Αναδιάρθρωση καλλιεργειών με βάση τις απαιτήσεις τους σε νερό
Αναδιάρθρωση των καλλιεργειών με βάση τις απαιτήσεις τους σε νερό προκρίνει η μελέτη του Ινστιτούτου Αγροτικής Συνεταιριστικής Οικονομίας που παρουσίασε πρόσφατα η ΠΑΣΕΓΕΣ. Στόχο της μελέτης αποτελεί η υιοθέτηση ενός ενιαίου μοντέλου για τη διαχείριση του νερού των αρδεύσεων προκειμένου να πάψει η υφιστάμενη κατασπατάληση των υδάτινων πόρων και η εξάντληση των υπόγειων και επίγειων υδροφόρων.
Ηδη από το προοίμιο της μελέτης τονίζεται πως η κατάσταση στην Ελλάδα ως προς τα αρδευτικά νερά είναι ακόμα πιο τραγική από αυτή που διαμορφώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο -όπου τα 2/3 από την ποσότητα νερού που προορίζεται για άρδευση χάνονται πριν καν φθάσουν στις καλλιέργειες, τεράστια σπατάλη όταν το 70% περίπου της ανθρώπινης κατανάλωσης νερού διατίθεται στην άρδευση.
Κι όμως μπορεί να υπάρξει ακόμα χειρότερη κατάσταση, κι αυτή επικρατεί στη χώρα μας, όπου -σύμφωνα με τη μελέτη«τα υπόγεια αποθέματα νερού σε πολλές περιοχές εξαντλούνται, η θάλασσα σε αρκετές άλλες περιοχές έχει εισχωρήσει επικίνδυνα στον υδροφόρο ορίζοντα, ενώ η ανεξέλεγκτη χρήση γεωτρήσεων επιδεινώνει δραματικά την κατάσταση. Πρόσφατη έκθεση του ΙΓΜΕ, που βασίστηκε σε μετρήσεις 524 σημείων σε όλη τη χώρα, διαπίστωσε την επιδείνωση της κατάστασης και τον προκλητικό τρόπο διαχείρισης και εκμετάλλευσης του υδάτινου πλούτου».
Η ανεξέλεγκτη αυτή κατάσταση στη χώρα μας τείνει να μετατραπεί σε χάος, καθώς -όπως σημειώνεται στη μελέτη- «οι επιπτώσεις που προκαλεί η υπεράντληση του νερού με ανεξέλεγκτες γεωτρήσεις δεν είναι μετρήσιμες, γιατί η Πολιτεία δεν έχει εικόνα ούτε του αριθμού των γεωτρήσεων, ούτε των ποσοτήτων νερού που αυτές αντλούν από το υπέδαφος. Τα συμπεράσματα προκύπτουν έμμεσα, από τις παρατηρούμενες μεταβολές στην ποιότητα και την ποσότητα των υπόγειων υδάτων. Σύμφωνα με το ΙΓΜΕ, από τα 236 υπόγεια υδροφόρα συστήματα της χώρας, τα 110 χαρακτηρίζονται πλέον ως απειλούμενα, δηλαδή σε κίνδυνο να μην πληρούν τους ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους που θέτει η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2000/60 για τα ύδατα».
Παράλληλα, η συγκεκριμένη μελέτη κατέληξε και σε ορισμένα εξαιρετικά ανησυχητικά συμπεράσματα αναφορικά με την ένταση των προβλημάτων έλλειψης/υποβάθμισης υδατικών πόρων που παρουσιάζονται στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές της χώρας.
Αυτά είναι τα εξής: «1. Ερημοποίηση: Το 35% του ελλαδικού χώρου βρίσκεται σε υψηλό κίνδυνο ερημοποίησης ή έχει ήδη ερημοποιηθεί, ενώ το 49% θεωρείται ότι βρίσκεται σε μέτριο κίνδυνο ερημοποίησης. Oι περιοχές με άμεσο κίνδυνο ερημοποίησης είναι οι Νομοί Αργολίδας, Κιλκίς, Ανατολικής Κρήτης, Λέσβου και Νάξου. Στις περιοχές με υψηλό κίνδυνο ερημοποίησης συγκαταλέγονται οι Νομοί Λάρισας, Μαγνησίας, Λακωνίας, Αρκαδίας, Κορινθίας και Φθιώτιδας. Τέλος, αυξημένο κίνδυνο εμφανίζουν ορισμένες περιοχές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης, η ορεινή ζώνη των Ιονίων νήσων, αλλά και τα νησιά του Αιγαίου, που απειλούνται και από την αιολική διάβρωση.
2. Υφαλμύρωση: Το πρόβλημα της υφαλμύρωσης παρουσιάζεται, μικρότερο ή μεγαλύτερο, σε όλες τις παραλιακές πεδιάδες της Ελλάδας, όπου εξαιτίας των καλλιεργειών υπεραντλούνται τα υπόγεια νερά.
