνει και βρίσκονται λιγότεροι από χίλιοι. Καθώς ήταν συναγμένοι τούς βγάζει φλογερό λόγο θυμίζοντάς τους τις νίκες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στη Γράνα, στα Βέρβενα και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη.- Oπoυ νάναι φτάνουν, τούς λέει, δεκαπέντε χιλιάδες πατριώτες σε βοήθειά μας ο Πλαπούτας κι όλοι οι αρκαδινοί, ο αδερφός μου Νικήτας, ο Κατσάκος κι άλλοι Μανιάτες.

Σε μια ώρα θάναι εδώ. Θα τριγυρίσουν τ' ασκέρι του Ιμπραήμ και θα το χτυπάνε από τις πλάτες.

Αδέλφια! ή πατρίδα καρτεράει από μας να δοξαστεί ξανά από τη νίκη μας!

Μα πριν καλά-καλά τελειώσει την ομιλία του, μερικοί από τούς καπεταναίους «ίδόντες τον προφανή κίνδυνον» παρακινούσαν τον ανεψιό του Δημήτρη να του πει να κάνουνε γιουρούσι και διασπώντας τις γραμμές της εχθρικής καβαλαρίας να γλιτώσουν όσοι τούς ευνοήσει ή τύχη. «Κανείς», όμως, «δεν έτόλμα να του εκστόμιση τοιούτον τι κατά πρόσωπον». τον σιμώνουν τέλος ο Κεφάλας κι ο Παπα Γιώργης, γνωστοί και οι δύο για την παλικαριά τους, και του λένε, από μέρος όλων των καπεταναίων, πως αυτή στεκόταν ή τελευταία τους ευκαιρία να σωθούν.

Τότε ο Παπαφλέσσας αποκρίνεται στον Κεφάλα:

- Έχασα τις ελπίδες που στήριζα πάνω σου. Και μαζί μ' αυτές και την υπόληψη που είχα για σένα.

Έπειτα γυρνά, πιάνει τον Παπαγιώργη από τα γένια και τραβώντας τα του λέει:

- Μου τα ντρόπιασες, Παπαγιώργη!

Σταματά μια στιγμή και ύστερα του ξαναλέει:

- Που να πάμε να φύγουμε; Έχουμε τακτικό στράτευμα όπου, όταν θα βγει από τα ταμπούρια, θ' αποτραβηχτεί με τάξη πολεμώντας; Δεν ξέρεις τάχα πως οι άτακτοι άμα βγουν από τα ταμπούρια σκορπίζουν κι ο καθένας παίρνει δικό του δρόμο;

Τότε πέντε καβαλαραίοι του Ιμπραήμ θα μάς σφάξουν όλους. Και θ' ακολουθήσει μεγάλο κακό για το έθνος όπως θα ψυχωθούν οι εχθροί και θα δειλιάσουν οι δικοί μας.


Σύνδεση Χρήστη





Δεν έχετε λογαριασμό ακόμα; Δημιουργία λογαριασμού

Online χρήστες

Έχουμε 41 επισκέπτες σε σύνδεση

Στατιστικά

Επισκέπτες: 5152764