ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΙ
69. Μεσήνη, Κορωνία, Ασίνη, Μοθόνη και Κυπαρισία. Η επαρχία Ελλάδος ήγουν Αχαΐας αριθμούσε 79 πόλεις από τις οποίες οι 26 ήταν εντός Πελοποννήσου· βλ. Ε. Honigmann, Le Synecdemos d'Hierokles et 1 Opuscule geographique de Georges de Chypre, Βρυξέλλες 1939, σ. 18· G. Konidaris, Die neue in parallelen Tabellenausgabe der Not. Episcopatuum, und die Echtheit der Not. d. Cod. Paris. 1555A, Χαριστήριον εις Αναστάσιον Κ. Όρλάνδον, τ. 4 (1967-68), σ. 261· Bon, Peloponnese (όπ. σημ. 61), σ. 23- Avramea, Peloponnese (όπ. σημ. 61), σ. 110.
70. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Οί Βαλκανικοί Ααοί κατά τους Μέσους χρόνους, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 85-86· η ίδια, Σλαβικές εγκαταστάσεις στη Μεσαιωνική Ελλάδα. Γενική 'Επισκόπηση, Αθήνα 1993 (ανατ. 1995), σσ. 35-37.
71. Σ. Λάμπρος, Το περί κτίσεως Μονεμβασίας χρονικόν, 'Ιστορικό Μελετήματα, Αθήνα 1884 (ανατ. 1979), σσ. 97 κ.εξ.· P. Lemerle, La Chronique improprement dite de Monemvasie: le contexte historique et legendaire, Revue des Etudes Byzantines, x. 21 (1963), σσ. 8-11· Σ. Κυριακίδης, Βυζαντινά! Μελέται VI: Οί Σλάβοι εν Πελοποννήσω, Θεσσαλονίκη 1947, σσ. 33 κ.εξ. Πρβλ. και το σχόλιο του Καισαρείας Αρέθα: Σ. Κουγέας, 'Επί τοϋ καλουμένου χρονικού «Περί της κτίσεως τής Μονεμβασίας», Νέος Έλληνομνήμων[= ΝΕ], τ. 9 (1912), σσ. 473-480.
77. Σε σύνολο 429 πελοποννησιακών τοπωνυμιών της καταγραφής Vasmer, 42 εντοπίζονται στην μείζονα Τριφυλία (= επαρχίες Τριφυλίας και Ολυμπίας) και 41 στην υπόλοιπη Μεσσηνία. Μεταξύ τους είναι και τα εξής χωριά: Αγορέλιτσα, Ασούτενα, Βεριστιά, Βιδίσοβα, Λεσοβίτι, Μάλα (πρόκειται για το Μάλη που προέρχεται όμως από το αλβανικό Mali = 'βουνό'), Μπλεμενιάνου, Πάνιτσα, Ποδογορά, Σελά, Ζαγάρενα, Ζαπάντι, Ζερμπίστα, Μάκρενα, Πολένα, Πουλίτσι, Ράδου και Χρύσοβα, βλ. Μ. Vasmer, Die Slaven in Griechenland, Βερολίνο 1941, σσ. 145-149, 160-164· Μ. Κορδώσης, Ή σλαβική εποίκηση στην Πελοπόννησο με βάση τά σλαβικά τοπωνύμια, Δωδώνη, τ. 10(1981), σσ. 391,420, πίν. 1-4.
77α. Πρβλ. το ενδιαφέρον τοπωνύμιο στο χωριό Καναλουπού (1955 Πλάτη) σε κείμενο του 1699: Εις τους Μελιγκάδες έκλησία της Παναγίας ομοίως, Κ. Ντόκος, Ή εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά τήν περίοδον της Β' Ενετοκρατίας, Byzantinisch-Neugriechische Jahrbiicher[= BNJ], τ. 21 (1976), σ. 164.
72. Και συνεχίζει: /όπηνίκα Κωνσταντίνος, ό τής κοπριάς επώνυμος, τά σκήπτρα τής των/ 'Ρωμαίων διεΐπεν αρχής, δηλαδή κατά το λοιμό του 746 επί Κωνσταντίνου του Ε', βλ. Κ. Πορφυρογέννητος, Περί Θεμάτων = Α. Pertusi (επιμ.), Costantino Porfirogenito - De Thematibus, Introduzio-ne-Testo critico-Commento, Βατικανό 1952 (ανατ. 1976), σ. 91 στχ. 33-36.
73. Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι στη μεσαιωνική Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 21991, σσ. 23-40. Ο συγγραφέας (σ. 35) παραθέτει μαζί με άλλα (Τοπόριστα, Ζυγοβίστι) και το τριφυλιακό τοπωνύμιο Αγορέλιτσα (1930 Αμπελόφυτον), σλαβικά Gorelica, από το ρήμα goreti = 'καίω', ως παράδειγμα που απηχεί τον εκτατικό τρόπο καλλιέργειας, μέσω της εκχέρσωσης δια πυράς, που εφάρμοζαν οι πρώιμοι Σλάβοι κατά την άφιξη τους. Βεβαίως οι ξενόφερτοι, μαζί με την καλλιέργεια της γης, πρέπει να συνδύαζαν και ποιμενικές δραστηριότητες.
74. Νυσταζοπούλου, Βαλκανικοί Λαοί (όπ. σημ. 70), σσ. 34-38· η ίδια, Σλαβικές εγκαταστάσεις (όπ. σημ. 70), σσ. 19-23· Γ. Μέγας, Ή 'Ελληνική Οικία. 'Ιστορική αυτής έξέλιξις και σχέσις προς την οίκοδομίαν τών λαών τής Βαλκανικής, Αθήνα 1949, σσ. 76-78· Σ. Βρυώνης, Ή καθ' ημάς Ανατολή: Η πνευματική παράδοση του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στον Σλαβικό και τον Ισλαμικό κόσμο, μτφρ. Λ. Γυιόκα, Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 66-70.
75. Με τελευταία μνεία στον Λαόνικο Χαλκοκονδύλη (1430-1490), βλ. Ν. Nicoloudis, Laonikos Chalkokondyles. A Translation and Commentary of the «Demonstrations of Histories» (Books I-III), Αθήνα 1996, σσ. 126 και 127 σημ. 90. Για τους Σλάβους του Ταϋγέτου, βλ. κυρίως Κ. Πορφυρογέννητος, Προς τον Ιδιον υίόν 'Ρωμανόν= G. Moravcsik και R. Jenkins (επιμ.), Constantine Porphyro-genitus - De Administrando Imperio (στη σειρά Corpus Fontium Historiae Byzantinae = CFHB αρ. 1A), Ουάσιγκτον 21967 (ανατ. 1993), κεφ. 50, σσ. 232-236 στχ. 1-82· Δ. Ζακυθηνός, Οί Σλάβοι εν 'Ελλάδι. Συμβολαί εις την Ίστορίαν του Μεσαιωνικού 'Ελληνισμού, Αθήνα 1945, σσ. 51-66· Σ. Κουγέας, Περί τών Μελιγκών τοϋ Ταϋγέτου εξ αφορμής ανεκδότου βυζαντινής επιγραφής εκ Λακωνίας, Πραγματεΐαι τής Ακαδημίας Αθηνών, τ. 15, αρ. 3 (1950), σσ. 1-34· Π. Ζερλέντης, Μηλιγγοί και Έζερΐται Σλάβοι έν Πελοποννήσφ, Ερμούπολη 1922 (ανατ. Αθήνα 1988), σσ. 9-12, 16-18.
76. Μόνο τα τεφροδόχα αγγεία που βρέθηκαν στην αρχαία Ολυμπάα αποδίδονται αναμφισβήτητα σε Σλάβους, βλ. Ν. Γιαλούρης, 'Αρχαιότητες Ήλείας-Άχάϊας, ΑΔ, τ. 16, Κείμενον (1962), σ. 126· ο ίδιος, 'Αρχαιότητες Άχαΐας-Ήλείας, ΑΔ, τ. 17, Χρονικά (1963), σσ. 106-107, πίν. 117. Γενικότερα, βλ. Η. Αναγνωστάκης, Η χειροποίητη κεραμική ανάμεσα στην Ιστορία και την Αρχαιολογία, Βυζαντιακά, τ. 17 (1997), σσ. 285-330· Η. Αναγνωστάκης και Ν. Πούλου, Η Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη (5ος-7ος αιώνας) και προβλήματα της χειροποίητης κεραμικής στην Πελοπόννησο, Σύμμεικτα [= Σύμμ], τ. 11 (1997), σσ. 229-322· Α. Λαμπροπούλου, Η. Αναγνωστάκης, Β. Κόντη και Α. Πανοπούλου, Συμβολή στην Ερμηνεία τών 'Αρχαιολογικών τεκμηρίων τής Πελοποννήσου κατά τους «σκοτεινούς αιώνες», στο ΙΒΕ/ΕΙΕ, Οι Σκοτεινοί Αιώνες του Βυζαντίου (7ος-9ος αι.), Αθήνα 2001, σσ. 189-229· Δ. Πάλλας, Τά αρχαιολογικά τεκμήρια τής καθόδου τών βαρβάρων εις τήν Ελλάδα, στο βιβλίο του: Συναγωγή Μελετών Βυζαντινής Αρχαιολογίας (Τέχνη-Λατρεία-Κοινω-
78. Δ. Βαγιακάκος, Ή Αρδούβιστα-Άνδρούβιστα-Χώρα της Έξω Μάνης, Πρακτικά τον Ε' ΔΣΠΣ (= Πελ. Παρ. 22), τ. 4 (1996-97), σ. 102.
