ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ
Η παρούσα εργασία, αποτελεί μια προσπάθεια κατανόησης των αλλαγών που συντελούνται στον κατοικημένο χώρο, μέσα από τη θεώρηση της αλληλοεπίδρασης που ενυπάρχει στη σχέση της Γεωγραφίας με την Ιστορία, ιδίως κατά τη διάρκεια των μέσων χρόνων στη Μεσσηνία. Επικεντρώνεται ωστόσο ειδικότερα, στα οικιστικά των Κοντοβουνίων κατά τη νεότερη περίοδο. Στο τέλος, εξετάζει συνοπτικά τη μεταμεσαιωνική αρχιτεκτονική της αγροτικής κατοικίας. Αυτή, που συνήθως αποκαλούμε ανώνυμη, λαϊκή ή παραδοσιακή και η οποία απ' ό,τι φαίνεται έχει βρει τη θέση που της αρμόζει στην εθνική μας κληρονομιά41.
Η περιοχή των Κοντοβουνίων, απ' όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, παραμένει από αυτή την άποψη ανεξερεύνητη42.
Έχοντας υπόψη, ότι ο βαθμός αλλοίωσης του κτισμένου περιβάλλοντος στον αγροτικό χώρο43 συναρτάται αντίστροφα του υψομέτρου και της απομόνωσης, για τον προσδιορισμό και περιορισμό της περιοχής μελέτης, επιλέξαμε αυστηρά το σύνολο των οικισμών που περιλαμβάνει ή τέμνει η ισοϋψής των 500 μέτρων (εξαπλώνεται μεταξύ των 37°03'-37°15' βόρειο γεωγραφικό πλάτος, και 21°39'-21°54/ ανατολικά του Greenwich γεωγραφικό μήκος). Η ανελαστικότητα του συμβατικού κριτηρίου επιλογής (υψόμετρο) που ακολουθώ, άφησε εκτός μελέτης κάποια γνωστά κοντοβουνιώτικα χωριά, όπως τον Αϊτό (Αετό)44 και την ερημωμένη σήμερα Βιδίσοβα (1930 Δροσοπηγή)45, αλλά και τέσσερα ακόμη «ημιορεινά» χωριά, τα οποία είχα συμπεριλάβει αρχικά στο σώμα των Κοντοβουνίων46. Η «περιοχή μελέτης» περιλαμβάνει συνολικά 41 τώρα ή/και άλλοτε οικιστικά κέντρα, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται σ' αυτά μεσαιωνικές θέσεις και μοναστήρια (πίν. 2, χάρτης 3)47. Η περιοχή αυτή με επιφάνεια 221,4 τετραγωνικά χιλιόμετρα, αντιστοιχεί στο ένα εκατοστό της εκτάσεως της Πελοποννήσου και συγκεντρώνει ολιγάριθμο πληθυσμό (2.482 κάτοικοι, απογραφή 1991), ο οποίος μόλις ξεπερνά το 2%ο του πληθυσμού αυτής της ίδιας γεωγραφικής ενότητας. Η υπάρχουσα πληθυσμιακή πυκνότητα με 11,2 κατοίκους ανά τετραγωνικό χλμ. αντιστοιχεί στο ένα πέμπτο περίπου αυτής της Πελοποννήσου. Πιο ακριβέστερα η οικιστική εικόνα που έχουμε σε παρόντα χρόνο, έχει ως εξής:
α) 31 χωριά [= XX, Χ = χωριό] παραμένουν κατοικημένα, έστω κι' αν σε κάποια απ' αυτά μένουν ελάχιστα άτομα, εμφανίζουν δηλαδή μερική εγκατάλειψη (τα φέροντα αριθμό: 10, 11, 18, 23, 27, 41).
β) Έξι έχουν τελείως εγκαταλειφθεί και είναι έρημα (XX 2, 3, 8) ή σοβαρά ερειπωμένα (XX 7, 12, 32).
γ) Τα υπόλοιπα τέσσερα έχουν προ πολλού εξαφανιστεί και παρέμειναν ως τώρα είτε ημιτελώς εντοπισμένα είτε αταύτιστα. Στην καλύτερη περίπτωση διασώζουν το όνομα τους ως τοπωνύμιο ή/και την κεντρική τους εκκλησία σαν ερημοκκλήσι, που αργότερα κατέστη εξωκκλήσι, κάποιου απ' τα γειτονικά χωριά48. Τα τελευταία συναντάει κανείς σε ενετικές απογραφές του τέλους του δεκάτου εβδόμου αιώνα (XX 14, 19, 28, 31).
