Η καταγωγή του ελληνικού έθνους σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα

Όλοι όμως συμφωνούν ότι ως προς τη γλώσσα και τα έθιμα προσέγγιζαν τους Θεσσαλούς. Αλλά και στην Ήπειρο υπήρχε πολύ μεγάλη σύγχυση ανάμεσα στις φυλές, με αποτέλεσμα από τους αρχαίους άλλοι να τις αποκαλούν ελληνικές και άλλοι ιλλυρικές. Από όλα αυτά, νομίζουμε, βγαίνει το συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με όλα όσα αναφέραμε, από παλιά υπήρχε κάποια στενή σχέση ανάμεσα στην ελληνική, τη θρακική και την ιλλυρική φυλή, και ότι έπειτα από χρόνια οι νοτιότερες ελληνικές φυλές ξεχώρισαν απόλυτα από τις διάφορες άλλες, επειδή ανέπτυξαν σπουδαίο πολιτισμό. Επίσης [νομίζουμε] ότι οι βορειότερες ελληνικές φυλές, όπως οι Θεσσαλοί και οι Ηπειρώτες, εξακολούθησαν να έχουν στενές επαφές και σχέσεις με τις νοτιότερες θρακικές και ιλλυρικές φυλές για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, γιατί αυτές οι ελληνικές φυλές προόδευσαν λιγότερο στον τομέα του πολιτισμού και, δεύτερον, γιατί οι νοτιότερες θρακικές και ιλλυρικές φυλές, ιδιαίτερα οι τελευταίες, αν και ήταν μακριά, παρακολούθησαν αυτή την πολιτιστική πρόοδο. Συγγενείς, επίσης, ως προς τη γλώσσα υπήρξαν οι ελληνικές φυλές με τις φυλές που κατοικούσαν στην κεντρική και στη νότια Ιταλία. ' Ηταν μάλιστα τόσο συγγενείς, ώστε αποτέλεσαν μαζί με αυτές ξεχωριστή υποδιαίρεση του ινδοευρωπαϊκού κλάδου, το λεγόμενο ελληνολατινικό ή πελασγικό κλάδο.
Στους παλαιότερους ιστορικούς χρόνους συναντάμε το ελληνικό έθνος να φέρει την κοινή επωνυμία ' Ελληνες και να διαιρείται σε τέσσερις φυλές, τους Δωριείς, τους ' Ιωνες, τους Αιολείς και τους Αχαιούς.

' Ετσι, όλοι οι κάτοικοι της Ελλάδας ονομάζονταν ' Ελληνες, αλλά ανάλογα με τον τόπο στον οποίο κατοικούσαν αυτοί οι Έλληνες θεωρούνταν ότι ανήκαν σε εκείνη ή την άλλη φυλή από τις τέσσερις που προαναφέραμε. Οι Αθηναίοι, για παράδειγμα, και οι περισσότεροι από τους νησιώτες καλούνταν Ίωνες• οι Σπαρτιάτες, οι Μεσσήνιοι, οι Αργείοι καλούνταν Δωριείς- οι Βοιωτοί, οι Θεσσαλοί ονομάζονταν Αιολείς και ούτω καθεξής. Στους ηρωικούς χρόνους, τους μυθικούς -οι οποίοι ήταν πριν από τους ιστορικούς και για τους οποίους ο Όμηρος δίνει σε εμάς μια ζωντανή εικόνα-, οι διάφοροι κάτοικοι των ελληνικών χωρών δεν φέρουν ακόμη την κοινή ονομασία Έλληνες, ούτε κατατάσσονται στις τέσσερις φυλές που αναφέραμε πριν. Αναφέρει επίσης τις διάφορες ελληνικές φυλές, η καθεμία με το δικό της απόλυτα ξεχωριστό όνομα: τους Αινιάνες, τους Περραιβούς, τους Μάγνητες, τους Αιτωλούς, τους Βοιωτούς, τους Φωκείς, τους Λοκρούς, τους Άβαντες, τους Αθηναίους κ.λπ. Ανάμεσα σε αυτούς που μνημονεύει οΌμηρος, αναφέρει και τους Έλληνες, όχι ως κοινό όνομα ενός ολόκληρου έθνους, αλλά ως ένα από τα πολλά έθνη που συγκροτούσαν την ελληνική φυλή, το οποίο κατοικούσε σε μια περιοχή περιορισμένης έκτασης στη νότια Θεσσαλία και μάλιστα πήρε μέρος στην εκστρατεία εναντίον του Ιλίου, με επικεφαλής τον Αχιλλέα, μαζί με τους Μυρμιδόνες και τους Αχαιούς της Φθιώτιδας.

