Η Μάνη στη δεύτερη τουρκοκρατία 8ο μέρος (1715-1821)
Η επέκταση των συνόρων της Μάνης
Παλαιότερα τα σύνορα της Μάνης έφθαναν στα βορειοανατολικά μέχρι το Σκουτάρι, αλλά επεκτάθηκαν και έφθασαν μέχρι το Κακοσκάλι και τα Τρίνησα. Πότε όμως ακριβώς έγινε η επέκταση, δεν είναι εξακριβωμένο με βεβαιότητα. Μία τέτοια σημαντική επέκταση των συνόρων ήταν τότε αναγκαία, για να απορροφηθεί ένα μέρος του υπερπληθυσμού, που ασφυκτιούσε στη Μέσα Μάνη. Στην κίνηση αυτή κύριο ρόλο διαδραμάτισε η οικογένεια Γρηγοράκη, με αποτέλεσμα ο κλάδος του Τζανήμπεη να εγκατασταθεί στο Μαυροβούνι και το Γύθειο και ο κλάδος του Αντώνμπεη, δηλαδή οι Κουτσογρηγοριάνοι, στο Βαθύ. Εκτός από τους Γρηγοράκηδες πολλοί ακόμη Μανιάτες, που τους ακολούθησαν στην επιδρομή εναντίον των Τούρκων, κατέλαβαν και αυτοί κτήματα για να εγκατασταθούν στη νεοαποκτηθείσα περιοχή.
Η επέκταση των συνόρων της Μάνης φαίνεται να συνδέεται χρονολογικά είτε με μία επίθεση που έγινε εναντίον του Σκουταρίου ή με τον ανασκολοπισμό του Εξαρχου Γρηγοράκη. Ο Αναστ. Γούδας αναφέρει τα δύο επεισόδια: α) Την τουρκική επίθεση στο Σκουτάρι, που τα πτώματα των φονευθέντων Τούρκων ρίχτηκαν στα αγιοπήγαδα και από τότε έγιναν βρωμοπήγαδα.
Τη συνδέει δε με την υποχώρηση των Τούρκων μέχρι τα φρούρια του Πασσαβά και της Βαρδούνιας. β) Το επεισόδιο του ανασκολοπισμού τού Εξαρχου Γρηγοράκη το συνδέει με υποχώρηση των Τούρκων μέχρι το Κακοσκάλι. Δεν δεσμεύεται χρονολογικά για κανένα από τα επεισόδια. Μόνο για τον ανασκολοπισμό γράφει ότι έγινε μετά την αναγόρευση του Τζανέτου Κουτούφαρη (1777) σε μπέη της Μάνης.
Από τον Ανώνυμο υμνογράφο τού Τζανήμπεη και άλλους συγγραφείς που τον ακολουθούν, η επίθεση κατά του Σκουταρίου είναι άσχετη με την επέκταση των συνόρων της Μάνης και τοποθετείται μετά την επανάσταση του 1770 και προ του διορισμού του Τζανέτμπεη Κουτούφαρη ως πρώτου μπέη της Μάνης.
Δηλαδή θα πρέπει να υπολογίσουμε ότι έγινε το 1774-5. Αναφέρεται ότι οι Τούρκοι έκαμαν πολλές επιθέσεις εναντίον του Σκουταρίου, που αποτελούσε τα βορειοανατολικά σύνορα της Μάνης, αλλά πάντοτε αποτύγχαναν και αναφέρεται: “...ως παράδειγμα μάλιστα της αποτυχίας των Τούρκων φέρομεν το ακόλουθον περιστατικόν έξ θεν του Σκουταρίου υπήρχον αρκετά φρέατα, άτινα τότε ονομάζοντο αγιοπήγαδα, επειδή όμως εν αυτοίς ερρίφθησαν άπειρα τουρκικά πτώματα μετωνομάσθησαν εκ της εξερχομένης αποφοράς βρωμοπήγαδα ηναγκάσθη τότε να συνθηκολογήση ο τότε βεζύρης της Πελοποννήσου μετά της Μάνης εις επονείδιστον κατά της Τουρκίας συνθήκην διά της οποίας εδέχθη η Μάνη να διορίζηται παρά του Σουλτάνου μεταξύ των κατοίκων εις Ηγεμών, ήτοι Μπέης...”. Σημειώνουμε ότι ο Ανώνυμος φαίνεται ότι δεν γνώριζε, πως οι συμφωνίες των Μανιατών, που έγιναν στη Ρόδο από τον Τζανέτο Κουτούφαρη, δεν έγιναν με τον πασά του Μοριά, αλλά με το διερμηνέα του τουρκικού στόλου Νικόλαο Μαυρογένη. Ανακριβές είναι και το αναφερόμενο ποσό που υποχρεωνόταν η Μάνη να πληρώνει ως φόρο στους Τούρκους.
