Γεωθερμία: της Γης το χρυσάφι
H ευρύτατη τεχνογνωσία που έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια το τμήμα
Γεωθερμίας του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, αναλαμβάνοντας
σπουδαίες πρωτοβουλίες και συντονίζοντας με επιτυχία μεγάλα ευρωπαϊκά
προγράμματα, θα μπορούσε να αποτελέσει τη «μαγιά» για τη σωστή και
έγκαιρη αξιοποίηση του ανεξάντλητου θερμικού φορτίου της Γης και στη
χώρα μας, προσφέροντας σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς σημαντικότατη
εξοικονόμηση ενέργειας και κόστους.
Ομολογώ πως το «ερέθισμα» γι' αυτό το αφιέρωμα ήταν η είδηση, πριν από λίγους μήνες, ότι ένα ακόμα βραβείο - το δεύτερο συνεχόμενο - απονεμήθηκε στο ΚΑΠΕ, το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, με αφορμή τις ξεχωριστές επιδόσεις του στο χώρο της Γεωθερμίας.
Κι όταν αυτό είναι το ENERGY Globe Award, ένα από τα σημαντικότερα διεθνή περιβαλλοντικά βραβεία που απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο ενεργειακό έργο κάθε χώρας, τότε η υπόθεση σίγουρα σηκώνει ...ψάξιμο, καθώς αποδεικνύει την ύπαρξη συστηματικής έρευνας και συγκροτημένου έργου!
Αυτό επιβεβαίωσε με το παραπάνω, η επίσκεψή μας στο τμήμα Γεωθερμικής Ενέργειας του ΚΑΠΕ, στην Παλλήνη, και οι συζητήσεις που είχαμε τόσο με τα στελέχη του, όσο και με τον πρόεδρο του Κέντρου, κ. Αγαπητίδη, ο οποίος δικαίως καμάρωνε για τα δυο ENERGY Globe Awards, «καρπούς» της άκρως επιτυχημένης δραστηριότητας των ερευνητών του, στο συντονισμό δυο ευρωπαϊκών έργων: του Groundreach, με στόχο την προώθηση και προβολή των γεωθερμικών αντλιών θερμότητας, που απέφερε το βραβείο του 2008, και του Groundhit, με αντικείμενο την περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνολογίας αυτών των αντλιών και τη χρήση νέων, αποδοτικότερων πρωτοτύπων σε τρία επιδεικτικά συστήματα, για το οποίο τιμήθηκαν με το βραβείο του 2009.
Φυσικά, τέτοιες επιτυχίες δεν έρχονται τυχαία. Χρειάζεται κόπος και προσπάθεια για να κατακτήσεις το σεβασμό και την αποδοχή των ξένων εταίρων στα ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα και το τμήμα Γεωθερμικής Ενέργειας του ΚΑΠΕ έχει πολλές περγαμηνές σ' αυτόν τον τομέα, ο οποίος θεωρείται βασικότατη εναλλακτική πηγή ενέργειας και προβάλλεται ιδιαίτερα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως μια από τις καλύτερες λύσεις στον αγώνα για αειφόρο ανάπτυξη.
Ισχυρά πλεονεκτήματα
Οι γεωθερμικές αντλίες θερμότητας αποτελούν μια αξιόπιστη, οικονομική και φιλική προς το περιβάλλον τεχνολογία, η οποία αξιοποιεί τη σχεδόν σταθερή θερμοκρασία του εδάφους, λίγα μέτρα κάτω από την επιφάνεια, - η οποία διατηρείται στους 17-18 βαθμούς Κελσίου, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν «εκεί έξω» - προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες κάθε λογής κτηρίων και εγκαταστάσεων σε θέρμανση, ψύξη και ζεστό νερό χρήσης, με υψηλό βαθμό απόδοσης.
Καθώς η τεχνολογία αυτή εμφανίζει - πέρα από την αρχική επένδυση, την οποία αρκετές ευρωπαϊκές χώρες αντισταθμίζουν με κίνητρα και φοροαπαλλαγές - σημαντικά οικονομικά πλεονεκτήματα, αφού επιτρέπει στο χρήστη να απεξαρτηθεί από το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τις τιμολογιακές τους διακυμάνσεις, προτιμάται όλο και περισσότερο από τους καταναλωτές, που - ειδικά στην Ευρώπη - την υιοθετούν με γοργό ρυθμό.
Ο τρόπος λειτουργίας είναι απλός: Η πανταχού παρούσα και μόνιμα διαθέσιμη σταθερή θερμοκρασία του εδάφους αξιοποιείται με τη βοήθεια αντλιών θερμότητας και γεωεναλλακτών, που περιλαμβάνουν σωλήνες τοποθετημένους είτε οριζόντια σε χαμηλό βάθος, είτε κατακόρυφα σε γεωτρήσεις, στους οποίους κυκλοφορεί νερό σε κλειστό κύκλωμα.
Το χειμώνα, η γεωθερμική αντλία θερμότητας αξιοποιεί την υψηλότερη θερμοκρασία του εδάφους για τη θέρμανση του κτηρίου, μέσω ενδοδαπέδιων συστημάτων, αερόθερμων και αεραγωγών, ενώ το καλοκαίρι η διαδικασία αυτή αντιστρέφεται, οπότε η υπερβάλλουσα θερμότητα απάγεται προς το έδαφος και ο χώρος ψύχεται.
Με δεδομένο ότι το έδαφος, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ήδη ανήκει στην υπεράνω του ιδιοκτησία (άρα το κόστος κτήσης είναι μηδενικό) και η συντήρηση που απαιτεί ο εγκατεστημένος εξοπλισμός είναι αμελητέα, μετά την απόσβεση της υπολογίσιμης αρχικής επένδυσης το κόστος χρήσης περιορίζεται μόνο στη (χαμηλή) κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος για τη λειτουργία της αντλίας θερμότητας.
Η απόσβεση, ανάλογα με το πόσο χρησιμοποιείται το σύστημα, γίνεται σε περίπου 5-7 χρόνια.