Η Μάνη στη δεύτερη τουρκοκρατία 9ο μέρος (1715-1821)
Η προετοιμασία της Επανάστασης του 1770
Οι Ελληνες πίστευαν πάντοτε πως η σκλαβιά τους ήταν θέλημα του Θεού και πως κάποια ημέρα η βούληση του Πανάγαθου Θεού θα άλλαζε και θα αποφάσιζε την απελευθέρωσή τους.
Κάποτε οι αμαρτίες των προγόνων τους και αυτών των ίδιων θα συγχωρούνταν και θα γύριζε ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, για να διώξει τους άπιστους κατακτητές στην Κόκκινη Μηλιά και ο Πατριάρχης θα λειτουργούσε πάλι στην Αγιά Σοφιά.
Εβλεπαν τη Δύση με δυσπιστία, γιατί είχαν γνωρίσει των Βενετών την κατοχή και δεν μπορούσαν εύκολα να ξεχωρίσουν, αν ήταν προτιμότερη από των Τούρκων. Η Γαλλία ήταν ο στεθερός υποστηρικτής των Τούρκων και δεν επρόκειτο να ενδιαφερθεί για τους Ελληνες. Οι Ισπανοί είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους στις υπερατλαντικές κτήσεις τους. Ο Πάπας της Ρώμης δεν φαινόταν ισχυρός, ώστε να κινήσει σταυροφορία, για την απομάκρυνση των Τούρκων από την Ευρώπη, όπως γινόταν σε παλαιότερες εποχές.
Ελπίδα μοναδική είχε απομείνει, ότι η σωτηρία θα έρθει από το “Ξανθόν Γένος”, τους ομόδοξους Ρώσους, που ήταν και αυτοί εχθροί των Τούρκων. Οι Ρώσοι δεν άφησαν τους Ελληνες ήσυχους μέσα στη δυστυχία τους, γιατί από την παρακαταθήκη του Μεγάλου Πέτρου διδάχθηκαν ότι αυτοί ήταν οι διάδοχοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και έπρεπε να πάρουν την Κωνσταντινούπολη. Γι’ αυτό πότε με τις ψευδοπροφητείες, πότε με τους αποστόλους τους, ξεσήκωναν τους ραγιάδες, οι οποίοι έμεναν στο τέλος μόνοι με τις ανεκπλήρωτες ελπίδες τους, κάτω από την οργή του εξαγριωμένου τυράννου τους.
Ο περιηγητής Richard Chandler ήταν μετά το 1767 στην Μικρά Ασία και διαπίστωσε ότι οι Ελληνες με ταπεινή ευλάβεια άκουγαν παράξενες ιστορίες για νυχτερινές οπτασίες και θαύματα: “Τον πρώτο χρόνο της παραμονής μας στην Ανατολή κυκλοφόρησε η φήμη πως στην Πόλη φάνηκε λαμπρός σταυρός να μετεωρίζεται πάνω στο μεγάλο τζαμί που ήταν άλλοτε ο ναός της Αγίας Σοφίας. Ελεγαν πως αυτό το θαύμα είχε αναστατώσει τους Τούρκους, που μάταια προσπαθούσαν να εξαφανίσουν την οπτασία. Σύμφωνα με την ερμηνεία που έδιναν σ’ αυτό το σημείο, οι χριστιανοί θα αναστήλωναν την ελληνική αυτοκρατορία κατανικώντας τους Οθωμανούς.
Και όλοι, βλέποντας το μίσος ανάμεσα στους Ρώσους και τους Τούρκους και τις επιτυχίες των γεωργιανών στρατευμάτων εναντίον των οθωμανικών στρατιών, περίμεναν πως τώρα πια κάτι θα γίνει. Αυτές οι χίμαιρες συγκρατούν τους δύστυχους Ελληνες από την αποθάρρυνση.
Θα τους βρείτε πάντοτε έτοιμους να παραδεχτούν ό,τι ταιριάζει στην προσδοκία τους και ό,τι μπορεί να τους παρηγορήσει στο ζυγό της τυραννίας”.
Στα πρώτα περίπου πενήντα χρόνια της δεύτερης τουρκοκρατίας ίσως η συμπεριφορά των Τούρκων υπήρξε ήπια απέναντι στους Ελληνες της Πελοποννήσου. Τότε δόθηκε η ευκαιρία στους υπόδουλους, πέρα από την επίδοση στο εμπόριο, την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη, να καλλιεργήσουν και την ιδέα της απελευθέρωσης.
