ΜΕΤΑΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ
Παρ' όλα αυτά η ενοποιημένη χώρα κάτω από σταθερή διοίκηση απολαμβάνει ειρηνική διαβίωση και εντυπωσιακή δημογραφική ανάπτυξη, όπως σημειώνεται και σ' ανάλογες περιοχές τον 16ο αιώνα κατά τη σύμφωνη εκτίμηση των ιστορικών της περιόδου όπως ο Braudel236, o Barkan237, o Todorov238 αλλά και δικών μας ερευνητών239. Υπό αυτές τις ευνοϊκές, όπως φαίνεται, συνθήκες που με ενδιαφέρον αναμένουμε την αρχειακή τους επιβεβαίωση, και όπως συμβαίνει άλλωστε και στις δύο προηγούμενες «σκοτεινές» περιόδους της Πελοποννήσου, συντελείται μια νέα οικιστική μεταμόρφωση του κατοικημένου χώρου, η οποία φαίνεται να ακολουθεί το εξής σχήμα: «παρακμή του οχυρωματικού δικτύου, δημογραφική ανάπτυξη με συνέπεια την επέκταση των καλλιεργειών, και δημιουργία νέων οικισμών»240.
Η μητρόπολη Χριστιανουπόλεως που επανεμφανίζεται στην εκκλησιαστική ιστορία (1474)241, είχε το 1575 στη δικαιοδοσία της τριακόσιους ιερείς που ποίμαιναν 10.000 οικογένειες (σπίτια) χριστιανών, τις περισσότερες από κάθε άλλη μητρόπολη στην Πελοπόννησο242, παρά την απόσπαση από την τελευταία της επισκοπής Ανδρούσης (το 1570) προς χάριν του «δραστήριου» Μακαρίου Μελισσηνού, μητροπολίτη Μονεμβασίας243. Αναμφίβολα η οροθετική γραμμή των δύο εκκλησιαστικών επαρχιών (Μονεμβασίας και Χριστιανουπόλεως), που εμφανίζει το χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (1293), διερχόταν από τα Κοντοβούνια244.
Προς τα τέλη του Που αιώνα βρισκόμαστε απέναντι σε μια αναμφισβήτητη δημογραφική κρίση245· οι εκθέσεις των βενετών αξιωματούχων περιγράφουν το μέγεθος της παρακμής. Σε αντίθεση με την περίοδο της Πρώτης Τουρκοκρατίας, από την περίοδο της Ενετοκρατίας και εξής, στηριγμένοι σε δημοσιευμένες πηγές από το πλούσιο αρχειακό υλικό που υπάρχει, είμαστε σε θέση να παρακολουθήσουμε με ακρίβεια την οικιστική εξέλιξη της Πελοποννήσου και ειδικά αυτή των Κοντοβουνίων, θέμα που αναπτύσσεται στο επόμενο και τελευταίο μέρος της εργασίας μας.
226. Ε. Λιάτα και Κ. Τσικνάκης, Με την Αρμάδα στο Μοριά (1684-1687). Ανέκδοτο ημερολόγιο με σχέδια, Αθήνα 1998.
227. Θ. Κριμπας, Ή ένετοκρατουμένη Πελοπόννησος (1685-1715), Πελ, τ. 1 (1956), σσ. 315-346 και τ. 2 (1957), σσ. 247-255· Δ. Χατζόπουλος, Ο τελευταίος βενετο-οθωμανικός πόλεμος (1714-1718), Αθήνα 2002.
228. Σακελλαρίου, Πελοπόννησος (όπ. σημ. 30).
229. ΙΝΕ, τ. 2 (21976), σσ. 95-109· ΙΕΕ, τ. 10 (1974), σσ. 72-73.
230. Β. Παναγιωτόπουλος, Ή «αποχώρηση» πληθυσμών από την πεδιάδα στό βουνό στά χρόνια της Τουρκοκρατίας: ένας έξηγηματικός μύθος σύνθετων δημογραφικών φαινομένων, στο ΕΚΚΕ-ΚΝΕ/ΕΙΕ, αγροτικός κόσμος (όπ. σημ. 48α), σσ. 203-205· Δ. Καρύδης, Χωρο-γραφία νεωτε-ρική ή λόγος για τη συγκρότηση και εξέλιξη των ελληνικών πόλεων από τον 15ο στον 19ο αιώνα, Αθήνα 2000, σσ. 63 και 194-195 σημ. 3.
231. Κορδώσης, Μετατόπιση (όπ. σημ. 140), σ. 96.
232. Β. Μουταφτσίεβα, Αγροτικές σχέσεις στην 'Οθωμανική Αυτοκρατορία (15ος-16ος αιώνας), μτφρ. Ο. Αστρινάκη και Ε. Μπαλτά, Αθήνα 1990.