Όταν ο Όμηρος χρησιμοποιεί κάποια κοινή ονομασία για τις ομάδες που συναπαρτίζουν την ελληνική φυλή, τότε αυτή είναι, όπως είδαμε, συνήθως ή Αργείοι ή Δαναοί ή Αχαιοί. Είναι ωστόσο φανερό και από όλους αποδεκτό ότι αυτό το έθνος είναι εκείνο που βρίσκουμε να κατοικεί εδώ από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους.
Αλλά οι περισσότεροι από τους ιστορικούς, παλαιότεροι ή νεότεροι, που ασχολήθηκαν με την Ελλάδα προσπάθησαν να ανατρέξουν σε εποχές ακόμη πιο παλαιές από αυτές που περιγράφονται από τον Όμηρο και ισχυρίζονται ότι, πριν από τις φυλές που εξύμνησε ο Όμηρος, είχαν κατοικήσει στην Ελλάδα και άλλοι λαοί, όπως οι Πελασγοί, οι Λέλεγες, οι Κουρήτες, οι Καύκωνες, οι Άονες, οι Τέμμικες, οι'Υαντες, οι Τελχίνες, οι Τηλεβόαι, οι' Εφυροι, οι Φλεγύαι κ.ά. Από όλους αυτούς, ισχυρίστηκαν οι ιστορικοί, οι πιο σπουδαίοι ήταν οι Πελασγοί, από τους οποίους όλη αυτή η πολύ παλαιά εποχή ονομάστηκε Πελασγική. Είπαν ακόμη ότι οι λαοί αυτοί ήταν συγγενείς με το ελληνικό έθνος που κυριάρχησε αργότερα, δεν διέθεταν όμως τον ηρωικό και πολεμικό του χαρακτήρα, αλλά ζούσαν ειρηνικά και ασχολούνταν με τη γεωργία και διατηρούσαν ορισμένα στοιχεία από τους θεσμούς της δουλείας και τις συνήθειες των λαών της Ανατολής.
Ο Γεώργιος Γρότε δεν νομίζει ότι αυτά τα συμπεράσματα στηρίζονται σε ακλόνητη ιστορική βάση. Ο αρχαιότερος μάρτυρας της ελληνικής ιστορίας είναι ο Όμηρος και ο Όμηρος παρουσιάζει την Ελλάδα να κατοικείται από ένα έθνος το οποίο βρίσκουμε να κατοικεί εδώ και στα πρώτα ιστορικά χρόνια. Τα σχετικά με τις φυλές που κατοικούσαν, δήθεν, στην Ελλάδα πριν από την άφιξη των Ελλήνων, τα αναφέρουν μόνο μεταγενέστεροι ιστορικοί, οι οποίοι συνέραψαν ποικίλες και αντιφατικές διηγήσεις και δημιούργησαν κάποια υποθετική ιστορία για το παρελθόν σε μια εποχή κατά την οποία κυριαρχούσαν αδιαμόρφωτες απόψεις σχετικά με την επιστήμη της ιστορίας. Το ότι τα ονό-ματα που προαναφέραμε, δηλαδή των Πελασγών, των Λελέγων κ.λπ. ήταν ονόματα φυλών που πραγματικά υπήρξαν μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά μόνο σε αυτό περιορίζεται η γνώση μας για αυτά, γιατί δεν έχουμε καμία αξιόπιστη μαρτυρία για την εποχή που άκμασαν, για τη χώρα που κατείχαν, για τη δράση τους και το χαρακτήρα τους, ούτε γνωρίζουμε μέχρι ποιου σημείου ταυτίζονταν με τους ' Ελληνες ή αν ήταν εντελώς διαφορετικοί από αυτούς.