Το κάστρο του Αντώνμπεη Γρηγοράκη στον Αγερανό της
Ανατολικής Μάνης
Ο Τάκης Κανδηλώρος τοποθετεί το ίδιο περιστατικό, δηλαδή την επίθεση
στο Σκουτάρι, σε άλλο χρόνο και το συνδέει με την επέκταση των συνόρων
της Μάνης, κανείς όμως δεν μας δίνει αποδεικτικά στοιχεία του
ισχυρισμού του: “...Εξορμήσαντες λοιπόν περί το 1763 ο Μώρα Βαλεσής και
οι Μπαρδουνιώται Τούρκοι επέπεσαν αιφνιδίως επί του Σκουτάρεως. Ο
Γρηγοράκης εκάλεσε επειγόντως τους πλησιεστέρους Μανιάτας, συνήφθη δε
εις την θέσιν Αγιοπήγαδα μάχη πεισματώδης, καθ’ ην έπεσαν εκατοντάδες
Τούρκων, των λοιπών εκδιωχθέντων πέραν του Πασσαβά μέχρι Μπαρδούνιας.
Τα πτώματα των φονευθέντων ερρίφθησαν εις τα φρέατα, άτινα έκτοτε
ωνομάσθησαν βρωμοπήγαδα...”. Εάν τα αναγραφόμενα από τον Κανδηλώρο
πλησιάζουν την αλήθεια, τότε μπορούμε να υποθέσουμε, ότι οι
αναφερόμενες ταραχές που δημιούργησε ο Κουτσογρηγόρης με τον
Κουμουνδουράκη ήταν την ίδια χρονιά.
Ο Ανώνυμος υμνογράφος του Τζανήμπεη Γρηγοράκη ισχυρίζεται, ότι η επέκταση των συνόρων της Μάνης έγινε μετά τα Ορλωφικά και τον αφανισμό των Αλβανών (καλοκαίρι 1779), τότε που κλήθηκε ο Εξαρχος Γρηγοράκης με τη συνοδεία του στην Τριπολιτσά, το 1780, για να φιλοξενηθεί από τον Τούρκο Πασά. Αντί όμως φιλοξενίας αυτόν μεν ανασκολόπισε (παλούκωσε) και τα μέλη της συνοδείας του εκρέμασε. Του πολέμου εκδίκησης που ακολούθησε ήταν συνέπεια ο φόνος των Τούρκων του κάστρου του Πασσαβά και η επέκταση των συνόρων της Μάνης. Στον ξεσηκωμό αυτό πήραν μέρος τα ξαδέλφια τού Εξαρχου, ο Δημητράκης κ.ά., που όπως αναφέρει ο Ανώνυμος ήταν ο πατέρας του Τζανήμπεη Γρηγοράκη.
Ομως ο Δημήτριος Γρηγοράκης, πατέρας τού Τζανήμπεη, δεν ζούσε το 1765 και τα αναφερόμενα εξαδέλφια του, Γιωργάκης και Πιεράκης ήταν και αυτά παιδιά του Δημητράκη Γρηγοράκη. Αρα ο Ανώνυμος δεν έχει ασφαλείς πληροφορίες.
