Η Μάνη στη δεύτερη τουρκοκρατία 7ο μέρος (1715-1821)
Εσωτερικές ταραχές
Στη δεκαετία που προηγήθηκε των Ορλωφικών 1760-70 στη Μάνη έγιναν σοβαρές ταραχές, που δεν άφησαν ανέγγιχτη την Καλαμάτα.
Στην περιοχή του Σταυροπηγίου, δηλαδή στον μετέπειτα Δήμο Αβίας, που ήταν η πιο εύφορη περιοχή της Μάνης, υπήρχε ανέκαθεν ανταγωνισμός για την καπετανία. Ηταν φυσικό, αφού απέδιδε τα περισσότερα εισοδήματα στον εκάστοτε κυρίαρχό της.
Τον πρώτο της καπετάνιο, τον καπετάν Γιαννάκη Κουτήφαρη, τον δηλητηρίασε ο Ξανθός Γιατρός από τη Μηλιά και επεξέτεινε την κυριαρχία του και στο Σταυροπήγι. Αυτόν τον έδιωξε ο Παναγιώτης Τρουπάκης από την Καρδαμύλη και επικράτησε πλέον αυτός στο Σταυροπήγι. Υπήρξε έκτοτε ανταγωνισμός για την καπετανία του Σταυροπηγίου μεταξύ τριών οικογενειών: Τρουπάκηδων, Κουνμουνδουράκηδων και Κουτηφαραίων.
Στις σημειώσεις του Πέτρου Κουτήφαρη αναφέρεται ότι, ο Τζανετάκης Κουτούφαρης, ο μετέπειτα Τζανέτμπεης (1777 1779), ο οποίος είχε γεννηθεί περίπου το 1739, στα παιδικά του χρόνια είχε μείνει στην Καρδαμύλη “...παις έτι ων, είχε καταφύγει εις την οικία του Τρουπάκη...”. Για να καταφύγει σημαίνει ότι βρισκόταν υπό διωγμό. Θα μπορούσε όμως να υποτεθεί, ότι υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ των Κουμουνδουράκηδων και των Κουτηφαραίων και ο Τζανετάκης βρήκε άσυλο στην Καρδαμύλη κοντά στους Τρουπάκηδες.
Λίγες πιθανότητες έχει η υπόθεση ότι τον έστειλε εκεί η οικογένειά του ως όμηρο ή ενέχυρο, όπως έλεγαν τότε.
Το κάστρο της Ζαρνάτας που έχτισαν οι Τούρκοι το
1670 και το κατέλαβαν οι Μανιάτες το 1685 και αχρηστεύτηκε το 1715
Ενα έγγραφο από το 1763, το οποίο δεν κατανοείται απόλυτα, παρέχει
όμως ενδείξεις για τον υπάρχοντα ανταγωνισμό γιά την κυριαρχία του
κάστρου της Ζαρνάτας. Ο κάτοχος του κάστρου αυτού θα έλεγχε ολόκληρη
την επαρχία Σταυροπηγίου και ο ανταγωνισμός θα ήταν μεταξύ των
οικογενειών Τρουπάκη, Κουτήφαρη και Κουμουνδούρου. Ο αναφερόμενος
Μιχαλάκης Τρουπάκης είναι ο μετέπειτα Μιχάλμπεης, ο οποίος έλαβε
τριακόσια ριάλια από τον Λάσκαρη, για να τον μπάσει στο κάστρο της
Ζαρνάτας. Ο αναφερόμενος Λάσκαρης θα πρέπει να ήταν από τους Κάτω
Δολούς, γιατί το 1704 κατοικούσε εκεί ο Δημητράκης Λασκαρίνης και η
παραγωγή του σε λάδι ήταν 150 κρεντήρια, δηλαδή ήταν ένας από τους
πλουσιότερους του χωριού. Ηταν άρα ε και αυτός διεκδικητής της
κυριότητας του κάστρου της Ζαρνάτας ή μεσολαβητής; Ακόμη και ως χορηγός
θα μπορούσε να θεωρηθεί, κάποιας από τις μεγάλες οικογένειες. Το
έγγραφο είναι το ακόλουθο: “1763 Μαρτίου. Ελαβα εγώ ο Μιχαλάκης
Τρουπάκης από τον κυρ Λάσκαρη ριάλια διακόσια και εκατό οπού μου
έστειλε με τον Τζανέτο, όπου γίνονται όλα ριάλια τριακόσια -Νο - 300 -
τα οποία έχω να τα δώσω στη Ζαρνάτα να μας εμπάσουν στο κάστρο και
Βαρούσι και όπου αλλού κάμουνε χρεία, ει δε και από ετούτα δεν γίνει
τίποτα, να έχω εγώ ο Μιχαλάκης να του τα παραδίδω πίσω στου κυρ Λάσκαρη
τα χέρια και του έδωσα το παρόν μου. Μιχαλάκης Τρουπάκης τα έλαβα”.
