ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΔΟΜΗΜΕΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Το τοπίο κλιμακώνεται υψομετρικά από τα πεδινά σε ημιορεινές λοφοσειρές και γίνεται ορεινό με δεσπόζουσες τηλεφανείς κορυφές, που λειτουργούν ως ορόσημα και σημεία αναφοράς της θέσης που βρίσκεσαι. Μικρά οροπέδια έχουν σχηματιστεί, ενώ κατάχλωρες κοιλάδες ποτίζονται από άφθονα ρέματα και πηγές. Εδώ οι έννοιες του μέτρου και της μικρής κλίμακας είναι παρούσες.
Τα χαμηλότερα εδάφη καλλιεργούνται (κύρια προϊόντα: λάδι, σταφίδα και κρασί), ενώ τα πιο ορεινά καλύπτουν λόγκοι από θάμνους και αγριόδεντρα. Πριν την αποδιοργάνωση του παραδοσιακού πολιτισμού με την αγροτική έξοδο κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ο χαρακτήρας της οικονομίας ήταν μεικτός, γεωργοκτηνοτροφικός, περισσότερο γεωργικός και λιγότερο κτηνοτροφικός στα πεδινά, ενώ βαίνοντας προς τα ορεινότερα η σχέση ανατρεπόταν υπέρ της κτηνοτροφίας (κυρίως γιδοπρόβατα).
Στη διάρθρωση του σύγχρονου οικιστικού πλέγματος αναδεικνύονται
ιεραρχικά οι τέσσερις πόλεις της πεδινής Τριφυλίας, που περιλαμβάνουν
ημιαστικό πληθυσμό: Κυπαρισσία/ πριν το 1835 Αρκαδία, Φιλιατρά,
Γαργαλιάνοι και Χώρα/ πριν το 1927 Λιγούδιστα· και στο μυχό του
Μεσσηνιακού κόλπου το πολεοδομικό δίπολο Καλαμάτα-Μεσσήνη (πριν Νησί).
Ο αγροτικός πληθυσμός κατανέμεται σε διάσπαρτους πεδινούς και ορεινούς
οικισμούς, οι πολυαριθμότεροι από τους οποίους δεν ξεπερνούν τους 500
κατοίκους. Μεγαλύτερη συχνότητα εμφανίζουν όσοι αριθμούν 100-200
κατοίκους, ενώ η πλειονότητα του αγροτικού κόσμου κατοικεί σε χωριά με
200-500 άτομα.
Ειδικότερα, στον ορεινό χώρο της μεσσηνιακής χερσονήσου (δεξιά του Παμίσου) αναγνωρίζονται στο εδαφικό ανάγλυφο, από βόρεια, οι εξής τοπικές ενότητες οικισμών (σύνολα χωριών):
α) Τα Απανωχώρια. Έτσι λέγονται τα χωριά του Λυκαίου. Εκεί δηλαδή που βρίσκονται οι πηγές της Νέδας και ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα21.
β) Τα Ζουρτοανοχώρια. Είναι τα περί τη Ζούρτσα (από το 1927 Κάτω ή Νέα Φιγάλεια) χωριά της Ολυμπίας, που βρίσκονται ανάμεσα στο Λλβενέϊκο βουνό (αρχαία Μίνθη, ύψ. 1.344 μ.) και τη Νέδα22.
γ) Τα Σουλιμοχώρια23. Είναι μια πύκνωση οικισμών στο Τετράζι με σημαντικότερο, κατά την Τουρκοκρατία, το κεφαλοχώρι του Σουλιμά24. Ονομάζονται επίσης και Αρβανιτοχώρια λόγω της αλβανικής προέλευσης των κατοίκων τους, οι οποίοι ομιλούσαν μέχρι τις μέρες μας μία μεικτή ελληνοαλβανική διάλεκτο25.
δ) Τα χωριά των Κοντοβουνίων, τα οποία αποτελούν την κύρια περιοχή εστίασης της μελέτης μας.