Από όλα αυτά εξάγουμε το συμπέρασμα ότι, εάν δεν έχουμε το δικαίωμα να θεωρήσουμε τους ' Ελληνες πρώτους κατοίκους της Ελλάδας, έχουμε το δικαίωμα να τους θεωρήσουμε πρώτους γνωστούς σε μας κατοίκους της χώρας, σύμφωνα με τα πορίσματα της επιστήμης. Αυτός που επι-λέγει να ονομάσει Πελασγική την προηγούμενη από την ελληνική περίοδο, είναι ελεύθερος να το κάνει, αλλά το όνομα αυτό από μόνο του δεν οδηγεί σε κάτι το βέβαιο. Πάνω από όλα δεν βοηθά στη διευκρίνιση του μόνου σπουδαίου για εμάς ζητήματος, πώς δηλαδή και από πού οι ' Ελληνες πήραν τα πρώτα στοιχεία του πολιτισμού τους. Όποιος έκανε τον κόπο, συνεχίζει ο Γρότε, να ελέγξει τις ποικίλες και πολλές φορές αντιφατικές θεωρίες για τους Πελασγούς, όσα τουλάχιστον πίστεψαν αυτοί που αποδέχονται κατά γράμμα τις αναφορές των αρχαίων συγγραφέων, όπως οι Γάλλοι Κλαυϊέρος, Λαρχέρος και Ραούλ Ροχέττιος, ή αυτοί που με βάση κάποιες υποθέσεις ερμηνεύουν αυτά, όπως ο Νείβουρος ή ο Κ.Ο. Μυλλέρος ή ο Θίρλουαλλ, οπωσδήποτε δεν θα θελήσουν να μας κατακρίνουν, γιατί δεν προσπαθήσαμε να λύσουμε το άλυτο αυτό πρόβλημα. Σήμερα, δεν έχουμε κάποια τεκμηριωμένη μαρτυρία πάνω στην οποία να στηρί-ξουμε μια επιστημονικά επαρκή θεωρία για τους Προέλληνες Πελασγούς, αλλά ούτε και στην εποχή του Ηροδότου και του Θουκυδίδη υπήρχε/Οταν, μάλιστα, δεν έχουμε κανένα μάρτυρα, μπορούμε εύκολα να επαναλάβουμε ό,τι ακριβώς είπε ο Ηρόδοτος σε εκείνον που θέλησε να εξηγήσει τις πλημμύρες του ποταμού Νείλου, με βάση την υποτιθέμενη ένωση του ποταμού με τον ωκεανό που περιέβαλε τη Γη. Είπε, λοιπόν, ο Ηρόδοτος σε αυτό τον ερμηνευτή -που για να εξηγήσει κάτι ανατρέχει μέχρι τον άγνωστο κόσμο- ότι «ουκ έχει έλεγχον», δηλαδή, λέει πράγματα που είναι αδύνατον να εξακριβωθούν εάν είναι πραγματικά ή πλαστά.

Οι πρώτοι ιστορικοί χρόνοι βρίσκουν το ελληνικό έθνος να κατέχει το νότιο άκρο της μεγάλης χερσονήσου.