Αλλά φαίνεται, πως αυτό έγινε αντιληπτό από τους κατακτητές και γι’ αυτό από το 1764 άρχισαν οι τουρκικές βιαιότητες και συνεχίστηκαν με σκοτωμούς, μεταξύ των οποίων και ο αποκεφαλισμός του Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας Ανανία Λαμπαρδή, που συγκλόνισε τον ελληνικό πληθυσμό του Μοριά.
Κάθε Ελληνας που διακρινόταν, είτε μέσα στη χώρα ή στο εξωτερικό, επιζητούσε να βρει την ευκαιρία να βοηθήσει τους σκλαβωμένους αδελφούς του.
Ενας από αυτούς υπήρξε και ο Γεώργιος Παπάζωλης ή Παπάζογλου από τη Σιάτιστα, που αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο.
Αργότερα κατατάχθηκε στο ρωσικό στρατό ως λοχαγός του πυροβολικού. Συνδέθηκε με στενή φιλία με τους αδελφούς Γρηγόριο, Αλέξιο και Θεόδωρο Ορλώφ και ίσως έγινε βοηθός τους στη δολοφονία του Τσάρου Πέτρου του Γ’, του συζύγου της κατόπιν αυτοκράτειρας Αικατερίνης της Β’. Αυτή παρασύρθηκε από τους Ορλώφ και ενστερνίστηκε το σχέδιο επέμβασης στον ελλαδικό χώρο. Εθεσε όμως ως προϋπόθεση, ότι προηγουμένως θα λάμβανε υπ’ όψιν της τις εκθέσεις των πρακτόρων, που έστειλε να βολιδοσκοπήσουν τους Ελληνες.
Ο Γεώργιος Φίνλεϋ έγραψε σχετικά: “Η ματαιοδοξία και η φιλοδοξία της Αικατερίνης της Β’, η ελπίδα να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη και η επιθυμία της να ικανοποιήσει τον εραστή της Γρηγόριο Ορλώφ, που ποθούσε να εξασφαλίσει ένα πριγκιπάτο για λογαριασμό του στην αρχαία γη της Ελλάδας, όλα μαζί αναζωογονούσαν τα σχέδια της Ρωσίας, που ευνοούσε μια ελληνική εξέγερση...”.
Είναι αλήθεια ότι την εποχή εκείνη η στρατιωτική κατάσταση των Τούρκων της Πελοποννήσου δεν ήταν ικανοποιητική, ούτε από άποψη αριθμητική, ούτε από στρατιωτική εκπαίδευση και γι’ αυτό έδιναν την εντύπωση ενός εύκολου αντίπαλου. Οι Τούρκοι μετά το 1715, που ανέκτησαν την Πελοπόννησο, δεν έδωσαν καμία προσοχή στην άμυνα του τόπου. Δεν υπήρξε έκτοτε η επιβαλλόμενη προπαρασκευή, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα αντιμετώπισης μιας εχθρικής εισβολής ή μιας επανάστασης. Η απειλή από τη Βενετία είχε εκλείψει και ο τουρκικός πληθυσμός απολάμβανε τις ηδονές του ανέμελου βίου. Κατά καιρούς αποκεφάλιζαν μερικούς από τους προκρίτους, για να ενσπείρουν τον τρόμο στους ραγιάδες, οι οποίοι έμεναν αδρανείς και ταπεινωμένοι.
Επειδή δεν υπήρχε εμφανής εξωτερικός κίνδυνος για το Μοριά η κατάσταση των τουρκικών φρουρίων ήταν ελεεινή και τα οχυρώματά τους κατέρρεαν. Το πυροβολικό από την εγκατάλειψη είχε περιπέσει στην αχρηστία.
Εφοδιασμός δεν υπήρχε και οι αποθήκες ήταν άδειες. Οι φρουρές ολιγάριθμες και αγύμναστες.
Το σύστημα επιστράτευσης δεν αρκούσε για την αντιμετώπιση ενός εξωτερικού ή εσωτερικού εχθρού. Συνεπώς αυτός, που δεν θα λάβαινε υπ’ όψιν του την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο σύνολό της, μπορούσε να είναι αισιόδοξος, για την έκβαση μιας τοπικής επανάστασης στην Πελοπόννησο.
Διαπίστωση όλων των Ρώσων πρακτόρων ήταν ότι, όταν θα εμφανίζονταν ρωσικά πλοία στις θάλασσες του ελλαδικού χώρου, θα έφερναν το γενικό ξεσηκωμό, που θα ήταν ικανός να διώξει από την Ευρώπη τους Τούρκους, αλλ’ αυτό δεν επαληθεύτηκε. Η αισιοδοξία πολλές φορές οδήγησε σε λαθεμένες εκτιμήσεις και τέτοια ήταν η αντιμετώπιση της ρωσικής παρουσίας στις ελληνικές θάλασσες.
