Αγροτική έρευνα, αγροτική πολιτική, ενημέρωση και εκπαίδευση αγροτών, όλα ανύπαρκτα
Μια συζήτηση με τον κ. Φάνη Γέμτο, καθηγητή Γεωργικής Μηχανολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας . Η αγροτική έρευνα είναι ανύπαρκτη, ο σχεδιασμός της παραγωγικής πολιτικής «περιορίζεται» στη διαχείριση των κοινοτικών επιδοτήσεων – όσων έχουν απομείνει –, έχουν κατασπαταληθεί χρήματα χωρίς αντίκρισμα, δεν υπάρχει ενημέρωση και εκπαίδευση των αγροτών και γενικά δεν υπάρχει στρατηγικός σχεδιασμός για να βοηθήσει τους αγρότες να βγουν από τον λαβύρινθο που βρίσκοναι.
Στη συνέντευξή του ο κ. Φάνης Γέμτος, καθηγητής Γεωργικής Μηχανολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, δεν κρύβει τα λόγια του και δεν προσπαθεί να ωραιοποιήσει – έστω και στο ελάχιστο – την υπάρχουσα κατάσταση. Παράλληλα, δίνει και κάποιες ιδέες που θα μπορούσαν να «δουλευτούν» για να βρεθεί ο αγροτικός κόσμος μπροστά σε προοπτική επιβίωσης και ανάπτυξης. Οι Έλληνες αγρότες βρίσκονται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
Γνωστές και άγνωστες αιτίες; Πριν λίγες μέρες γίναμε όλοι μάρτυρες ενός ξεσπάσματος διαμαρτυρίας των αγροτών με κύριο αίτημα, τουλάχιστον των συνδικαλιστών, τη χορήγηση εισοδηματικών ενισχύσεων για κάλυψη ζημιών από χαμηλές τιμές προϊόντων. Είναι προφανές ότι οι αγρότες αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ. Αυτό έγινε εμφανές την προηγούμενη χρονιά καθώς οι αγρότες πλήρωσαν τις εισροές (πετρέλαιο, λιπάσματα, φυτοφάρμακα) με υψηλές τιμές πετρελαίου και όταν ήρθε η ώρα να πουλήσουν την παραγωγή τους η διεθνής οικονομική κρίση προκάλεσε κατάρρευση των τιμών. Έτσι μια καλλιεργητική περίοδος υψηλού κόστους συνδυάστηκε με χαμηλές τιμές και οδήγησε σε ζημίες που εμφάνισαν τα πολλά σοβαρά προβλήματα της γεωργίας μας.
Το χτένι έφτασε ατυχώς σε πολλούς κόμπους και οι λύσεις είναι δύσκολες και οδυνηρές. Με τις αναθεωρήσεις των διαφόρων ΚΟΑ, οι παραγωγοί προβληματίζονται εάν θα πρέπει να συνεχίσουν την καλλιέργειά τους ή να αλλάξουν κατεύθυνση. Η ενημέρωσή τους είναι ελλιπής και η αγροτική έρευνα σε τι σημείο βρίσκεται; Από το 1981 που η χώρα μας έγινε μέλος της τότε ΕΟΚ και αργότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η γεωργική πολιτική έχει αφεθεί στα όργανα της Ένωσης. Από την αρχική ευφορία της εξίσωσης των ελληνικών τιμών με τις Ευρωπαϊκές της δεκαετίας του 1980, τις υψηλές τιμές ορισμένων προϊόντων λόγω επιδοτήσεων στη δεκαετία του 1990 φτάσαμε στην αλλαγή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στις αρχές του 2000.
Σε όλο αυτό το διάστημα απουσιάζει η ελληνική γεωργική πολιτική. Η γεωργική έρευνα απαξιώθηκε (από το 1979 που εργάζομαι στο γεωργικό τομέα δεν θυμάμαι κανένα πρόγραμμα του Υπουργείου Γεωργίας Γεωργία - Κτηνοτροφία, τεύχος 2/2009 17 για χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων εκτός από ένα «Δήμητρα» μέσω του ΕΘΙΑΓΕ) , το Υπουργείο Γεωργίας αποχωρίστηκε από τους γεωτεχνικούς υπαλλήλους του (μεταφέρθηκαν στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και στο Υπουργείο εσωτερικών), οι αγρότες αφέθηκαν χωρίς ενημέρωση και εκπαίδευση (τα πολλά εκατομμύρια € του Κοινωνικού Ταμείου κατασπαταλήθηκαν ως επιδόματα ανεργίας ή μικρο-ρουσφέτια του πολιτικού συστήματος), οι οργανώσεις των αγροτών κομματικοποιήθηκαν και δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν στην καλύτερη οργάνωσή τους (προμήθεια εφοδίων με χαμηλές τιμές, κοινή εμπορία, βελτίωση τυποποίησης, δημιουργία εμπορικών σημάτων). Στο ίδιο διάστημα έγινε η εκμηχάνιση πολλών καλλιεργειών.
