Έλληνες - Ρωμαίοι


Το γεγονός ότι δεν πραγματοποιήθηκε η πολιτική ενοποίηση των αρχαίων ελληνικών εθνών αποδόθηκε είτε στο φυσικό κατακερματισμό της χώρας είτε στην ιδιοσυγκρασία των εθνών. Ωστόσο, η ιταλική χερσόνησος δεν είναι λιγότερο κατακερματισμένη από την ελληνική, ενώ η Σπάρτη και η Αθήνα, οι οποίες αγωνίστηκαν να κυριαρχήσουν στην Ελλάδα, απέδειξαν ότι αντιλαμβάνονταν την αναγκαιότητα της ενότητας. Οι υπόλοιπες πόλεις αντιστάθηκαν στην υλοποίηση αυτού του τολμηρού εγχειρήματος, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη μόνο στην Ελλάδα/Ολα τα έθνη ξεκινούν από μικρές αυτόνομες πολιτείες, οι οποίες δεν αποδέχονται εύκολα τους περιορισμούς που τίθενται από το νόμο της ενότητας. Για το λόγο αυτό, η ενότητα επιτυγχάνεται με κάποια καθυστέρηση. Σε μια πολιτεία πρώτα ενώνονται μεταξύ τους τα ανεξάρτητα μέρη που απαρτίζουν κάθε σημαντικό τμήμα της χώρας και μετά τα υπόλοιπα τμήματα. Συνήθως, μάλιστα, το πρώτο στάδιο πραγματοποιείται πιο εύκολα από το δεύτερο.
Ο Θουκυδίδης εξιστόρησε πώς οι διάφορες πόλεις της Αττικής ενώθηκαν σε μία: «Από τον καιρό του Κέκροπα και των πρώτων βασιλιάδων έως την εποχή του Θησέα, οι κάτοικοι της Αττικής ζούσαν διασκορπισμένοι σε χωριστές μικρές πόλεις, που καθεμιά είχε το δικό της πρυτανείο και τους δικούς της άρχοντες, κι αν δεν παρουσιαζόταν κάποιος κίνδυνος να τους φοβίσει, δεν συγκεντρώνονταν γύρω από το βασιλιά για να συσκεφθούν, αλλά οι κάτοικοι της κάθε πόλης, χωριστά την κυβερνούσαν και αποφάσιζαν για διάφορες υποθέσεις της. Μερικές μάλιστα από τις πόλεις αυτές έτυχε να κάνουν και πόλεμο εναντίον του βασιλιά, όπως λόγου χάρη οι Ελευσίνιοι με τον Εύμολπο εναντίον του Ερεχθέα. Όταν όμως βασιλιάς έγινε ο Θησέας, που στη φρονιμάδα απόκτησε και δύναμη, έκαμε πολλές μεταρρυθμίσεις στη χώρα, κατάργησε τις βουλές και τις αρχές των άλλων μικρών πόλεων και συγκέντρωσε τους κατοίκους τους στη σημερινή πόλη, εγκαθιστώντας μία βουλή και ένα πρυτανείο. Τους κα-τοίκους των διάφορων μικρών πόλεων τους άφησε να νέμονται τα κτήματά τους, όπως και πριν, τους υποχρέωσε όμως να έχουν μια κοινή πόλη, την Αθήνα, η οποία, επειδή όλοι πλήρωναν φόρο σε αυτή, έγινε μεγαλούπολη και τέτοια παραδόθηκε από τον Θησέα στους κατοπινούς». Κάτι αντίστοιχο, αν όχι το ίδιο ακριβώς, έκαναν και οι βασιλιάδες της Σπάρτης στη Λακωνική και στη Μεσσηνία, καθώς και οι βασιλιάδες της Ρώμης στο Λάτιο. Μέχρι αυτό το σημείο οι προσπάθειες των τριών πόλεων στέφθηκαν με επιτυχία, αν και όχι στον ίδιο βαθμό. Το αποτέλεσμα διαφοροποιήθηκε αργότερα.