Από τα αναφερθέντα μπορούμε να υποθέσουμε, ότι το κάστρο της Ζαρνάτας το κατείχε μια από τις οικογένειες των Κουμουνδουράκηδων ή των Κουτηφαραίων και ο Μιχαλάκης Τρουπάκης μεσολαβούσε για την ανατροπή της υπάρχουσας κυριαρχίας.
Οπως μας πληροφορεί ένα έγγραφο γραμμένο στην τουρκική, ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης από την Τσίμοβα (Αρεόπολη) και ο Αθανάσιος Κουμουνδούρος από τη Μικρή Μαντίνεια της Δυτικής Μάνης, τον Απρίλιο του 1764, ηγούμενοι 400-500 Μανιατών λεηλάτησαν και έκαναν πολλές καταστροφές στην Καλαμάτα και στα γύρω χωριά. Για την Καλαμάτα δεν ήταν η πρώτη φορά που υπέφερε από την αρπακτική διάθεση των Μανιατών.
Αφού ο τόπος τους ήταν άγονος και δεν επαρκούσε η γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή να θρέψει τους κατοίκους του, συνήθιζαν να συμπληρώνουν τα μέσα διατροφής τους από τη λεηλασία γειτονικών περιοχών ή την πειρατεία. Η αναφορά αυτή κατατέθηκε στο δικαστήριο της Καλαμάτας και ο Καδής, που ήταν για τους Τούρκους το σημαντικότερο πρόσωπο της επαρχίας, θα τη διαβίβαζε στη διοίκηση. Το έγγραφο σε μετάφραση έχει ως ακολούθως: “12 Απριλίου 1764.
Ο λαός των χωριών της Καλαμάτας προσήλθε στο ιερό δικαστήριο και δήλωσε ότι ο καζάς (επαρχία) είναι κοντά στη Μάνη, οι ληστές από τη Μάνη, ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης και ο φίλος του Θανάσης Κουμουνδούρος, μαζί με τετρακόσιους-πεντακόσιους ληστές από τη Μάνη, εισέβαλαν στην πόλη (της Καλαμάτας) την εικοστή πέμπτη ημέρα του μηνός Μαρτίου και πολιόρκησαν τα σπίτια και λεηλάτησαν τα κτήματα και πλιατσικολόγησαν τα πράγματα των ανθρώπων και κατέστρεψαν τα προϊόντα τους και ρήμαξαν τον τόπο. Επί αυτού του θέματος ο λαός υπέβαλε αίτηση στον Καϊμακάμη (έπαρχο) του Μ ριά Αχμέτ αγά. Συνεπώς ο καπετάνιος Τυνήσιος Ελ Χαδζ Μεχμέτ, ο οποίος ήταν εντεταλμένος δυνάμει υψηλής διαταγής, αγκυροβόλησε το πλοίο του μπροστά από την παραλία της Ινέμπολης (;) για να ασφαλίσει την περιουσία των ανθρώπων.
Το παρόν σημείωμα έχει γράψει ο ευτελής για να διατυπώσει την ευγνωμοσύνη του λαού της Καλαμάτας”.
Ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης από την Τσίμοβα (Αρεόπολη) ασκούσε επιρροή σε όλη τη Μέσα Μάνη. Εκείνο τον καιρό δεν θα πρέπει να του είχε απονεμηθεί το αξίωμα του καπετάνιου.
Αργότερα βέβαια διετέλεσε καπετάνιος, αλλά δεν είναι γνωστός ο χρόνος αναγνώρισής του ως καπετάνιου. Για το αξίωμα αυτό του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη οι απόγονοί του, όπως αναφέρθηκε, έφεραν τον τιμητικό τίτλο του “καπετανάκη”.
Ο Αθανάσιος Κουμουνδούρος ήταν απο τη Μικρή Μαντίνεια του Σταυροπηγίου. Είναι φανερό, ότι εκείνα τα χρόνια δεν είχε γίνει ακόμη καπετάνιος. Προσπαθούσε όμως να του αναθέσουν οι Τούρκοι την καπετανία και φαίνεται ότι το πέτυχε, γιατί οι Τούρκοι, όταν δεν μπορούσαν να καταβάλουν έναν κλέφτη, του ανέθεταν το αρματολίκι της περιοχής και ησύχαζαν. Είναι γνωστό ότι υπήρχε ανταγωνισμός για την καπετανία εκείνη μεταξύ των οικογενειών Κουμουνδούρου και Κουτήφαρη.