ε) Τα χωριά του Λυκοδήμου (Λυκοδήματα), στην κεντρική Πυλία26, και
στ) Τα «Ακριτοχώρια»27 στα Μοθω(νο)κόρωνα
21. Πρόκειται για τα χωριά: Αγιοσώστης, Σκληρού, Αμπελιώνα, Δέλγα (το 1930 μετονομάστηκε Πέτρα), Μπέρεκλα (1930 Νέδα), Μαρίνα, Κακαλέτρι και Στάσιμο. Βλ. Ά. Τσέλαλης, Ή επιδρομή τοϋ Μπράίμη, ΠελΠρωτ, τ. 5 (1961), σ. 175 σημ. 3· ο ίδιος, Τά Μεσσηνιακά χωριά τοΰ Λυκαίου..., στο Μ. Φερέτος (επιμ.), Μεσσηνιακά 1968, Αθήνα 1968, σσ. 65-72.
22. Βλ. D. Georgacas και W. McDonald, Place names of southwest Peloponnesus. Register and indexes, Αθήνα 1967, Παράρτημα στα Πελοποννησιακά [= Πελ], τ. 6 (1968) και ανεξάρτητος τόμος 1967 [= G-McD], αριθμός 2129 (σ. 137), όπου μαζί με τη Ζούρτσα αναγράφονται τα χωριά: Πάνου Κοπάνιτσα (1955 Κρυονέριον), Τριάντα, Μουντρά (1927 Φασκομηλιά), Βερβίτσα (1927 Πετράλωνα), Στροβίτσι (1916 Λέπρεον) και Πρασιδάκι.
23. Μαζί με το Σουλιμά (1927 Άνω Δώριον) συμπεριλαμβάνονται και τα εξής χωριά: Κούβελα, Σίρτζι, Διμάντρα, Χαλκιά, Πάνου Ψάρι, Ψάρι, Βλάκα (1940 Χρυσοχώριον), Λάπη (1930 Ριζοχώ-ρι), Αι-Γιώργης, Κλέσουρα (1960 Αμφιθέα), Γουβαλάρια (1956 Αγιος Πέτρος), Στυλάρι, Κοπανάκι (Άνω), Κάτου Κοπανάκι, Κάτω Σουλιμά (1924 Δώριον), Βασιλικό και Κατσούρα (1940 Άνω Βασιλικό), G-McD, αρ. 7307 (σ. 254).
24. Τη μεταβυζαντινή περίοδο ο όρος «κεφαλοχώρι» προσδιορίζει χωριό χριστιανών με προνόμια αυτοδιοίκησης και δικαιώματα ιδιοκτησίας, βλ. Α. Μπιμπίκου-Αντωνιάδη, Ελλάδα 1350-1650, στο βιβλίο της: Προβλήματα Ιστορίας. Βυζαντινά, Μεταβυζαντινά Ι, Αθήνα 1996, σ. 206· ο Μαρίνο Μικιέλ στην Έκθεση του (1691) γράφει ότι οι κάτοικοι του Σουλιμά (Solimano) ήταν σκληροτράχηλοι και θηριώδεις και ότι οι Τούρκοι με δυσκολία τους διοικούσαν, βλ. Σ. Λάμπ:ρος, Ιστορικά Μελετήματα, Αθήνα 1884 (ανατ. 1979), σ. 203· Ά. Τσελίκας, Μεταφράσεις Βενετικών εκθέσεων περί Πελοποννήσου, Β', Πελ, τ. 17 (1989), σ. 147· ενώ ο Α. Γρηγοριάδης, Ίστορικαί Άλήθειαι, Αθήνα 1934 (ανατ. 1994), σσ. 88-89, γράφει ότι τα Σουλιμοχώρια «αύτοδιφκοϋντο ύπό είδους στρατιωτικής ομοσπονδίας» και ότι «ποτέ δέν έπατήθησαν από Τούρκους ή Ενετούς».
25. Στο G-McD, σ. 78, καταγράφονται 27 αλβανόφωνα χωρία της Τριφυλίας από τα οποία τα περισσότερα βρίσκονται στα Σουλιμοχώρια· βλ. και Β. Randolph, The Present State of the Morea called anciently Peloponnesus, Λονδίνο 31689 (ανατ. Αθήνα 1991), σ. 16.
26. Όπως τα παλιά ερειπωμένα χωριά Ρομίρη και Σουληνάρι (Σουληναρορόμιρα), ξαναχτισμένα στη δεκαετία του 1960, 4 χλμ. βορειοδυτικά, αλλά και τα Τρύπες, Δράγκα (1927 Μαθία), Γα-μπριά, Λυκίσα, Κόκκινου κ.ά.