Διαχρονική ήταν η πεποίθηση των σκλαβωμένων Ελλήνων, πως η ελευθερία θα έρθει με ευκολία και θεωρούσαν ότι μόνοι τους μπορούσαν να διώξουν τους Τούρκους, γιατί παρέβλεπαν ότι δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο τους Τούρκους της Πελοποννήσου αλλά μια ολόκληρη αυτοκρατορία.
Το 1571 οι Μανιάτες ζήτησαν από τους Βενετούς ανταλλάγμα τα σε περίπτωση, που με τη βοή θεια του Θεού, θα έδιωχναν τους Τούρκους μόνοι τους από το Μοριά στο όνομα της Βενε τίας. Βέβαια χωρίς δισταγμό τους δόθηκε η υπόσχεση, ότι οι πρώτοι της Μάνης θα γίνονταν κλη ρονομικοί άρχοντες του Μοριά και όλοι οι Μανιάτες θα ήταν απαλλαγμένοι από τη φορολογία.
Ο Λουκάς Γιατρός-Μέδικος από το Οίτυλο ήθελε το 1645 να ζητήσει από το Βενετό στρατηγό, να του δώσει 5-6 γαλέρες, δη λώνοντάς του ότι ήταν σε θέση να διώξει τους Τούρκους από το Μοριά.
Ο Guilletiere έγραψε για τους Ελληνες: “...Διατρέφουσι δε την απόκρυφον ελπίδα, ότι θέλει ποτέ αναφανή Ελλην αρχηγός επάξιος των αρχαίων μιμητής, και απελευθερώσει αυτούς εκ της τυραννίας των Τούρκων...” Ενα βιβλίο με τίτλο “Ελληνική Νομαρχία”, το οποίο έκφραζε την πεποίθηση των Ελλήνων της προεπαναστατικής περιόδου, γράφει σχετικά με μια μελλοντι κή επανάσταση στον ελλαδικό χώρο: “...Αλλο δεν προσμένουν παρά μόνον έναν αρχιστράτηγον, διά να του γίνουν όλοι οπαδοί του και να ξαναποκτήσουν την ελευθερία τους...”.
Η ίδια πεποίθηση υπήρχε σε όλους τους Ελληνες. Λίγα χρό νια πριν από την επανάσταση, το 1813, ένας Αγγλος περιηγητής, ο C. R. Cockerell, επισκέφθηκε τον Παναγιώτη Μούρτζινο στην Καρδαμύλη, ο οποίος του είπε ότι λυπόταν, γιατί οι Ελληνες δεν είχαν αρχηγό να τους ελευθερώ σει.
Ο Αμβρόσιος Φραντζής στην ιστορία του αναφέρει ότι, ο Γρηγόριος Δικαίος διακήρυττε την πεποίθηση πως: “...οι Τούρκοι είναι μια πρέζα ταμπάκου εμπρός εις τους Ελληνας και θέλει το ιδής...”. Την υπεραισιοδοξία του μετέδιδε στους Ελληνες και τους προετοίμαζε για το μεγάλο αγώνα.
Στις σημειώσεις του Ρήγα Πα λαμήδη αναφέρεται ότι, πάλι ο Γρηγόριος Δικαίος, μετανοημέ νος για τον επαναστατικό ενθου σιασμό του, είπε στον Ηλία Μαυρομιχάλη μετά τις αρχικές ήττες των Ελλήνων: “...Εγώ εφα νταζόμην και εκήρυξα ότι οι Πε λοποννήσιοι με τα ξύλα θε να διώξουν τους Τούρκους...”.
Η διαχρονική αυτή πεποίθηση των Ελλήνων είναι υπεύθυνη για την ευκολία, με την οποία οι Ελληνες εκδήλωναν την αισιο δοξία τους για το αποτέλεσμα μιας επαναστατικής κινητοποίη σης υπό την ηγεσία Ρώσων αξιωματικών. Μόνο οι Μανιάτες, που είχαν εμπειρία από πολέ μους με τους Τούρκους, μπο ρούσαν τότε να μην ασπάζονται με ευκολία την ιδέα, ότι αν ξεση κωθούν όλοι οι Ελληνες θα διώ ξουν τους Τούρκους με τα ξύλα.