Μήπως όμως οι δυσκολίες ήταν λιγότερες στην Ιταλία από ό,τι στην Ελλάδα; Όχι, βέβαια. Αν από αυτή την πλευρά του Ιονίου Πελάγους οι Αργείοι, οι Κορίνθιοι, οι Θηβαίοι, οι Ευβοείς, οι Σάμιοι, οι Χίοι, οι Λέ- σβιοι, για να μην κατονομάσουμε όλες τις ελληνικές πόλεις, δεν σταμάτησαν πότε να εξεγείρονται εναντίον της Σπάρτης και εναντίον της Αθήνας, από την άλλη πλευρά της Αδριατικής οι Ετρούσκοι, οι Σαβίνοι, οι Αίκουοι, οι Ουόλσκοι, οι Σαμνίτες και οι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας αντιστάθηκαν με ακόμα μεγαλύτερο πείσμα εναντίον της Ρώμης. Επιπλέον, οι δύο ελληνικές πόλεις επιδίωκαν την ένωση ομοφύλων και ομό- γλωσσων, ενώ ομογενείς της πόλης δίπλα στον Τίβερη ήταν μόνο οι Λατίνοι. Συνεπώς, όσον αφορά στα ιταλικά έθνη, η Ρώμη είχε αναλάβει διπλό αγώνα: να κυριαρχήσει σε αυτά και να τα εκλατινίσει.
Αλλού, λοιπόν, πρέπει να αναζητήσουμε τη λύση του συγκεκριμένου ζητήματος και όχι στο δόγμα ότι υπάρχουν λαοί και χώρες που από τη φύση τους δεν αποδέχονται την ενότητα. Η αλήθεια είναι ότι η αρχαία Ελλάδα επιδίωξε την εθνική ενότητα με τρόπους που την κατέστησαν ανέφικτη. Η Σπάρτη και η Αθήνα πίστευαν ότι οι 8.000 πολεμιστές της πρώτης και οι 30.000 πολεμιστές της δεύτερης θα επικρατούσαν στις άλλες πόλεις της Ελλάδας, που οι πολεμιστές τους ανέρχονταν σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες. Και είχαν επίσης την αξίωση να κυριαρχήσουν σε αυτές χωρίς να τους επιτρέψουν να έχουν κυριαρχικά δικαιώματα σε άλλες πόλεις, όπως απαιτεί η εθνική ενότητα. Γι' αυτόν το λόγο δεν κατάφεραν να επιτύχουν πλήρη και συμπαγή ενότητα. Δημιούργησαν μόνο άτονες συμμαχίες, οι οποίες, αργά ή γρήγορα, κατέληξαν σε τυραννίες, και τελικά διαλύθηκαν στα μέρη από τα οποία αποτελούνταν.
Πρώτη προσπάθεια για ηγεμονία έκανε η Σπάρτη στην Πελοπόννησο τον 6ο αιώνα π.Χ. Ωστόσο, στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής συναλλαγής δεν επιβλήθηκε στους συμμάχους ο στοιχειώδης όρος που διέπει κάθε πραγματική ηγεμονία, δηλαδή να ακολουθούν πρόθυμα σε πόλεμο την πόλη που ηγείται. Αυτό συνέβη διότι οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι τους δύο προηγούμενους αιώνες είχαν κινδυνέψει να τα χάσουν όλα στους μακροχρόνιους πολέμους κατά των Μεσσηνίων, δεν πίστευαν ότι θα κατάφερναν να επιβληθούν σε όλους τους Πελοποννησίους.Έπρεπε, συνεπώς, να αρκεστούν σε απλή συμμαχία, στην οποία, αν οι άλλοι σύμμαχοι διαφωνούσαν στο ζήτημα του πολέμου, η Σπάρτη το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αναλάβει μόνη της τον αγώνα. Εντούτοις, ούτε αυτό το τολμούσε πάντα. Ο βασιλιάς Κλεομένης, ο οποίος σχεδίαζε από καιρό να επεκτείνει την ηγεμονία της Σπάρτης πέρα από τον Ισθμό, συγκάλεσε το 505 π.Χ. τους συμμάχους και πρότεινε να επαναφέρουν στην Αθήνα τον τύραννο Ιππία. Όταν όμως διαφώνησε ο Κορίνθιος Σωσικλής, οι σύμμαχοι συμφώνησαν μαζί του και απαίτησαν από τους Σπαρτιάτες «να μην κά-νουν κάτι άλλο σε ελληνική πόλη». Ο Κλεομένης εγκατέλειψε το εγχείρημα. Κατά συνέπεια, η συμμαχία αυτή όχι μόνο δεν συντελούσε στην εξάπλωση της σπαρτιατικής ηγεμονίας, αλλά αντίθετα την εμπόδιζε.