Παράλληλα υπήρχε και μεγάλο ενδιαφέρον της οικογενείας Τρουπάκη της Καρδαμύλης, η οποία είχε αποσπάσει για ένα διάστημα, μικρό ή μεγάλο δεν γνωρίζουμε, την καπετανία του Σταυροπηγίου από τον Ξανθό Γιατρό. Δεν αναφέρεται όμως ποιος ήταν ο καπετάνιος του Σταυροπηγίου εκείνα τα χρόνια.
Από ένα άλλο έγγραφο του 1768 γραμμένο και αυτό στην τουρκική, πληροφορούμεθα ότι οι συμμαχίες και οι ανταγωνισμοί των οικογενειών της Μάνης είχαν αλλάξει. Τώρα πρωταγωνιστές ήταν ο χωλός Γρηγόριος Γρηγοράκης, ο επιλεγόμενος Κουτσογρηγόρης από το Σκουτάρι της Ανατολικής ή Προσηλιακής Μάνης, και ο Αθανάσιος Κουμουνδούρος από το Σταυροπήγι της Δυτικής ή Αποσκιαδερής Μάνης. Ο Κουτσογρηγόρης είχε προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στην Ανατολική Μάνη και είχε καλέσει και τον Α. Κουμουνδούρο για να τον βοηθήσει. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν ο Κουτσογρηγόρης εκείνη τη χρονιά από το Σκουτάρι, που ήταν η κοιτίδα των Γρηγοράκηδων, προωθήθηκε και κατέλαβε το Βαθύ, στο οποίο βρίσκουμε αργότερα τον εγγονό του Αντώνμπεη Γρηγοράκη. Αποτελεί ερώτημα, τι άλλο θα μπορούσε να έχει κάνει, για να κινητοποιήσει τη δραστική αντίδραση της τουρκικής κυβέρνησης; Το έγγραφο είναι το ακόλουθο: “Αναφορά από το λαό της Καλαμάτας στον Καδή.
Ο λαός και προύχοντες της Καλαμάτας προσήλθαν στο δικαστήριο και δήλωσαν ότι τα τελευταία χρόνια ο πειρατής Κουτσογρηγόρης έφερε στο σπίτι του τον Θανάση Κουμουνδούρο, ο οποίος ενοχλούσε τον κόσμο. Υστερα από αυτό, ο προύχοντας Παναγιώτης Μπενάκης, ο οποίος ήταν εντεταλμένος δυνάμει υψηλής διαταγής του (Μέγα Βεζύρη-Πρωθυπουργού) Hamid Hamza Pasa, επιτέθηκε εναντίον του Κουτσογρηγόρη με τη βοήθεια κάποιων καπεταναίων από τη Μάνη και με τους στρατιώτες του Σανδζακτάρ (σημαιοφόρος – διοικητής επαρχίας) έσφαξαν τον Κουτσογρηγόρη μαζί με σαράντα – πενήντα ανθρώπους του.
Ο Θανάσης Κουμουνδούρος, ο σύντροφος του Κουτσογρηγόρη, όμως πρόλαβε να ξεφύγει με περίπου εκατό ανθρώπους του σε ένα φρούριο, που είναι κοντά στο χωριό του. Υστερα από έξι μήνες, ο Κουμουνδούρος ξαναπέτυχε να διαφύγει νύχτα, ενώ ήταν υπό πολιορκία, ντυμένος γυναικεία και κατευθύνθηκε προς το Μυστρά.
Εν τω μεταξύ μια φρεγάτα του με δεκαπέντε πάγκους πλαγιοδέθηκε στην Καλαμάτα και μια άλλη φρεγάτα με δεκατρείς πάγκους στη Σκάλα της Τζίμπερης (;) της Καρδαμύλης και δύο σκαμπαβίαι παραδόθηκαν στο Γιωργάκη Μαυρομιχάλη.
Αυτή τη φορά, ο Θανάσης Κουμουνδούρος, ο οποίος συγκέντρωσε από Αρβανίτες στην περιοχή του Μυστρά ένα μπουλουξή (ομαδάρχη) και πενήντα άτομα που προσέλαβε δήθεν ως μούτσους, κατέλαβε ένα χωριό στη Μάνη και συνεχίζει τις βδελυρές πράξεις του, διαμηνύοντας στην Καλαμάτα ότι θα πάρει εκδίκηση για το γκρεμισμένο φρούριο και το φόνο του Κουτσογρηγόρη.