Από όσα γνωρίζουμε, στους ιστορικούς χρόνους δεν υπήρχε καμιά πελασγική πόλη ή κώμη μέσα στα όρια της κυρίως Ελλάδας. Στην εποχή του Ηροδότου υπήρχαν, έξω από τα όρια της κυρίως Ελλάδας, σε δύο διαφορετικούς τόπους, κάποιοι λαοί, που τους θεωρούσε πελασγικούς. Ο πρώτος κατοικούσε στις πόλεις Πλακία και Σκυλάκη, κοντά στην Κύζικο, στην Προποντίδα. Ο άλλος πληθυσμός κατοικούσε στην πόλη Κρηστώνα, κοντά στο Θερμαϊκό κόλπο. Επίσης αναφέρονται και άλλες πελασγικές πόλεις στην χερσόνησο του Αθω. Ο Ηρόδοτος βεβαιώνει ότι η γλώσσα που μιλούσαν αυτοί οι Πελασγοί ήταν διαφορετική από εκείνη που μιλούσαν οι πληθυσμοί που κατοικούσαν γύρω τους και οπωσδήποτε ήταν βαρβαρική, δηλαδή μη ελληνική. Ο ίδιος ιστορικός, επίσης, παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει να πει με βεβαιότητα ποια γλώσσα μιλούσαν οι αρχαίοι Πελασγοί. Αυτή η παραδοχή του Ηροδότου οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι καμία απόδειξη δεν είχε για αυτή τη φυλή.

Εκτός, όμως, από τους Πελασγούς που, όπως λέγεται, κατοικούσαν πριν από τους ' Ελληνες στις ελληνικές χώρες, οι παραδόσεις, όπως είδαμε προηγουμένως, αναφέρουν και κάποιους άλλους αποίκους που ήρθαν από την Ασία και την Αίγυπτο, και συγκεκριμένα τον Κάδμο, τον Δαναό και τον Κέκροπα. Αυτές τις αποικήσεις ορισμένοι ερμηνευτές τις δέχονται, ενώ άλλοι τις απορρίπτουν εντελώς. Ο Γεώργιος Γρότε ούτε τις αποδέχεται ούτε τις απορρίπτει, αλλά θεωρεί και ότι παραδόσεις οι σχετικές με αυτές τις εποικήσεις δεν επιδέχονται καμιά ιστορική επεξεργασία, όπως συμβαίνει με όλες αυτές τις παραδόσεις που αναφέρονται στους μυθικούς χρόνους. Κάποια ίχνη φοινικικών εγκαταστάσεων εντοπίζονται σε μερικά ελληνικά νησιά/Ισως Φοίνικες και Αιγύπτιοι άποικοι να εγκαταστάθηκαν κάποτε και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι ολωσδιόλου απίθανο. Εξίσου πιθανό είναι να πήραν οι Έλληνες από τους υπερπόντιους αυτούς επισκέπτες κάποια πολιτιστικά στοιχεία. Αλλά το πιο σπουδαίο στοιχείο σε αυτή την περίπτωση είναι αν -όπως μερικοί υπέθεσαν- οι'Ελληνες μπορούν να θεωρηθούν απόγονοι εκείνων των αποίκων ή τουλάχιστον αν παρέλαβαν από αυτούς όλες τις πτυχές του πολιτισμού τους. Ο Γεώργιος Γρότε απορρίπτει εντελώς αυτό το συμπέρασμα και σωστά κάνει, νομίζουμε. Αν, λέει, αντιπαραβάλλουμε το χαρακτήρα και τη φύση των Ελλήνων με το χαρακτήρα και τη φύση των Αιγυπτίων και των Φοινίκων, προκύπτει ξεκάθαρα ότι όχι μόνο δεν υπάρχει καμιά αναλογία μεταξύ τους, αλλά είναι ολοφάνερη και ουσιώδης η διαφορά. Είναι αδύνατον, τονίζει με έμφαση ο Γρότε, να παραδεχτούμε ότι η ελληνική γλώσσα, η πιο ευγενής από όλες τις ανθρώπινες γλώσσες, η οποία έχει σε όλα τα στοιχεία και επίπεδά της σπουδαία συμμετρία και αρμονία, ήταν αποκύημα του συνδυασμού δύο βάρβαρων γλωσσών, της φοινικικής και της αιγυπτιακής, με δύο ή περισσότερες ιθαγενείς γλώσσες, δηλαδή την πελασγική, τη λελεγική και κάποιες άλλες.



Σύνδεση Χρήστη





Δεν έχετε λογαριασμό ακόμα; Δημιουργία λογαριασμού

Online χρήστες

Έχουμε 237 επισκέπτες σε σύνδεση

Στατιστικά

Επισκέπτες: 5153213