Όταν αργότερα συγκλήθηκε στη Σπάρτη η κοινή σύνοδος στην οποία αποφασίστηκε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, οι ίδιοι οι σύμμαχοι προέτρεψαν πρώτοι την πόλη που είχε την αρχηγία να αναλάβει μαζί τους τον πόλεμο. Αυτό όμως όχι για να επεκταθούν οι Σπαρτιάτες στην υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά γιατί οι Αθηναίοι, έχοντας κάνει πολλές πόλεις υποχείριά τους, απειλούσαν και τους συμμάχους των Λακεδαιμονίων. Γνωρίζουμε ποια ήταν η έκβαση αυτού του πολέμου, κατά τον οποίο, για διάστημα που ξεπερνούσε το ένα τέταρτο του αιώνα, ανάλωσαν τις δυνάμεις τους μάταια άνδρες που θα τους ζήλευαν η Ρώμη και η Αγγλία. Στην Αθήνα, ο Περικλής, ο Νικίας, ο Δημοσθένης, ο Φορμίωνας. Στη Σπάρτη, ο Βρασίδας, ο Γύλιπ- πος, ο Καλλικρατίδας και ο Λύσανδρος.
Π πόλη της Αθήνας νικήθηκε τελικά. Π Σπάρτη, με τα απαραίτητα προνόμια που συνεπάγεται κάθε μακρόχρονη στρατηγΐα, με τις πολλές περιοχές που κατέλαβε στις διάφορες φάσεις του πολέμου, με τους θησαυρούς που απέκτησε και τους πόρους από το ταμείο του μεγάλου βασιλιά, βρέθηκε ξαφνικά να κυριαρχεί σε όλη την Ελλάδα. Τι έκανε για να παγιώσει αυτή την εξουσία; Οι σύμμαχοι, οι οποίοι γκρέμισαν πανηγυρικά τα τείχη της αντίπαλης πόλης, οραματιζό- μενοι ότι «εκείνη τη μέρα στην Ελλάδα κυριαρχούσε η ελευθερία», ξύπνησαν την επομένη αλυσοδεμένοι. Τα νησιά και τα παράλια συνέχισαν να είναι υπό την κατοχή αρμοστών και φρουρών Λακεδαιμονίων, και πλήρωναν μεγαλύτερο φόρο από ό,τι πριν στους Αθηναίους. Στην ηπειρωτική Ελλάδα δεν επιβλήθηκε φόρος. Στα Φάρσαλα όμως είχε την έδρα του αρμοστής που συγκρατούσε τους Θεσσαλούς, και στο Ηράκλειο, κοντά στο Μαλιακό Κόλπο, άλλος αρμοστής που χαλιναγωγούσε τα έθνη που ζούσαν μεταξύ Θεσσαλίας και Βοιωτίας. Οι αρχαίοι Πελοποννήσιοι σύμμαχοι, τη γνώμη των οποίων η Σπάρτη σεβόταν ιδιαίτερα κάποτε, υπάκουαν αμέσως σε αυτή. Επειδή οι Ηλείοι είχαν αντιπολιτευτεί πολλές φορές στη διάρκεια του πολέμου, ο βασιλιάς Άγις εισέβαλε στη χώρα τους με διάφορες προφάσεις, προκάλεσε φοβερές καταστρο-φές, γκρέμισε τα τείχη τους και τους πήρε τα πολεμικά πλοία. Τέτοιο φόβο ενέπνεε η κυρίαρχη πόλη σε ολόκληρη την Ελλάδα, ώστε οι δύστυχοι Μεσσήνιοι, που είχαν βρει προηγουμένως άσυλο στη Ναύπακτο και στην Κεφαλονιά, αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε μακρινές χώρες, στη Σικελία και στην Κυρήνη για να σωθούν.