Βρισκόμαστε, δηλαδή, απέναντι στην ίδια ζοφερή δημογραφική πραγματικότητα και πολεοδομική στασιμότητα, που σήμερα έχει καταστεί τυπική σε όλα τα ορεινά της Πελοποννήσου48".
Η επιτόπια έρευνα στους οικισμούς απέδωσε διάφορες σειρές φωτογραφικών και σχεδιαστικών αποτυπώσεων καταγεγραμμένες στο film ή το χαρτί, σε διαφορετικά μεταξύ τους χρονικά διαστήματα, από το 1993 και μετά, κυρίως από τους τέως δήμους49 Τριπύλης και Φλεσιάδος (XX 1-18). Ένα ελάχιστο αυτού του υλικού παρουσιάζεται στο τέλος της εργασίας, όπου υπάρχει αναφορά στα αρχιτεκτονικά και μόνο ενδεικτικά σε δύο τύπους σπιτιών: της ισόγειας χαμοκέλας και του προεπαναστατικού μακριναριον. Στα αμέσως επόμενα, κάνουμε λόγο:
α) Για τα ιστορικογεωγραφικά της μεσαιωνικής Μεσσηνίας, εστιάζοντας όμως στα Κοντοβούνια κατά περίπτωση ανάλογα με τα διαθέσιμα τεκμήρια, και
β) Στα μεταμεσαιωνικά οικιστικά της περιοχής μελέτης (17ος-19ος αιώνας), όπως αυτά προκύπτουν από στοιχεία της επιτόπου έρευνας και δημοσιευμένων πηγών της νεότερης ιστορίας μας. Τέλος, θα κλείσουμε με λίγα αρχιτεκτονικά.
37. Βλ. την σειρά 'Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική [= ΕΠΑ], ττ. 1-8, Αθήνα 1989 κ.εξ. Βλ. επίσης εκτενή βιβλιογραφία στα: Ί. Δημακόπουλος (επιμ.), Ανθολογία 'Ελληνικής Αρχιτεκτονικής. Ή κατοικία στην 'Ελλάδα άπό τό 15ο στον 20ό αιώνα (έκδ. ΥΠΠΕ), Αθήνα 1981, σσ. 75-133· Ν. Μουτσόπουλος, Βιβλιογραφία ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής, στο TEE, Πεπραγμένα τοϋ 2ου συμποσίου τοϋ ICOMOS, Αθήνα 1979, σσ. 375-441· ο ίδιος, Συμβολή στή βιβλιογραφία της λαϊκής αρχιτεκτονικής, Θεσσαλονίκη 1978.
38. Επιτόπια επίσκεψη από ομάδα αρχιτεκτόνων πρότεινε για κάποια από τα χωριά (π.χ. Μάλη, Ραφτόπουλο, Ασούτενα, Σελά, Μανιάκι, Πάνω Κοντογόνι) περιορισμένη προστασία (= βαθμό προστασίας 3)· πρβλ. Ή μελέτη εντοπισμού καταγραφής και αξιολογήσεως παραδοσιακών οικισμών, Αρχιτεκτονικά Θέματα, τ. 9 (1975), σσ. 113 κ.εξ., όπου βλ. κυρίως Α. Πετρονώτης, Μ. Καβάγια, Κ.
Κρεμέζη και Ρ. Γαλανάκη, Πελοπόννησος και Νότια Επτάνησα, σσ. 129-133. Ειδικά η Μάλη και η Ασούτενα έχουν προταθεί τελευταία για να συμπεριληφθούν σε πρόγραμμα αξιοποίησης εγκαταλελειμμένων οικισμών βλ. εφημ. Σημαία, 16-10-2001, σ. 13 και εφημ. Θάρρος, 10-10-2003, σ. 4.