Ετσι θα χειροτερεύσουν τα πράγματα για την Καλαμάτα, εάν ο Κουμουνδούρος καταφέρει να πάρει την άδεια τοπικού καπετάνιου από το Μυστρά.
Επί τούτοις η διαταγή και πρόσταγμα είναι εκείνου.
Γραμμένο την δεκάτην ογδόη Ιουνίου του έτους χίλια επτακόσια εξήντα οκτώ (2 Dafer 1182) Ahmet Sehabetin”.
Ο Κουμουνδούρος πρώτα συμμάχησε με το Γιωργάκη Μαυρομιχάλη και το 1764 λεηλάτησαν την Καλαμάτα. Το 1768 όμως ο Μαυρομιχάλης ήταν στο πλευρό του Παναγιώτη Μπενάκη και πολέμησε τον Κουμουνδούρο και τον Κουτσογρηγόρη, ο οποίος έχασε τη ζωή του με αρκετούς συντρόφους του. Επέζησε της καταστροφής εκείνης ο Κουμουνδούρος και στη συνέχεια πολιορκήθηκε στο κάστρο της Ζαρνάτας. Μετά από μακρά πολιορκία αναγκάστηκε να ντυθεί με γυνακεία ρούχα και να διαφύγει στα Βαρδουνοχώρια, όπου στρατολόγησε Τουρκοβαρδουνιώτες και ετοιμάστηκε για νέα κινήματα. Απειλούσε ακόμη τους Καλαματιανούς ότι θα τους εκδικηθεί, γιατί σκότωσαν το σύντροφό του, τον Κουτσογρηγόρη και του κατέστρεψαν το κάστρο. Μετά όμως από όλα αυτά φαίνεται ότι έγινε καπετάνιος του Σταυροπηγίου και με αυτόν τον τίτλο υπέγραψε το 1769 αίτηση προς την αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη τη Β’, ζητώντας μαζί με άλλους Λάκωνες βοήθεια για να ελευθερωθούν οι Ελληνες από τον τουρκικό ζυγό.
Αξιοπρόσεκτη είναι η ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Μάνης του Παναγιώτη Μπενάκη, που ήταν ένας πολύ πλούσιος έμπορος της Καλαμάτας.
Γιος του Καλαματιανού άρχοντα Μπένου Ψάλτη και της Σταθούλας, κόρης του Λιμπεράκη Γερακάρη, τον οποίο οι Τούρκοι τον αξίωσαν με τον τίτλο του μπέη της Μάνης και οι Βενετοί τον βράβευσαν με το βαθμό του συνταγματάρχη και τον τίμησαν ως ιππότη του Αγίου Μάρκου. Αλλοι τον χαρακτηρίζουν τυχοδιώκτη.
Ο Παναγιώτης Μπενάκης με τα άφθονα χρήματα που είχε κερδίσει από το εμπόριο και τα πολύ πλούσια δώρα, τα οποία πρόσφερε στους Τούρκους αξιωματούχους, μπορούσε να εξαγοράζει τη φιλία των πασάδων και των υφισταμένων τους. Από το παραπάνω έγγραφο προκύπτει ότι ο πρωθυπουργός της Τουρκίας τον διέταξε να πολεμήσει τους δύο ταραξίες, τον Κουτσογρηγόρη και τον Κουμουνδούρο, με τη βοήθεια άλλων καπεταναίων της Μάνης και τουρκικού στρατού. Ο Παναγιώτης Μπενάκης χαρακτηρίζεται προύχοντας, αλλά θα πρέπει να είχε κάποιο αξίωμα, γιατί δεν είναι νοητό να δίνεται εντολή σε προύχοντα της Καλαμάτας να διώξει στην Ανατολική Μάνη τον Κουτσογρηγόρη και τον Κουμουνδούρο.
Η τουρκική κυβέρνηση αντιμετώπισε τον Παναγιώτη Μπενάκη σαν να ήταν ένας καπετάνιος ή μπέης της περιοχής, που συμπεριλάμβανε και τη Μάνη. Ο Λιμπεράκης Μπενάκης, γιος του Παναγιώτη, που ήταν πρόξενος της Ρωσίας στην Κέρκυρα, είχε δηλώσει στον περιηγητή Bartholdy, ότι ο πατέρας του ήταν ηγεμόνας της Μάνης, δηλαδή μπέης. Στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε.
Του Σταύρου Καπετανάκη