Έντονο πρόβλημα υφαλμύρωσης υπάρχει στη Θεσσαλία, κυρίως στην περιοχή της Μαγνησίας κοντά στον Αλμυρό, αλλά και στο Δέλτα του Πηνειού. Επίσης, στην πεδιάδα του Αργους, στα βόρεια παράλια της Κορινθίας, σε περιοχές του κόλπου της Θεσσαλονίκης, σε ακτές της Θράκης και της Δυτικής Ελλάδας, καθώς και στην Κρήτη, ιδιαίτερα δε στην Ανατολική Κρήτη και στην περιοχή του Ηρακλείου. Σημαντική υποβάθμιση του υδροφόρου ορίζοντα, εξαιτίας της διείσδυσης της θάλασσας, παρατηρείται επίσης στα νησιά Ρόδος, Κως, Πάρος, Χίος, Σάμος και Λέσβος.
3. Ποιότητα- επάρκεια νερού: Τα νησιά του Αιγαίου (πλην της Κρήτης) και η Θεσσαλία είναι οι περιοχές της χώρας που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα: οι μεν λόγω του συνδυασμού “τουρισμός-περιορισμένα αποθέματα σε νερό”, οι δε λόγω της αλόγιστης χρήσης νερού στη γεωργία».
Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, η μελέτη -μεταξύ άλλωνθεωρεί ότι το μοντέλο των 434 ΟΕΒ έχει εξαντλήσει κάθε δυνατότητα και θα πρέπει να μετεξελιχθεί σε Φορείς Διαχείρισης (αρδευτικού) Νερού (ΦοΔΝΕ), οι οποίοι «θα πρέπει να ενταχθούν στη νέα λογική διαχείρισης του υδροαρδευτικού νερού, όπως αυτή ορίζεται από την πρόσφατη νομοθεσία και τη διαφαινόμενη επιδείνωση του υδατικού ισοζυγίου, δηλαδή προς την κατεύθυνση της εξοικονόμησης νερού με τον έλεγχο της ζήτησης, μέσω και της ορθολογικής κοστολόγησης του παρεχόμενου αρδευτικού νερού».
Η μελέτη περιγράφει αναλυτικά τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των φορέων, σημειώνοντας παράλληλα ότι η πρόταση για τη δημιουργία τους «έρχεται σε μία κρίσιμη χρονική στιγμή για τους αγρότες, όσον αφορά τη χρήση του αρδευτικού νερού στη χώρα μας».
Οπως επεξηγείται, «στις 19.01.2009 εγκρίθηκε ο νέος Κανονισμός 73/2009 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου “Σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, κ.ά.”. Στα πλαίσια αυτά το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων καταγράφει σε πρόσφατο έγγραφό του με θέμα τις “Εθνικές επιλογές στο πλαίσιο ελέγχου υγείας της ΚΑΠ (Καν. 73/2009)” ως αναγκαία εθνική επιλογή τη “συμμόρφωση με τις διαδικασίες αδειοδότησης χρήσης ύδατος για άρδευση (νέο πρότυπο, υποχρεωτική επιλογή), με ημερομηνία εφαρμογής από το 2010”. Είναι φανερό ότι η υποχρεωτική πλέον εφαρμογή, σε πανελλαδική κλίμακα, και μέσα στους επόμενους λίγους μήνες, της διαδικασίας αδειοδότησης χρήσης αρδευτικού νερού από όλους τους αγρότες, θα δημιουργήσει τεράστια αναστάτωση στον αγροτικό κόσμο της χώρας, με μεγάλες χρονικές καθυστερήσεις και με απρόβλεπτες δαπάνες (ύψους αρκετών χιλιάδων ευρώ ανά αγρότη) για τις αναγκαίες για την αδειοδότηση περιβαλλοντικές, κ.ά. μελέτες, κ.λπ. Η λύση της συλλογικής αδειοδότησης των κατά τόπους ΦοΔΝΕ για την, κατ’ αποκλειστικότητα, χρήση του αρδευτικού νερού στις περιοχές ευθύνης τους, αναδεικνύεται ως η πλέον ορθολογική και ευχερής επιλογή της Πολιτείας για το κρίσιμο αυτό θέμα».
ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ Με βάση όλα τα παραπάνω στοιχεία, η πρόταση της μελέτης κατατείνει, αφ’ ενός στον εκσυγχρονισμό των αρδευτικών εγκαταστάσεων, αλλά κυρίως στην έναρξη διαβούλευσης για την αναδιάρθρωση υδροφόρων καλλιεργειών. Ειδικότερα, ως προς το δεύτερο σκέλος επισημαίνονται τα εξής: «Είναι ευρύτερα γνωστό ότι ο αγροτικός τομέας αντιμετωπίζει παρατεταμένη ύφεση. Στο διάστημα ειδικότερα της πενταετίας 2004-2008 καταγράφεται συνεχής μείωση του αγροτικού εισοδήματος, πτώση των επενδύσεων στον πρωτογενή τομέα και μεγάλη μείωση της αγροτικής παραγωγής, εντονότερη στη διετία 2006-2007, τόσο εξ αιτίας δυσμενών καιρικών συνθηκών (ξηρασία, πυρκαγιές), όσο και από τις επιπτώσεις της ΚΑΠ, της οποίας η εφαρμογή ξεκίνησε το 2006. Σε επίπεδο μακροοικονομικών μεγεθών, διαπιστώνεται πτώση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της αγροτικής παραγωγής, σημαντική επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου στα αγροτικά προϊόντα και καθοδική πορεία της απασχόλησης στη γεωργία, χωρίς βελτίωση του ρυθμού ανανέωσης των απασχολουμένων. Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 2008, με την κατάρρευση των τιμών παραγωγού σημαντικών αγροτικών προϊόντων (σιτηρά-καλαμπόκι, ελαιόλαδο, φρούτα, βαμβάκι), ενώ η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση μεγεθύνει τους επιχειρηματικούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι αγρότες, αλλά και οι συνεταιριστικές και ιδιωτικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις του πρωτογενούς τομέα, μια και είτε περιορίζεται η χρηματοδότησή τους, είτε πραγματοποιείται με δυσμενέστερους όρους, θέτοντας σε κρίση την οικονομική τους βιωσιμότητα. Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι ο αγροτικός τομέας οφείλει έγκαιρα να αντιμετωπίσει και “νέες” προκλήσεις, που αφορούν τις κλιματικές αλλαγές, τη βιοενέργεια και τη διαχείριση του υδατικού ισοζυγίου. Πρόκειται για κρίσιμες προκλήσεις, που υπαγορεύουν την ανάγκη να δοθεί μέγιστη προτεραιότητα σε πολιτικές επιλογές που συνδέονται με αποτελεσματικά μέτρα και δράσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, για τη διατήρηση του υδατικού ισοζυγίου, για την αντιμετώπιση των απειλών της λειψυδρίας και για την αντιμετώπιση της επιδείνωσης των κλιματικών συνθηκών. Οι απαιτήσεις αυτές αποκτούν ευρύτερη διάσταση αν εκτιμηθεί ότι στο άμεσο μέλλον, όπως επισημαίνουν έγκυροι αναλυτές, αναμένεται σημαντική αύξηση της ζήτησης τροφίμων και περιορισμός των διαθέσιμων καλλιεργούμενων εκτάσεων, με αποτέλεσμα να τίθενται ζητήματα διατροφικής ασφάλειας και παραγωγικής ικανότητας της ευρωπαϊκής και της εγχώριας γεωργίας, για τη σταθερή και ασφαλή προμήθεια τροφίμων.
Η εξέλιξη αυτή θέτει ως ζήτημα πρώτης προτεραιότητας τη συμβολή της γεωργίας στη ζήτηση τροφίμων και υπαγορεύει τον προσανατολισμό της προς ένα αμιγώς διατροφικό και βιώσιμο παραγωγικό σύστημα, για ένα επαρκές βάθος χρόνου. Με αυτή την προσέγγιση, η οργάνωση και η ανάπτυξη του αγροτικού χώρου, που αποτελεί το συντριπτικό ποσοστό του χερσαίου εθνικού χώρου, οφείλει πάνω απ’ όλα να βασιστεί σε πολιτικές που στοχεύουν στη διατήρηση της αγροτικής γης και στην περιβαλλοντική της προστασία ως σπάνιου, πολύτιμου αγαθού. Προς την κατεύθυνση αυτή, η αντικατάσταση των ιδιαίτερα απαιτητικών σε νερό μη διατροφικών καλλιεργειών από άλλες, διατροφικές, που δεν απαιτούν μεγάλες ποσότητες νερού, αποτελεί ιδιαίτερα αποτελεσματικό μέτρο που επιτυγχάνει και τους δύο αυτούς στόχους μαζί, δηλαδή αφ’ ενός τη διατήρηση της αγροτικής γης και αφ’ ετέρου την περιβαλλοντική προστασία, με την ορθολογική διαχείριση και εξοικονόμηση του νερού, ως σπάνιου, πολύτιμου αγαθού εν ανεπαρκεία. Οι δυνατότητες, οι θετικές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις και τα περιθώρια βελτίωσης των περιβαλλοντικών μεγεθών από μία πιθανή αναδιάρθρωση, μέρους έστω, των μη διατροφικών καλλιεργειών στη χώρα μας προς διατροφικές, είναι πραγματικά τεράστια, ιδιαίτερα όσον αφορά το κρίσιμο ζήτημα της εξοικονόμησης/αναβάθμισης της ποιότητας των υδατικών πόρων γενικότερα, και του αρδευτικού νερού ειδικότερα. Για παράδειγμα, μία πιθανή αντικατάσταση του 75% των καλλιεργούμενων σήμερα εκτάσεων βαμβακιού (2.975.000 στρέμματα, επίσημα στοιχεία 2008) με σιτάρι -μαλακό ή σκληρό-, θα είχε ως αποτέλεσμα την εξοικονόμηση ετήσιας ποσότητας νερού, ίσης με τη συνολική ετήσια κατανάλωση πόσιμου νερού σε ολόκληρη τη χώρα, και σχεδόν διπλάσιας ποσότητας νερού από τη συνολική ετήσια κατανάλωση νερού (όλων των χρήσεων) στο λεκανοπέδιο της Αττικής».