Στρατηγικός σχεδιασμός δεν υπάρχει από κεντρικό επίπεδο παρά μόνο διαχείριση των διαφόρων κοινοτικών κονδυλίων ενώ ο αγροτικός κλήρος εξακολουθεί να είναι πολυτεμαχισμένος. Και τα προβλήματα από αυτή την κατάσταση; Η πολιτική επιδοτήσεων επιτοκίου της δεκαετίας του 1980 οδήγησε με μεγάλες επενδύσεις σε γεωργικό εξοπλισμό αλλά και σε διατήρηση των δομών των εκμεταλλεύσεων (μικρό μέγεθος, πολυτεμαχισμός, υπερβολικό μέγεθος ελκυστήρων) που επιβαρύνουν σημαντικά το κόστος παραγωγής. Η εκμηχάνιση όλων των μεγάλων καλλιεργειών είναι σήμερα πλήρης ενώ καθυστέρησε σημαντικά η εκμηχάνιση των οπωροκηπευτικών. Έτσι φτάσαμε στην αναμόρφωση της ΚΑΠ. Αν προσπαθήσουμε να περιγράψουμε σχηματικά την κατάσταση του αγροτικού τομέα θα δούμε μικρές πολυτεμαχισμένες γεωργικές εκμεταλλεύσεις (έχουν αρχίσει τα τελευταία έτη να δημιουργούνται μεγάλες βιώσιμες μονάδες αλλά η μεγάλη πλειοψηφία είναι μικρές), με απαρχαιωμένο εξοπλισμό (μέση ηλικία ελκυστήρων μεγαλύτερη των 15 ετών), συνεταιρισμοί υπολειτουργούντες ή χρεοκοπημένοι (ελάχιστες οι εξαιρέσεις), προσανατολισμένη και καθοδηγούμενη από το Υπουργείο Γεωργίας γεωργική έρευνα ουσιαστικά ανύπαρκτη, γεωργικές εφαρμογές από υπολειτουργούσες μέχρι ανύπαρκτες (οι γεωτεχνικοί έχουν κύριο καθήκον την διανομή των επιδοτήσεων της ΕΕ), ελάχιστη εισαγωγή καινοτόμων καλλιεργητικών τεχνικών (εισαγωγή νέων καλλιεργειών, παραγωγή και βελτίωση ποικιλιών, σποροπαραγωγή, εκμηχάνιση της καλλιέργειας των οπωροκηπευτικών, εισαγωγή νέων τεχνολογιών, κοινή οργάνωση εμπορίας προμηθειών και προϊόντων).
Και το
πρόβλημα είναι εάν θα αλλάξουν παραγωγική κατεύθυνση; Η κατεύθυνση της
κοινής γεωργικής πολιτικής ήταν γνωστή από το τέλος της δεκαετίας του
1990 αλλά κανείς δεν τόλμησε να πει την αλήθεια στους αγρότες. Αντίθετα
στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες η αντιμετώπιση ήταν τελείως διαφορετική.
Τόσο σε επίπεδο διαπραγμάτευσης κατά τη διαμόρφωση της νέας ΚΑΠ όσο και
μετά την υιοθέτηση, έρευνα, γεωργικές εφαρμογές και όλοι οι μηχανισμοί
βοήθησαν και καθοδήγησαν τους αγρότες να ακολουθήσουν πρακτικές που θα
βελτίωναν τη θέση τους. Αντίθετα στην Ελλάδα, οι αγρότες ουσιαστικά
αφέθηκαν να συνεχίζουν μια στρατηγική που δεν ταίριαζε με τη νέα ΚΑΠ.
Πριν από 5-6 χρόνια ένας Θεσσαλός αγρότης με 100 στρέμματα βαμβάκι
μπορούσε να ζήσει την οικογένειά του.