79. Notitia 3, στην τελευταία έκδοση του «τακτικού» από τον J. Darrouzes, Notitiae Episcopatuum Ecciesiae Constantinopolitanae. Texte critique, Introduction et Notes, Παρίσι 1981, σσ. 229-245. Πρβλ. σχετικά Έ. Κουντούρα-Γαλάκη, Συμβολή στην μελέτη της βυζαντινής εκκλησιαστικής ιεραρχίας κατά τήν περίοδο της πρώτης εικονομαχίας (Πρόδρομη ανακοίνωση), Βυζαντιακά, τ. 14 (1994), σσ. 65-80- η ίδια, Ή «Εικονοκλαστική» Notitia 3 και τό λατινικό πρότυπο της, Σύμμ, τ. 10 (1996), σσ. 45-73, για την Πελοπόννησο ειδικότερα, σσ. 69-70· Ά. Βασιλικοπούλου, Ή εκκλησιαστική οργάνωση τής Πελοποννήσου στή Βυζαντινή εποχή, Πρακτικά τοϋ Γ' ΔΣΠΣ (= Πελ. Παρ. 13), τ. 2 (1987-88), σσ. 196-198· Konidaris, Not. Episcopatuum (όπ. σημ. 69), σσ. 247-264.
80. Ν. Βέης, Συμβολές στην εκκλησιαστική Γεωγραφία Ελλάδος κατά τον Μεσαίωνα και τά νε
ώτερα χρόνια, μτφρ. R. Quack-Μανουσάκη, Πελ, τ. 25 (2000), σ. 293.
81 .κζ' όΣυλλέου, κη ' ό Κυπαρισίας, λα ' ό Μοθόνης, λγ' ό Άσίνας, λδ ' ό Κύδνας(~ Κορώνης) και λε' ό Μοσσίνας (= Μεσσήνης), βλ. Darrouzes, Notitiae Episcopatuum (όπ. σημ. 79), σσ. 244-245 αρ. 758-759, 762, 764-766.
82. Ί. Σταμπολτζής, Παρατηρήσεις επί τριών χριστιανικών ναών τής Μεσσηνίας, Πρακτικά τοϋ Α' ΔΣΠΣ{= Πελ. Παρ. 6), τ. 2 (1976-78), σσ. 268-270, πίν. 93-96.
83. Όπως αναχρονολογεί δηλαδή και το σπαρτιάτικο μνημείο ο Π. Βοκοτόπουλος, Παρατηρήσεις στην λεγομένη βασιλική τοϋ 'Αγίου Νίκωνος, Πρακτικά τοϋ Α ' ΔΣΠΣ (= Πελ. Παρ. 6), τ. 2 (1976-78), σσ. 273-282, πίν. 99-101, το συμπέρασμα στην σ. 280· ο ίδιος, Ή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις τήν δντικήν Στερεάν 'Ελλάδα και τήν "Ηπειρον από τοϋ τέλους τοϋ 7ου μέχρι τοϋ τέλους τοϋ 10ου αιώνος, Θεσσαλονίκη 1975, σσ. 204-205 σημ. 2. Πρβλ. Δ. Πάλλας, Ή Παναγία τής Σκριποϋς ώς μετάπλαση τής παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής σέ μεσαιωνική βυζαντινή, Συναγωγή (όπ. σημ. 76), τ. 2, σ. 587.
84. Εκλαμβάνοντας σωστή την ύπαρξη λατινικού αρχετύπου κατά τη σύνταξη του τακτικού, βλ. Γαλάκη, Notitia 3 (όπ. σημ. 79), διαπιστώνουμε πως η γραφή Συλλέου στο χειρόγραφο πιο εύκολα προέρχεται από τον τύπο Cyllene (όπως αναγράφεται στην Tabula Peutingeriana) παρά από κάποια λατινική παραλλαγή του ονόματος της Πύλου (Pylos, Pilos, Pylios, Pylus). Στη χωρογραφι-κή ακολουθία εξ άλλου, με κατεύθυνση βόρεια-νότια που σε γενικές γραμμές ακολουθεί ο κατάλογος, πρώτα γράφεται Συλλέου (= Κυλλήνης) και μετά Κυπαρισίας.