43. Οι παρεμβάσεις αλλοίωσης συνίστανται κυρίως στην χρήση μοντέρνων δομικών υλικών σε προσθήκες ή/και νέες κατασκευές (μπετόν, τσιμεντόλιθοι, βιομηχανικά τούβλα και κεραμίδια, αλουμινένια κουφώματα, επίχριση λιθοδομών κ.ά.), την εφαρμογή ρυμοτομικών σχεδίων, την χρήση τροχοφόρων, αλλά και την δράση κάποιων πολιτικών μηχανικών και ακατάλληλων μαστόρων. Τα πεδινά ιδίως χωριά, κατά κανόνα, έχουν τελείως χάσει ή χάνουν συνεχώς την γνήσια παραδοσιακή τους μορφή.
44. Χωριό με κάστρο και μεσαιωνικό παρελθόν. Βλ. Α. Bon, La Moree Franque. Recherches historiques, topographiques et archeologiques surla principaute d' Achai'e (1205-1430), Παρίσι 1969,
σ. 417.
45. Απ' όπου κατά τον Γρηγοριάδη, Λλήθειαι (όπ. σημ. 24), σ. 16 σημ. 2, κατάγεται η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων και «άρχηγέτης της οικογενείας ταύτης ύπήρξεν ό Λάμπρος Ζεργίνης». Ο ίδιος όμως ο Γέρος του Μοριά, Κολοκοτρώνης, Δίήγησις (όπ. σημ. 29), σ. 3, αναφέρει ως χωριό-γενέτειρα της οικογένειας του, με αρχικό το επώνυμο Τζεργίνης, «το 'Ρουπάκι, πλησίον τοϋ χωρίου Τουρκολέκα». Σίγουρο είναι πάντως ότι Τσεργιναίοι υπήρξαν στα Κοντοβούνια, βλ. Τ. Κανδη-λώρος, Ό Άρματωλισμός της Πελοποννήσου (1500-1821), Αθήνα 1924 (ανατ. 1990), σσ. 21-22.
46. Στυλιανού, Μουζάκι, Κάτω Λεντεκάδα (1956 Ροδιά) και Μαργέλι. Για το τελευταίο χωριό βλ. W. Lee, Pylos Regional Archaeological Project, Part 4: Change and the Human Landscape in a Modern Greek Village in Messenia, Hesperia, τ. 70/1 (2001), σσ. 49-98.
47. Στην αναγραφή των τοπωνυμιών για λόγους συνέπειας συνειδητά αποφεύγω τις τεχνητά
επιβεβλημένες, κενού ιστορικού περιεχομένου, μετονομασίες (συνήθως υδρωνύμια: Παλαιόν Λου-
τρόν, Παλαιά Βρύση, Άνυδρον, Κρυονέριον, Κεφαλόβρυσον, Καρυόβρυση, Περδικόβρυση, Ρευμα-
τιά, κ.ά.). Αλλά και τους επίσημους-καθαρευουσιάνικους τύπους, όπως κυριώνυμα ανθρωπωνύ-
μια σε ονομαστική πτώση (π.χ. ο Σελλάς, ο Κεφαλινός) αντί του γνήσιου τύπου της γενικής. Στην
ορθογραφία και τον τονισμό ακολουθώ γενικά τους G-McD και Γ. Πίκουλα, Λεξικό των οικισμών
τής Πελοποννήσου. Παλαιά και νέα τοπωνύμια, Αθήνα 2001 [= ΛΟΠ].
48. Πρβλ. Ά. Κυριακίδου-Νέστορος, Σημάδια τοϋ τόπου ή ή λογική τοΰ ελληνικού τοπίου, στο
βιβλίο της: Λαογραφικό Μελετήματα Ι, Αθήνα 1989, σσ. 37-40.
48α. Αλλά και γενικότερα της αγροτικής υπαίθρου που παρουσιάζει έντονη αλλοίωση στην βάση της πυραμίδας ηλικιών, βλ. Π. Τσαχουρίδης, Αγροτική έξοδος και αλλοίωση του δημογραφικού προφίλ, στο ΕΚΚΕ-ΚΝΕ/ΕΙΕ, Ό αγροτικός κόσμος στον μεσογειακό χώρο, Αθήνα 1988, σσ. 215-222.
49. Οποιαδήποτε αναφορά σε «τέως δήμους» πρέπει να τους εννοεί έτσι όπως αυτοί είχαν
αποκρυσταλλωθεί το 1912, χρονιά της καταργήσεως τους. Για τους δήμους της Μεσσηνίας, βλ.
ΓΔΠΕ, τ. 1 (1973), σσ. 238-240.