Το όνομα στο Ν. Πασαγιώτης, Ανεβάσταγοι, Αθήνα 1992. Ακριτοχώρια τα: Λαχανάδα, Γρίζη (1927 Ακριτοχώριον), Καπλάνη, Τσαΐζη (1916 Υάμεια), Σαρατσά (1927 Χρυσοκελλαριά), Βασιλίτση κ.ά.
28. G-McD, αρ. 3215 (σσ. 161-162).
29. Θ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της 'Ελληνικής φυλής από τα 1770 'έως τα 1836, Αθήνα 1846 (ανατ. 1981, επιμ. Τ. Γριτσόπουλος), σσ. 268-269· Δ. Πετρόπουλος, Πελοποννησιακά δημοτικά τραγούδια, ΠελΠρωτ, τ. 3 (1959), σ. 62.
29α. Δ. Γεωργακάς, Συμβολή εις τήν τοπωνυμικήν έρευνα, 'Αθηνά, τ. 48 (1938), σ. 32.
30. Τα υπόλοιπα ήταν Κάμπος, Σουλιμά και Ζούρτσα, βλ. Ά. Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας
της άναγεννηθείσης 'Ελλάδος, Αθήνα 1839, τ. 1 (ανατ. 1976, επιμ. Ί. Γιανναροπούλου), σ. 372 σημ.
1· Μ. Σακελλαρίου, Ή Πελοπόννησος κατά τήν δευτέραν Τουρκοκρατίαν, Αθήνα 1939 (ανατ. 1978), σ. 107· όταν ο Κανέλλος Δεληγιάννης, 'Απομνημονεύματα, τ. 3, Αθήνα 1957 (= Απομνημονεύματα αγωνιστών τοϋ 21, τ. 18), σ. 10, γράφει «Κοντοβούνια της ' Ανδρούσας», τα εννοεί φυσικά με την ευρύτερη γεωγραφική σημασία που έχουν.
31. F. Pouqueville, Voyage de la Grece, Παρίσι 21827, τ. 6, σ. 19 σημ. 1, τα Κοντοβούνια τα γράφει Koudounia. Ο κατάλογος συγκεντρωμένος το 1815 περιλαμβάνει 32 χωριά. Τα ονόματα των χωριών δημοσιεύονται αλλοιωμένα. Λάθη στα τοπωνύμια υπάρχουν και στην ελληνική μετάφραση Φ. Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα, Πελοπόννησος, μτφρ. Ν. Μολφέτα, Αθήνα 1997, σ. 443, όπως στα Βούτενα (Vatena), Μάκρενα {Kachrena), Μάλη (Khali), Τριπύλα (Trisselou), Λούμι {Limni), Χρύσοβα (Chrissasou), Μύρου (Cheiriou) κ.ά.
32. Μ. Χουλιαράκης, Γεωγραφική, Διοικητική και Πληθυσμιακή Έξέλιξις της 'Ελλάδος 1821-1971 [= ΓΑΠΕ], τ. 1, μέρος Α', Αθήνα 1973, σ. 33.
33. W. Leake, Ταξίδι είς τόν Μοριά, μτφρ. Γ. Στάθης, Γορτυνιακά, τ. 2 (1978), σ. 253. Η ψηλότερη κορυφή είναι ο Αγιο-Κωσταντίνος, 1,6 χλμ. βόρεια της Μάλης, με υψόμετρο 1.225 μ.
34. Ί. Φαλλμεράϋερ, Περί της καταγωγής των σημερινών 'Ελλήνων, μτφρ. Κ. Ρωμανός, Αθήνα 1984,σ.91.
35. Γ. Νικολάου, Εκκλήσεις Πελοποννησίων προς τόν Γενικό προβλεπτή Πελοποννήσου Francesco Grimani γιά τήν απαλλαγή από αγγαρείες (1698/99), Πρακτικά τοϋ Ε' ΔΣΠΣ (= Πελ. Παρ. 22), τ. 4 (1996-1997), σ. 280.
G-McD, αρ. 3214 (σ. 161). Το όνομα Κοντοβούνια μνημονεύεται και σε δημοτικό τραγούδι, βλ. Πετρόπουλος, Δημοτικά τραγούδια (όπ. σημ. 29), σ. 59-60- Ά. Βακαλόπουλος, 'Ιστορία τοϋ Νέου 'Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη [= ΙΝΕ], τ. 7 (1986), σ. 115.