Ο Τάκης Κανδηλώρος ισχυρίζεται ότι, μετά τη μάχη τού Σκουταρίου και την επέκταση των συνόρων της Μάνης, αλλά πριν από τα Ορλωφικά, κλήθηκε ο Εξαρχος Γρηγοράκης στην Τρίπολη για φιλοξενία και τον ανασκολόπισαν.
Ο Δ. Αλεξανδράκος, γράφει: “...Διά τον τραγικόν θάνατον του Εξαρχου, εξ απάντων των χωρίων της Μάνης, πλην δύο, πλήθος συγγενών και φίλων συνέρρευσαν εις την εν Σκουταρίω οικίαν Γρηγοράκη κατά το Πάσχα του 1780, και ενώ ήσαν έτοιμοι ν’ άρξωνται των μοιρολογίων, η μήτηρ του Εξαρχου, ως αρχαία Σπαρτιάτις ωμίλησεν εντόνως: «ο Εξαρχος δεν έχει ανάγκην θρήνων και μοιρολογίων, αλλ’ εκδικήσεως». Εκπληκτος η ομήγυρις ήκουσεν την δημηγορίαν διεπυνθάνετο πώς ηδύνατο να μεταβή και λάβη εκδίκησιν εν Τριπόλει τότε η ανδρεία γυνή διακόψασα, έδειξε διά του δακτύλου το απέναντι του Σκουταρίου κείμενον φρούριον του Πασσαβά, το υπό των Τούρκων τότε κατεχόμενον, και υπό εβδομήκοντα Οθωμανικών οικογενειών κατοικούμενον, παραχρήμα πάντες, νέοι και γέροντες, γυναίκες και παίδες ώρμησαν ως λέοντες και μετά πορείαν ολιγωτέραν των δύο ωρών κατέφθασαν, και το μεν φρούριον του Πασσαβά εξ εφόδου εκυρίευσαν, πάντας δε τους εν αυτώ επέρασαν εν στόματι μαχαίρας...”.
Από περιηγητές εξιστορούνται ορισμένα γεγονότα, που αφορούν τον Τζανέτμπεη Κουτούφαρη και τη σύζυγό του και είναι δύσκολο να ερμηνευθούν. Λέγεται λανθασμένα, ότι οι Τούρκοι κρέμασαν τον Τζανέτμπεη Κουτούφαρη και η χήρα του έκανε σημαντικά κατορθώματα: “...Αναφέρουν στην Ανατολική Σπάρτη θαυμάσιες πράξεις της χήρας του, η οποία ήταν γυναίκα του πολέμου και εκδικήθηκε με ένα τρόπο πολύ χτυπητό και ήταν σε όλη τη ζωή της ο πιο φοβερός εχθρός που είχαν οι Τούρκοι στο Μοριά. Τους έκανε μόνη της τόσο κακό, που δεν έκαναν όλοι μαζί οι πιο φημισμένοι κλέφτες. Οι κατακτήσεις της στην επαρχία Μαυροβουνίου ήταν τόσο μεγάλες που κατάφερε να ενσωματώσει στη Μάνη την περιοχή Τρίνησα πέρα από το Μαραθονήσι...”. Η καθαίρεση του Τζανέτμπεη Κουτούφαρη έγινε το 1779 και αυτός δεν κρεμάστηκε από τους Τούρκους, αλλά για μερικά χρόνια αυτοεξορίστηκε στη Ζάκυνθο. Από άλλη πηγή αν φέρεται ότι η επέκταση των συνόρων της Μάνης μέχρι το Κακοσκάλι έγινε το 1780. Αυτή η χρονολογία, ενώ δεν απέχει πολύ από την εξορία του Τζανέτμπεη Κουτούφαρη, ταυτίζεται με την εκστρατεία εναντίον της Καστάνιτσας.
Αναφέρεται ότι ο Τζανέτμπεης Κουτούφαρης σχεδίαζε την επέκταση των συνόρων της Μάνης ώστε να συμπεριλαμβάνει και το Ελος.