Αυτό το οικοδόμημα όμως θεμελιώθηκε στην άμμο. Καμία ελληνική πόλη δεν μπορούσε να υποκύψει σε αυτή την απόλυτη κυριαρχία, αφού όλες για τόσο μεγάλο διάστημα είχαν αγωνιστεί να αποτινάξουν την κυριαρχία της Αθήνας. Π Σπάρτη, λοιπόν, για να διατηρήσει την κυριαρχία της, έπρεπε να είναι διαρκώς
πάνοπλη, ενώ οι μόνοι πιστοί υπερασπιστές της ήταν οι Σπαρτιάτες, καθώς ήταν και οι μόνοι που αποδέχονταν τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Οι Σπαρτιάτες, όμως, οι οποίοι ανέκαθεν ήταν ολιγάριθμοι, δεν σταμάτησαν να μειώνονται στο πέρασμα του χρόνου. Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. αριθμούσαν 8.000 άνδρες και στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. ήταν μόνο 1.000 άνδρες. Βέβαια, στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. ήταν περισσότεροι από 1.000, αλλά σίγουρα πολύ λιγότεροι από 8.000. Δεν τους επιτρεπόταν να αναπληρώσουν τις απώλειές τους αποδεχόμενοι νέους πολίτες στις τάξεις τους, γιατί, σύμφωνα με ρήτρα του πολιτεύματος τους, Σπαρτιάτες ήταν μόνο οι απόγονοι των πρώτων ιδρυτών της πόλης. Πώς ήταν δυνατόν, λοιπόν, αυτή η χούφτα πολεμιστών να κρατήσει μεγάλο χρονικό διάστημα υποταγμένη όλη την Ελλάδα;
Έτσι, δεν είναι απορίας άξιο που η Αθήνα ανέκτησε την αυτονομία της 18 μήνες από τη στιγμή που της είχε αφαιρεθεί και ότι έπειτα από οκτώ χρόνια όλες οι ελληνικές πόλεις ξεσηκώθηκαν, η μία μετά την άλλη, κατά της σπαρτιατικής ενότητας. Ο νέος αυτός αγώνας παρατάθηκε σχεδόν όσο και εκείνος που πριν από λίγο είχε τερματιστεί και πραγματικά μπορούσε εξίσου να ονομαστεί Πελοποννησιακός. Τουλάχιστον τα κρισιμότερα γεγονότα του διαδραματίστηκαν στην Πελοπόννησο, μέχρι τη στιγμή που ο Επαμεινώνδας, αφού κατασκεύασε στη Μεσσηνία το απόρθητο φρούριο της Ιθώμης και στην Αρκαδία την επίσης οχυρή Μεγαλόπολη, εγκλώβισε τη Σπάρτη στη Λακωνική και κατάφερε καίριο πλήγμα στην ιστορική της πορεία.

alexander_great_voukefalas
Αχώριστοι στην τέχνη όπως και στη ζωή, ο Αλέξανδρος και ο Βουκεφάλας.
ΤΖΕΪΜΣ Λ. ΣΤΑΝΦΙΛΝΤ/ΝΘ

Οι Ελληνες και οι Ρωμαίοι είχαν οτενή συγγένεια. Ωστόσο, δημιούργησαν δύο διαφορετικούς κόσμους, καθώς η πολιτική τους διαδρομή ήταν εντελώς διαφορετική.
