ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΠΟΤΑΜΙΑ
Στις πήγες, απ' όσο ξέρω, απαντάται για πρώτη φορά το 1689 (Potamia), στην ενετική απογραφή του προβλεπτή Ιακώβου (Giacomo) Corner απογράφονται 12 άνδρες, 3 αρσενικά παιδιά, 9 γυναίκες και 1 κορίτσι, συνολικά 25 ψυχές52. Σε ενετικά έγγραφα απογραφής της εκκλησιαστικής περιουσίας, χρονολογημένα στα τέλη του 17ου αιώνα, ο επίσκοπος Ανδροΰσης, στην επισκοπή του οποίου υπαγόταν τότε το χωριό, σημειώνει: Εις το χωρίον Ποταμήα είναι ναός τοϋ Άγιου Ιωάννου, καϊ χαλασμένος53• σε άλλο σημείο διαβάζουμε: Εις το χωρίον Ποτάμια είναι ναός τοϋ Προδρόμου, καϊ χαλασμένος.54. Στην ενετική απογραφή του Francesco Grimani, το 1700, η Potamia έχει 10 οικογένειες, σύνολο 51 άτομα55. Το 1704 σημειώνεται (Potamia) από τον Giusto Alberghetti στο βιβλίο του Pier' Antonio Pacifico56.
Το χωριό στο γΰρω περιβάλλον, άνω δεξιά διακρίνεται το εξωκκλήσι του Αϊ-Θανάση (πρόπλα¬σμα σε κλίμακα 1:2.000)
Από ένα αδημοσίευτο αναλυτικό
τουρκικό κατάστιχο του 1715 (έναρξη της Β' Τουρκοκρατίας), που
βρίσκεται στο Tapu Tahrir 880 της Κωνσταντινούπολης57, μαθαίνουμε ότι η
Ποταμιά «ανήκει στην Αρκαδία. Είναι στα βουνά. Πριν ήτανε ένα τιμάρι.
Έχει 10 οικίες. Έχει 2 μύλους. Οι μΰλοι ανήκουν στο μοναστήρι του
Αϊ-Γιώργη στο Σαπρίκι. Οι ραγιάδες έχουν 850 στρέμματα (doniim58)».
Επίσης ότι «9 οικίες πληρώνουν το κεφαλοχάρατσο». Επιπλέον απογράφονται
«10,5 ζευγάρια στάρι, 405 πρόβατα, 4 κυψέλες, 11 γουρούνια και 10
μουριές»59. Για το 1815 ο Pouqueville αναφέρει 4 οικογένειες και ότι
ανήκει στα Κοντοβοΰνια60, ένα από τα τέσσερα κόλια, τμήματα δηλαδή, του
καζά της Αρκαδίας61. Το 1829 η Expedition Scientifique de Moree
απογράφει στην Potamia 6 οικογένειες62.
Μετά την ίδρυση του
Νεοελληνικού κράτους, η Ποταμιά συμμετείχε στον δήμο Φλεσσιάδος, ενώ
από το 1912 μέχρι το 1997 αποτελούσε, μαζί με τη Βεριστιά και το
Σαπρίκι, συνοικισμό της κοινότητας Σαπρικίου η οποία μετονομάσθηκε το
1927 σε κοινότητα Μεταξάδας63. Παρακάτω αναφέρουμε τα μεγέθη που έχουμε
στην διάθεση μας, ώστε να φανεί η πληθυσμιακή εξέλιξη του χωρίου μέχρι
τις ημέρες μας: 110 κάτοικοι (το έτος 1830), 39 (1835), 84 (1846), 64
(1851), 81 (1861), 72 (1879), 106 (1889), 136 (1896), 113 (1907), 118
(1920), 119 (1928), 110 (1940), 83 (1951), 67 (1961), 31 (1971), 7
(1981)64. Το 1896 παρατηρούμε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση κατοίκων: 136
άτομα.
Η Ποταμιά ποτέ δεν ήταν μεγάλο χωριό (σχέδ. 11 & εικ.
12). Το «κέντρο» της βρίσκεται σε βόρειο γεωγραφικό πλάτος 37°07'47"
και γεωγραφικό μήκος 21°44'57" ανατολικά του Greenwich. Νοητά
εγγράφεται σε έλλειψη με διαμέτρους 140 και 200 περίπου μέτρων. Ο
ενιαίος δομημένος χώρος του χωρίου, εκτάσεως 1,247 εκταρίων, με ΑΒΑ
γενικό προσανατολισμό, με μικρότερο υψόμετρο δομημένου χώρου 632 μ. και
μεγαλύτερο 668 μ. και μία κλίση εδάφους 24,3%, περιλαμβάνει συνολικά 25
κτίσματα, από τα οποία δυο ναοΰς, και τα υπόλοιπα κατοικίες,
παρουσιάζει δηλαδή μια πυκνότητα δομημένου χώρου 2,0 κτίσματα ανά
στρέμμα65.