Θα μπορούσε, ίσως, η σύζυγός του, να ήταν μαζί με τον Κουμουνδουράκη και να πήγαν εκεί να βοηθήσουν τον Κουτσογρηγόρη στην επέκταση των συνόρων.
Ακατανόητο μένει το γεγονός ότι, τον Απρίλιο του 1780, μετά τον ανασκλοπισμό τού Εξαρχου, οι Μανιάτες προωθήθηκαν από το Σκουτάρι, κυρίευσαν το φρούριο του Πασσαβά και όπως αναφέρεται έσφαξαν 70 ή 700 οικογένειες Τούρκων. Αλλά μετά από λίγο, τον Ιούλιο του ιδίου έτους, κατέπλευσε στο Μαραθονήσι ο Καπουδάν πασάς Γαζή Χασάν. Ακόμη ήρθαν 6.000 Τούρκοι στρατιώτες από την Τρίπολη υπό τον Αλή μπέη, και πολιόρκησαν τους πύργους της Καστάνιτσας. Πώς είναι δυνατόν να επέδειξαν όλοι αδιαφορία για τη σφαγή των Τούρκων του κάστρου του Πασσαβά; Γιατί δεν υπήρξε άμεση αντίδραση από τον τουρκικό στρατό για την τιμωρία των ενόχων της σφαγής; Ενώ βλέπουμε να ασχολείται η Πύλη με κάποιες άλλες ταραχές, που δεν είχαν τόση σημασία, όπως ήταν η καταδίωξη του Παναγιώταρου Βενετσανάκη και του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, και να γίνεται στην Καστάνιτσα τόσο αιματηρή σύγκρουση. Στο θέμα αυτό δημιουργούνται πολλά ερωτηματικά και αμφιβολίες. Η επέκταση των συνόρων της Μάνης μένει χωρίς σαφή χρονικό προσδιορισμό.
Η Μετανάστευση στη Φλώριδα το 1767 Μπορεί οι Μανιάτες να είχαν ποτίσει το χώμα τους με αίμα, άλλοτε για την ελευθερία τους πολεμώντας τους Τούρκους κι άλλοτε να σκοτώνονται μεταξύ τους για μια χούφτα χώμα, αλλά δεν ήταν ποτέ δεμένοι με τον τόπο τους. Πολλοί ίσως ήταν εκείνοι που περίμεναν την ημέρα της λευτεριάς, κατά την οποία θα γύριζαν στα πατρογονικά τους κτήματα, που τα στερήθηκαν με την τουρκική κατάκτηση. Από τα χρόνια της πρώτης Τουρκοκρατίας (14601685) είναι πολλές οι αναφορές στην επιθυμία των Μανιατών να μεταναστεύσουν. Τελείωσαν με πολλές μικροομάδες προσφύγων που σκόρπισαν στα νησιά του Ιονίου και στην Κάτω Ιταλία, αλλά κυρίως με τα δύο γνωστά μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα του 1674 των Γιατρών-Μεδίκων στην Τοσκάνη της Ιταλίας και του 1675 των Στεφανόπουλων στη Κορσική, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που δεν έχασαν τη συνοχή τους μέχρι τον 20ό αιώνα.
Μια ακόμη μεταναστευτική ομάδα Μανιατών ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 1767 από την Κορώνη, γεμάτη ελπίδες με την παρακίνηση του Βρετανού γιατρού Dr Andrew Turnbull. Με δελεαστικές υποσχέσεις παρέσυρε στη Φλώριδα του Νέου Κόσμου, της δήθεν ευημερίας, Μανιάτες, Κορσικανούς, πολλοί από τους οποίους ήταν μανιάτικης καταγωγής και Ιταλούς, ιδιαίτερα δε κατοίκους της Μινόρκα. Στην καινούργια τους πατρίδα, που την ονόμασε Νέα Σμύρνη, οι μετανάστες αντί για τον παράδεισο που περίμεναν να βρουν, πετάχτηκαν σε μια ακαλλιέργητη περιοχή, που τη μάστιζαν τα κουνούπια και οι αρρώστιες, χωρίς να έχουν προηγηθεί οι απαραίτητες προετοιμασίες σε οικήματα και εφόδια.