Ο αγώνας των Αθηναίων για ηγεμονία πέρασε από ανάλογα στάδια και κατέληξε σε παρόμοια καταστροφή. Οι Αθηναίοι ανέλαβαν αυτό το έργο μετά τις μάχες στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές, όταν οι Πέρσες υποχώρησαν στα εδάφη τους, ενώ οι Σπαρτιάτες, που είχαν τη στρατηγΐα της Ελλάδας στον αμυντικό πόλεμο, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στον επιθετικό πόλεμο και περιορίστηκαν στην αρχαία πελοποννησιακή?
συμμαχία. Τότε σι Αθηναίοι συγκρότησαν στη Δήλο νέα συμμαχία.
Η νέα αυτή συμμαχία δεν χρειάστηκε, όπως η πελοποννησιακή, ολόκληρο αιώνα για να μεταβληθεί σε τυραννία. Σκοπός της ή, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, πρόσχημα ήταν η συνέχιση του πολέμου κατά των Περσών. Για την επιτυχία όμως αυτού του σκοπού ήταν απαραίτητο να συγκροτηθεί κατάλληλη δύναμη. Για τη συγκρότηση και τη διατήρηση αυτής της δύναμης χρειάζονταν χρήματα και άνδρες. Τα χρήματα και τους άνδρες, όπως ήταν δίκαιο, παρείχαν κάθε χρόνο όλες οι συμμαχικές πόλεις ανάλογα με τους πόρους και τον αριθμό των κατοίκων που διέθετε η καθεμία. Έτσι, η κοινή σύνοδος στη Δήλο, υπό την προεδρία αρχικά του Αριστείδη, καθόρισε με δίκαιο τρόπο τις απαιτούμενες εισφορές. Τη συγκέντρωση όμως των εισφορών ανέλαβαν οι Αθηναίοι, που είχαν την αρχηγία της συμμαχίας.Έτσι, είχαν πολλές αφορμές να επεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις των συμμαχικών πόλεων. Οι επεμβάσεις οδήγησαν σε καταχρήσεις. Οι καταχρήσεις προκάλεσαν εξεγέρσεις, οι εξεγέρσεις τιμωρίες, οι τιμωρίες τη στέρηση της αυτονομίας, και σε 40 χρόνια σχεδόν όλες οι πόλεις οι οποίες αρχικά ήταν ισότιμες με την Αθήνα και είχαν ίδιο αριθμό ψήφων υποβιβάστηκαν σε υπηκόους. Η συμμαχία στη Δήλο διαλύθηκε. Το κοινό ταμείο μεταφέρθηκε από εκεί στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν τους πόρους και τους άνδρες των πόλεων σαν να τους ανήκαν, και μάλιστα περιόρισαν σε τέτοιο βαθμό την αυτονομία των παλαιότερων συμμάχων τους, ώστε οι περισσότερες από τις υποθέσεις τους εκδικάζονταν στα δικαστήρια της Αθήνας.
Καθώς όμως γίνονταν αυτά, το υπόλοιπο μισό της Ελλάδας, από φόβο να μην έχει την ίδια τύχη, συντάχθηκε με τη Σπάρτη και άρχισε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. Σε αυτόν, όπως ήταν φυσικό, επρόκειτο να λάβουν μέρος, μόλις τους δινόταν η ευκαιρία, και όσοι ήταν υποταγμένοι στους Αθηναίους, με την ελπίδα να ανακτήσουν την αυτονομία τους. Τότε τέθηκε για πρώτη φορά το θέμα που αναφέρθηκε πριν από λίγο, όταν έγινε λόγος για τη μεταγενέστερη τυραννία της Σπάρτης: δηλαδή αν μια πόλη ήταν δυνατόν να υπερισχύσει των άλλων Ελλήνων με το να τους μεταχειρίζεται ως υπηκόους. Η Αθήνα άντεξε πιο πολύ από τη Σπάρτη, επειδή οι πολίτες της ήταν περισσότεροι από τους Σπαρτιάτες, και επειδή στη θάλασσα ήταν πολύ πιο ισχυρή από τις άλλες ελληνικές πόλεις. Κάτω όμως από αυτή την ευρωστία κρυβόταν μια
καταστροφική αρρώστια. Η δημαγωγία παρέσυρε την Αθήνα στην παράλογη εκστρατεία εναντίον των Συρακουσών, κατά την οποία η πόλη έχασε το ισχυρότερο μέρος της πεζικής και της ναυτικής της δύναμης. Από αυτό επωφελήθηκαν οι υπήκοοι και επαναστάτησαν, και η Αθήνα αναγκάστηκε να παραδοθεί στον Λύσανδρο.