Η αισιοδοξία και ο ενθουσια σμός δεν περιορίστηκαν μόνο σε λαθεμένες εντυπώσεις και εκτι μήσεις. Εγιναν και από τις δύο πλευρές, τους Ρώσους και τους Ελληνες, ενέργειες που οδήγη σαν στα δυσάρεστα αποτελέ σματα του εγχειρήματος αυτού.
Από τον ελλαδικό χώρο έφθα ναν στην Αυλή της Πετρούπολης αισιόδοξα μηνύματα και από εκεί χωρίς φειδώ αντανακλού σαν μεγαλόπνοα σχέδια.
Η αυτοκράτειρα Αικατερίνη εί χε φανταστεί και είχε πιστέψει στην ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της οποίας ο θρόνος θα δινόταν στον εγγονό της Κωνσταντίνο, που είχε μάθει ελληνικά και είχε λάβει γενικά ελληνική παιδεία. Γι’ αυτό οι υπερβολικά αισιόδοξες εκτιμή σεις από το Μοριά δεν προβλη μάτιζαν ιδιαίτερα την Αικατερίνη, πριν να αποφασίσει. Εβλεπε να πραγματοποιείται το πιο φιλόδο ξο ρωσικό σχέδιο επέκτασης της εξουσίας της στη Μεσόγειο, το όνειρο του Μεγάλου Πέτρου.
Ακόμη η Αικατερίνη έγραψε στον αυτοκράτορα της Αυστρίας Ιωσήφ Β’ τα ακόλουθα: “...Η Υμετέρα μεγαλειότης δεν θα μοι αρνηθή την συνδρομήν αυτής προς ανίδρυσιν της αρχαίας γραικικής μοναρχίας επί των ερειπίων της βαρβάρου οθωμα νικής κυβερνήσεως υπό τον ρη τόν εκ μέρους μου όρον να δια τηρήσω την μοναρχίαν ταύτην όλως ανεξάρτητον της εμής, αναβιβάζουσα επί του ανεγερθησομένου θρόνου τον νεώτα τον των εγγονών μου Μέγαν Δούκα Κωνσταντίνον...”.
Το ρωσο-ελληνικό εγχείρημα σχεδιάστηκε και στις δύο πλευ ρές του σε μια υπάρχουσα ευ νοϊκή εκατέρωθεν ψυχολογική προετοιμασία και στηρίχτηκε στη φαντασία και την ονειροπόληση και όχι στην πραγματικότητα. Ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Νικήτας Πάνιν, όπως και άλλοι κυ βερνητικοί παράγοντες, αρχικά δεν συμφωνούσαν, ίσως όμως και αυτοί έφθαναν στη διαφωνία τους από την αντιπάθεια που είχαν στους Ορλώφ. Οταν αργότε ρα ήρθαν οι αναφορές των απο στόλων, που είχαν σταλεί για να ερευνήσουν τη δυνατότητα εξέ γερσης, κάμφθηκαν οι αντιρρή σεις του.
Σχολιάζοντας το κλίμα που επικρατούσε στη Ρωσία ο Κ. Σά θας έγραψε: “...Οι υπουργοί της Αικατερίνης μη συμμεριζόμενοι τα σχέδια αυτής, δεν συνήνουν προς αποστολήν ναυτικών δυ νάμεων εις την Μεσόγειον δια κηρύττοντες, ότι δεν έπρεπε να διατεθώσι τόσον μεγάλα μέσα δι’ επιχείρησιν, της οποίας τα αποτελέσματα δεν προοιονίζο ντο ευνοϊκά, διότι έλειπον τα προς τούτο χρειώδη πολεμοφό δια και ζωοτροφίαι, αφ’ ετέρου δε και ο στρατός της ξηράς δεν ηδύνατο να συνδράμη την επα νάστασιν των Ελλήνων. Ούτω δ’ εξηκολούθουν λέγοντες οι πε πειραμένοι ούτοι πολιτικοί, και οι Ελληνες θέλουσι κατασφαγή, και ο στόλος θα καταστραφή. Αι κατάραι των προδοθέντων Ελ λήνων θέλουσι πέσει βαρείαι κατά της κεφαλής ημών, και ο εμπαιγμός του κόσμου επαυξή σει την ατυχίαν μας !” Ο Σ. Β. Κουγέας αναφέρει ότι η στάση του Πάνιν άλλαξε έναντι των Ορλώφ, από τότε που πα ντρεύτηκε με την κόρη του Αλέξιου Ορλώφ.
Του Σταύρου Καπετανάκη