233. Στα 1520/1530 η Πελοπόννησος είχε 1.065 εστίες μουσουλμάνων, 49.412 χριστιανών και 464 εβραίων. Ο. Barkan, Les deportations comme methode de peuplement et de colonisation dans l'Emprie Ottoman, Revue de la faculte des sciences economiques de l'Universite d'Istanbul, x. 11 (1953), σ. 63· Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός {ότι. σημ. 142), σ. 118· ΙΝΕ, τ. 2 (21976), σ. 116.
234. Δ. Λούπης, Ο Πιρί Ρεΐς (1465-1553) χαρτογραφεί το Αιγαίο. Π οθωμανική χαρτογραφία και η λίμνη του Αιγαίου, Αθήνα 1999, σσ. 308-316.
235. Α. Delatte, Les Portulans grecs, Λιέγη-Παρίσι 1947, σσ. 55-62, 213-214, 267-268, 309· ανατύπωση στο Οι 'Ελληνικοί Πορτολάνοι. Τά πρωτότυπα χειρόγραφα κείμενα τοΰ 16ου και 17ου αιώνα, Αθήνα 2000· γενικότερα Γ. Τόλιας, Οι ελληνικοί ναυτικοί χάρτες Πορτολάνοι (15ος-17ος αιώνας), Αθήνα 1999. Για εντύπους χάρτες, βλ. τον κατάλογο που έχει καταρτίσει ο C. Zacharakis, A catalogue of printed maps of Greece (1477-1800), Αθήνα 21992· βλ. επίσης Β. Σφυρόερας, Α. Αβρα-μέα και Σ. Ασδραχάς, Χάρτες και χαρτογράφοι του Αιγαίου Πελάγους, Αθήνα 1985.
236. F. Braudel, Ή Μεσόγειος και ό μεσογειακός κόσμος την εποχή τοΰ Φιλίππου Β' της Ισπανίας, μτφρ. Κ. Μιτσοτάκη, Αθήνα, τ. 1 (1993), σ. 397-400.
237. Ο. Barkan, Essai sur les donnees statistiques des registres de recensement dans l'Empire Ottoman aux XVe et XVIe siecles, Journal of the Economic and Social History of the Orient, τ. 1Α (1957), σσ. 25-31.
238. Ν. Τοντόροφ, Ή Βαλκανική πόλη (15ος-19ος αιώνας), μτφρ. Έ. Αβδελά και Γ. Παπαγεωργίου, Αθήνα 1986, τ. Ι,σσ. 101-118.
239. Σ. Ασδραχάς, Μηχανισμοί της αγροτικής οικονομίας στην Τουρκοκρατία (ΙΕ'-ΙΣΤ' αιώνας), Αθήνα 1978, σσ. 269-271· Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός (όπ. σημ. 142), σσ. 111 κ.εξ.· Καρύδης, Χωρο-γραφία (όπ. σημ. 230), σσ. 49 κ.εξ.· Δ. Καρύδης και Μ. Kiel, Μυτιλήνης αστυγραφια και Λέσβου χωρογραφία (15ος-19ος αιώνας), Αθήνα 2000, σσ. 47, 83-133 σποραδικά και 179.
240. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός (όπ. σημ. 142), σ. 123.
241. Για την μεταβυζαντινή πορεία της μητρόπολης, με έδρα πιθανότατα στην Αρκαδία, βλ. Γριτσόπουλος, Εκκλησία Πελοποννήσου (όπ. σημ. 38), σσ. 513-541- Βέης, Εκκλησιαστική Γεωγραφία (όπ. σημ. 80), σσ. 306-310· Ε. Ζαχαριάδου, Δέκα τουρκικά έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567), Αθήνα 1996, σσ. 127-128.
242.Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός (όπ. σημ. 142), σ. 120.
243.Μ-Μ, τ. 5 (1887), σσ. 175-178· Γριτσόπουλος, Εκκλησία Πελοποννήσου (όπ. σημ. 38), σσ. 346-349· Ζερλέντης, Αι μητροπόλεις (όπ. σημ. 94), σ. 9.
244.Μετά το Βουρκάνο (Βουλκάνην) και πριν τον Αβαρΐνον αναζητάμε τα τοπωνύμια: Βουνού Όπήν και όρος "Ορθιον, Μ-Μ, τ. 5 (1887), σσ. 159-160- πρβλ. Η. Kalligas, Byzantine Monemvasia. The sources, Μονεμβασία 1990, χάρτης σ. xvi· Γ. Πίκουλας, Τά όρια της Μητροπόλεως Μονεμβασίας, ΑΣ, τ. 13 (1996), σσ. 393-404· Π. Βελισσαρίου, Χοιρόλακκοι, Πελ, τ. 16 (1986), σσ. 418-422- Α. Βερτσέτης, Ή ετυμολογία της τοπωνυμίας Χοιρόλακκοι, Π