ΦΥΣΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Τη μεσσηνιακή «χερσόνησο»11 συγκροτούν δυο διαφορετικές γεωτεκτονικές ζώνες:

α) Προς τα δυτικά η ζώνη Γαβρόβου-Τρίπολης, που περιλαμβάνει τα χαμη­λότερα βουνά όπως αυτά της δυτικής Πυλίας (Άγιος Νικόλαος ύψ. 484 μ., Μαντηλάς, 326 μ.) και τη λοφοσειρά της Τριφυλίας (Προφήτ' Ηλίας, 379 μ.), και

β) Η ζώνη Ωλονού-Πίνδου στα ανατολικά, στην οποία ανήκουν τα υψηλό­τερα βουνά: Λυκόδημος, Κοντοβούνια, Τετράζι και Αύκαιο12.

Στη στρωματογραφία αμφοτέρων κυριαρχούν σχεδόν αποκλειστικά ιζημα-τογενή πετρώματα και ιδίως ασβεστολιθικά13. Οι ασβεστόλιθοι της δεύτερης ζώνης διαφέρουν απ' αυτούς της πρώτης σε ηλικία και δομή. Στη δυτική άκρη της δεύτερης ζώνης, απ' τον Ακρίτα μέχρι την Κυπαρισσία, έχουν σχηματιστεί κροκαλοπαγή πετρώματα, όπως αυτά στα βουνά Ζαρναούρα (518 μ.), Λε-Λιάς (Χαντρινου, 620 μ.), Μακλαβάς και αυτά της οροσειράς του Αιγαλέου (Λγιά 1.066 μ., Αγιαβαρβάρα 1.219 μ., Γεράνιο 969 μ.)14.

imageΤο εύκρατο κλίμα της Μεσσηνίας, τύπου θαλάσσιου μεσογειακού, τουλάχι­στον προς το παρόν, δεν έχει μεταβληθεί από την αρχαιότητα15. Η θερμοκρα­σία με μέση ετήσια τιμή 19°C σπανίως κατέρχεται υπό το μηδέν. Οι χειμώνες είναι ήπιοι και πολύ βροχεροί. Το μέσο ετήσιο ύψος βροχής στα ορεινά ξεπερ­νάει τα 1.200 χιλιοστά16. Μέσα στους υδροπερατούς ασβεστόλιθους της ζώνης Πίνδου σχηματίζονται υδροφόροι ορίζοντες και καρστικά έγκοιλα, που τρο­φοδοτούν πλήθος πηγές επαφής και κεφαλάρια. Σημειώνω τη γνωστή από το «Χρονικό του Μορέως» Κοπρινίτσα}1 και τα κεφαλάρια στου Κόκλα (η αρχαία Αχαΐα πηγή;), στον Αϊτό, το Κεφαλόβρυσο στο Αληκοντούζι κ.λπ. Δυτι­κότερα, στη ριζοβούνια, κατά μήκος του Αιγαλέου, άλλες σπουδαίες πηγές εκ-φορτίζουν την υδροφορία των κροκαλοπαγών18.

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του τόπου είναι η έντονη σεισμική δράση. Αρκεί να αναφέρει κανείς το «μεγάλο σεισμό», που έγινε στις 27 Αυγούστου 1886, του οποίου το επίκεντρο τοποθετείται δυτικά της Πρώτης. Από τον σει­σμό αυτό μεγέθους 8 74 Richter, καταστράφηκαν τα Φιλιατρά, η Λιγούδιστα (σήμερα Χώρα), η Κορώνη και 123 χωριά της δυτικής Μεσσηνίας· 6.000 σπίτια κατέρρευσαν και 326 άνθρωποι σκοτώθηκαν19. Έκτοτε οι τοπικοί σεισμοί στη δυτική Μεσσηνία, με μέγεθος άνω των 5 Richter, ξεπερνούν τους 3020. Οι επι­πτώσεις του φαινομένου στο παλαιότερο κτισμένο περιβάλλον και ειδικά στα θεμελιωμένα σε χαλαρά εδάφη κτίσματα είναι προφανείς.

10.   Δ. Κισκύρας, Ή περιοχή της Μεσσηνίας άπό γεωτεκτονική και γεωδυναμική άποψη, Πρα-κτικά τοϋ Γ' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών [= ΔΣΠΣ] (= Πελοποννησιακά Πα­ράρτημα 13), τ. 3 (1987-1988), σ. 194.

11.   Γ. Κατσικάτσος, Γεωλογική μελέτη περιοχής Βασιλικοϋ-Ίθώμης Μεσσηνίας, Αθήνα 1980, σ. 17 σχέδ. 2.

12.   Δ. Κισκύρας, Τά ίζηματογενή πετρώματα τής Μεσσηνίας, Αθήνα 1938.

13.   Ο ίδιος, Ύδρογεωλογικές παρατηρήσεις πού αναφέρονται στην περιοχή τής Δυτικής Μεσση­νίας, Πρακτικά τοϋ Γ' Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών {= 77ελ. Παρ. 18), 1991, σσ. 70-72.

14.   Πρβλ. Στράβων, Γεωγραφικά, Η' 366 (τ. 3, σ. 1074).

15.   Ή. Μαριολόπουλος, Τό κλίμα της Πελοποννήσου, ΠελΠρωτ, τ. 8 (1964), σσ. 77-82· Γ. Θεο-χαράτος και Κ. Μιχόπουλος, Κλιματικά χαρακτηριστικά τής Πελοποννήσου. Ή επίδραση τους στη γεωργική παραγωγή, Πρακτικά τοϋ ΣΤ' ΔΣΠΣ (= Πελ. Παρ. 24), τ. 3 (2001-2002), σσ. 403-404· το μέσο ετήσιο ύψος βροχής στην επαρχία Τριφυλίας από 1-9-1984 έως και 31-7-2002 ήταν 808 χιλ. με βροχερότερο το 1999 (1.306,9 χιλ.), βλ. εφημ. Ελευθερία, 26-8-2002, σ. 24.

ΧρΜορ, στχ. 5302, 5316 (σ. 221).

18. Κισκύρας, Ύδρογεωλογικές παρατηρήσεις (όπ. σημ. 14), σσ. 72-80· βλ. και χάρτη 3-6 στο

ΜΜΕ.

19.    Δ. Κισκύρας, Ή Πελοπόννησος από σεισμολογική άποψη, ΠελΠρωτ, τ. 2 (1958), σ. 107· Ά. Γαλανόπουλος, Σεισμική γεωγραφία της Πελοποννήσου, ΠελΠρωτ, τ. 8 (1964), σ. 51.

20.    Κισκύρας, Μεσσηνίας γεωτεκτονική καί γεωδυναμική (όπ. σημ. 11), σσ. 205-206.

Σύνδεση Χρήστη





Δεν έχετε λογαριασμό ακόμα; Δημιουργία λογαριασμού

Online χρήστες

Έχουμε 40 επισκέπτες σε σύνδεση

Στατιστικά

Επισκέπτες: 5158172