Οι Μανιάτες ήταν άνθρωποι πεινασμένοι και βασανισμένοι οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν την τουρκική βαρβαρότητα, έπεσαν θύματα της βρετανικής αλαζονείας, της σκληρής βίας και εκμετάλλευσης, που αποδείχθηκε πιο θανατηφόρα από την τουρκική θηριωδία. Τον πρώτο χρόνο, το 1678, πέθαναν 450 μετανάστες.
Ενας Μανιάτης από την Κορσική, ο Πέτρος Κοσιφάκης, είπε σε δικαστή: “... πραγματικά πιστεύω ότι αν ήταν να διηγηθώ όσα διαδραματίστηκαν στα χτήματα της Νέας Σμύρνης δε θα είχε τελειωμό η αφήγησή μου...”. Ο Αντώνης Στεφανόπολι, που είχε τραβήξει πολλά, γιατί προσπάθησε να δραπετεύσει από την αποικία, κατέθεσε σε δικαστήριο ότι είχε υποστεί 110 ραβδισμούς στη γυμνή του πλάτη, του είχαν δέσει στο πόδι αλυσίδα που ζύγιζε δεκαπέντε λίτρες, την έσερνε δε επί έξι μήνες και είχε δει: “...τους άλλους να λιμοκτονούν, να πεθαίνουν, δέκα - δώδεκα κάθε μέρα, κάποτε και δεκαπέντε...”.
Ο Ε. Παναγόπουλος, που μελέτησε και έγραψε την ιστορία της Νέας Σμύρνης, συμπεραίνει ότι: “...αυτές οι ιστορίες μπορεί να μοιάζουν τρομερές κι απίστευτες, αν όμως λάβει κανείς υπ’ όψη του τις στερήσεις, τις αρρώστιες, την πείνα στη Νέα Σμύρνη, τις συνθήκες της ζωής και της δουλειάς, την ατμόσφαιρα του τρόμου και το αίσθημα απελπισίας και του αδιεξόδου, μόνο τότε μπορεί να αντιληφθεί γιατί 24 μήνες ύστερα από την άφιξη 1255 αποίκων είχαν απομείνει οι 628. Για την ακρίβεια είχαν πεθάνει οι 627, σχεδόν οι μισοί, μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα...”.
Αντί να είναι οι άποικοι ενοικιαστές αγροτικών εκτάσεων, ήταν δούλοι, είχαν σκληρούς Βρετανούς επιστάτες, που δεν τους έδερναν μέχρι θανάτου, μόνο όταν δεν μπορούσαν να δουλέψουν, αλλά ραβδίστηκε χωρίς έλεος η γυναίκα που αρνήθηκε να κοιμηθεί μαζί με έναν από αυτούς. Σε μια ομάδα Αγγλων εκδρομέων “...έκαναν φοβερή εντύπωση οι τυραννικές συνθήκες της ζωής των αποίκων και μερικοί από τους επισκέπτες έκαναν την παρατήρηση, ότι αν αυτοί οι άνθρωποι γνώριζαν τα δικαιώματά τους δεν θα ανέχονταν, αυτή τη σκλαβιά...”. Τη συζήτηση αυτή άκουσε ένα παιδί, τη μετέφερε στους μεγάλους και οι σκλάβοι ξεσηκώθηκαν. Ευτυχώς γι’ αυτούς είχε αρχίσει η επανάσταση της αμερικανικής ανεξαρτησίας και δεν τους κρέμασαν, όπως έκαναν στο παρελθόν. Η Νέα Σμύρνη εγκαταλείφθηκε το 1777 κι ήταν γραφτό να γίνει ένα κολαστήριο των κατοίκων της, όπως στις ημέρες του 1922 έγινε από τους Τούρκους και η μικρασιατική Σμύρνη.
Του Σταύρου Καπετανάκη