Η μία από της εκκλησίες, με εγχάρακτη χρονολογία 188(1?),
αποτελεί τον κοιμητηριακό ναό και τιμάται στη μνήμη του Αγίου Ιωάννου
του Χρυσοστόμου (13 Νοεμβρίου). Η άλλη, η «κεντρική», είναι αφιερωμένη
στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στη μνήμη της οποίας (15 Αυγούστου)
πανηγυρίζει ή μάλλον πανηγύριζε άλλοτε το χωριό. Εκτός από τις
εκκλησίες, τα δρομάκια και τον «πανηγυρότοπο», άλλα σημεία με δημόσιο
χαρακτήρα δεν υπάρχουν.
Τα σπίτια είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους,
δηλαδή δεν εφάπτονται, ακολουθούν μια ελεύθερη διάταξη, τυχαία
φαινομενικά, χωρίς σχέδιο, αποτέλεσμα μιας ανάπτυξης
δυναμικής-οργανικής, διαδεδομένης ευρύτατα τόσο σε μεταβυζαντινά
σύνολα, όσο και σε οικισμούς που αναπτύχθηκαν γενικά κατά τους μέσους
χρόνους. Θεωρώντας το σύνολο σε κάτοψη (σχέδ. 13) κυριαρχεί η έννοια
της διασποράς και σε όψη η κλιμακωτή διάταξη. Τα σπίτια είναι χτισμένα
με πέτρα, ντόπιο ασβεστόλιθο της ζώνης Ωλονοΰ-Πίνδου δίχως να
απουσιάζουν και τα κροκαλοπαγή. Είναι σοβατισμένα μόνο εσωτερικά και
μόνο στα ανώγια. Σχεδόν αποκλειστικά είναι πολυμέτωπα ημιανωγοκάτωγα
μακρινάρια με τρίρριχτη κεραμοσκεπή (εικ. 15-16). Δεκαεννέα
διατάσσονται με τον μεγάλο άξονα κάθετα στις υψομετρικές καμπύλες, ένα
παράλληλα και ένα έχει κάτοψη σχήματος «γάμα». Ακολουθούν την
οικοδομική παράδοση των Λαγκαδιανών μαστόρων, την τυπική
αγροτική-ανώνυμη αρχιτεκτονική της ορεινής Πελοποννήσου στην πιο
ταπεινή της έκφανση. Τα περισσότερα χρονολογούνται στις τελευταίες
δεκαετίες του 19ου και στις πρώτες του 20οΰ αιώνα. Τουλάχιστον ένα όμως
(σπίτι αρ. 8), μπορούμε να το τοποθετήσουμε στην όψιμη Τουρκοκρατία66.
Οι εξωτερικές διαστάσεις των ορθογωνίων κατόψεων, στα σπίτια, έχουν
πλάτος από 5,29-6,91 μ. και μήκος από 9,18-15,76 μ. Το μέσο μικτό
εμβαδόν των ανωγείων είναι 68,88 τ.μ. Αν αφαιρέσουμε τα πάχη των τοίχων
που κυμαίνονται από 60-70 εκ. (28,51%), προκύπτει καθαρή ωφέλιμη
επιφάνεια 49,24 τ.μ. Οι αναλογίες πλευρών έχουν μια σχέση 1:1,43 που
φτάνει το 1:2,90 και μέση αναλογία 1:1,86 (πίν. 14).
Αν λάβουμε
υπόψη τα προηγούμενα πληθυσμιακά στοιχεία, συμπεραίνουμε ότι στα τέλη
του 19ου αι. θα διέμεναν σε κάθε σπίτι, κατά μέσον όρο, έξη περίπου
ψυχές. Δεδομένου ότι η χρήση στα κατώγια ήταν αυστηρά μόνο στάβλος για
ζώα και αποθήκη, βρίσκουμε ότι κατά το έτος 1896 θα αντιστοιχούσαν
μόλις 8,33 τ.μ. χρηστικής επιφάνειας για κάθε άτομο67.
Για
τις ανάγκες της εργασίας μας, επιλέξαμε στο υψηλότερο τμήμα του
οικισμού, επτά γειτονικές κατοικίες (αρ. 7, 8, 8α, 9, 10, 10α, 11), τις
οποίες οριοθετήσαμε εντός «περιοχής μελέτης» 9,0 περίπου στρεμμάτων.