Το πλήγμα όμως δεν ήταν εξαρχής καίριο. Η Αθήνα δεν υπέφερε ποτέ από τη λειψανδρία της Σπάρτης. Στην Αθήνα οι μέτοικοι εύκολα μετέβαιναν στην τάξη των ισοτελών και από την τάξη των ισοτελών σε εκείνη των πολιτών, με αποτέλεσμα οι 30.000 πολίτες που μειώθηκαν λόγω των συνεχών πολέμων να αναπληρώνονται με άλλους που προέρχονταν από διαφορετικές πόλεις. Η Αθήνα, λοιπόν, και έπειτα από εκείνη την πτώση κατάφερε να ανακτήσει την αυτονομία της, να ανοικοδομήσει τα δύο από τα τρία συνολικά μακρά τείχη και να ιδρύσει νέα ναυτική ηγεμονία. Οι 30.000 όμως Αθηναίοι του 4ου αιώνα π.Χ. δεν ήταν οι 30.000 Αθηναίοι του 5ου αιώνα π.Χ. Η οχλοκρατία που ήταν αχαλίνωτη, τα θεωρικά χρήματα και άλλες χορηγίες που παρέχονταν με διάφορες προφάσεις, οι οποίες, αν και οι πόροι του δημόσιου ταμείου είχαν μειωθεί πολύ, εξακολούθησαν να δίνονται σε άπορους και εύπορους, αλλοίωσαν με παράδοξο τρόπο τα πολιτικά και ατομικά ήθη. Οι Αθηναίοι του Θουκυδίδη, που τολμούσαν παρά τη δύναμή τους, που διακινδύνευαν ό,τι θεωρούσαν κατορθωτό, που παρέμεναν αισιόδοξοι στις μεγαλύτερες συμφορές, μεταβλήθηκαν στους Αθηναίους συμπολίτες του Δημοσθένη που ήταν νωθροί, αδιάφοροι για το κοινό συμφέρον και δεν νοιάζονταν για την εκπλήρωση των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων. Οι νέοι περνούσαν το χρόνο τους με αυλητρίδες και εταίρες και οι μεγαλύτεροι τον ξόδευαν παίζοντας ζάρια. Τα στρατεύματα της πόλης αποτελούνταν πλέον κυρίως από μισθοφόρους, οι οποίοι, αντί να διασώσουν τη νέα ηγεμονία, μάλλον επιτάχυναν την ανατροπή της με την καταπίεση που ασκούσαν. ' Επειτα από λίγο καιρό, με την ήττα στη Χαιρώνεια, τερματίστηκε οριστικά η ιστορική διαδρομή της Αθήνας, όπως πριν από 30 χρόνια είχε τερματιστεί και εκείνη της Σπάρτης.
Με τον τρόπο αυτό ματαιώθηκαν οι δύο προσπάθειες που έγιναν για την πολιτική ενοποίηση του αρχαίου ελληνικού έθνους. Πόσο πιο πρακτικοί απο-δείχθηκαν οι Ρωμαίοι στη διεκπεραίωση του έργου της πολιτικής ενότητας!



Σύνδεση Χρήστη





Δεν έχετε λογαριασμό ακόμα; Δημιουργία λογαριασμού

Online χρήστες

Έχουμε 31 επισκέπτες σε σύνδεση

Στατιστικά

Επισκέπτες: 5156697