ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΣΑΦΛΑΟΥΡΟΥ ΚΑΙ ΚΑΣΤΡΑ ΚΟΝΤΟΒΟΥΝΙΩΝ
Η περίοδος της Πρώτης Τουρκοκρατίας152 αρχίζει με τη δεύτερη εκστρατεία του σουλτάνου Μεχμέτ Β', στην Πελοπόννησο. Αυτός, αφού παρέλαβε τον Μυστρά (Πέμπτη 29 Μαΐου 1460153) και την Βορδώνιαν, κατέλαβε το Καστρίτζινκαι το Γαρδίκιν (στο οποίο είχε καταφύγει ο πληθυσμός του Λεονταρίου), τους αιχμαλώτους του οποίου, κάπου 6.000, κατέσφαξε. Τα κάστρα Αγιος Γεώργιος και Καρύταινα αμέσως παρεδόθησαν154. Κατήλθε στα Κοντοβούνια, και όπως μας διηγείται ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης:
άλλα <τε> και Σαλβάριον και Αρκαδία, έπίνειον της ταύτη χώρας,/ προς τη Πύλω φκημένη, πόλις έχυρωτάτη. τούτους μεν ως/ παρέλαβε βασιλεύς, τοϊν πολέοιν τους άνδρας τε και γυναίκας,/ ες φυλακήν έποιή-σατο σύμπαντας, ες μύριους μάλιστα συνα/θροισθέντας, και ώρμητο μεν ως άποκτενων, μετά δε επεμπεν ες/ την Βυζαντίου χώραν ες τά προά-στεια ως οίκήσοτας155.
Την πληροφορία επαναλαμβάνει και ο ανώνυμος του λεγομένου «Χρονικού περί των Τούρκων σουλτάνων»:
Τότε ήρθε και έπαραδόθη και το κάστρο το/ Σαλβάρι οπού ήτονε κοντά εις τον Άβαρίνο. Και έμάζωξε άπό κει το γύρο/ δέκα χιλιάδες χριστια
νους καί τους έστειλε 'ς την Κωνσταντινούπολι διά να/ τήνε γεμίση, διατί δέν είχε πολλούς ανθρώπους156.
Ο Δούκας, χωρίς να προσδιορίζει συγκεκριμένο τόπο αιχμαλωσίας, αναφέρει:
Μετοικίσας εκ της Πελοποννήσου φαμελιάς δισχιλίας δήπου καί παίδας ισαρίθμους, τους μέν παίδας εις νεόλεκτον στρατόν κατεγράψατο, τάς δε οικίας (τις οικογένειες) εν τω της Πόλεως μέρει κατέθετο151.
Αν χρησιμοποιήσουμε έναν οικογενειακό συντελεστή επί 4158 για τις δυο χιλιάδες οικογένειες, και προσθέσουμε τα δύο χιλιάδες αγόρια, αθροίζουμε 10.000 ψυχές αιχμαλώτων, αριθμό που συμφωνεί ακριβώς με τις παραπάνω πηγές159. Ο Κριτόβουλος ο Ίμβριος τέλος, αναφέρεται βραχύλογα στους μοραΐτες που οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη160.
Σε μια τουρκική απογραφή του 1498, ξαναβρίσκουμε τον ίδιο αριθμό οικογενειών (2.003), από παλιούς αιχμαλώτους πολέμου ως μισακάρηδες-δουλοπάροικους στο χας (hass) του σουλτάνου, στα προάστια της Κωνσταντινούπολης161. Πόσοι άραγε από τους απογεγραμμένους να ήσαν οι βίαια εκπατρισμένοι Κοντοβουνήσιοι Αρκαδινοί από το κάστρο Σαλβάριον161α δεν γνωρίζουμε, γνωρίζουμε όμως τη θέση του κάστρου.
Ανάμεσα στα χωριά Λαντζουνάτου (Χ 15, 550 μ. Α), Ξεροκάσι (Χ 36, 1,4 χλμ. ΒΔ) και Καλογερέσι (Χ 16, 1,5 χλμ. ΝΝΔ), επάνω στην κορυφή κωνικού υψώματος, επισημαίνουμε το μεσαιωνικό κάστρο για το οποίο διατηρούνται τα τοπωνύμια: Σαφλαούρι (το), Σαφλαούρος (ο), Σαφλαούρου ή Τσαφλαούρου (του)162. Στις πηγές πρωτοεμφανίζεται το 1428 στο «Μεγάλο Χρονικό» του Γε
ωργίου Σφραντζή, ανάμεσα στους τόπους που παραχωρούνται στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο· αναγράφεται στον τύπο της ονομαστικής ως Σανλάονρος μετά τον 'Αρχάγγελο και πριν από τα Ιωάννινα και τη Λιγούδιστα163. Το ξανασυναντάμε επίσης σε ενετικούς καταλόγους των κάστρων της Πελοποννήσου κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα: το 1450 (San Vlario)164, το 1463 (αρχή πρώτου τουρκοβενετικού πολέμου) στον πρώτο κατάλογο του Stefano Magno (Saimro/ S. Laureo)165 να βρίσκεται στην κατοχή της Βενετίας, ενώ στα 1467 και 1469 με την ένδειξη (R) ότι είναι ερειπωμένο (R S. Lauro/San Lavro R) και κάτω από τουρκική διοίκηση166. Από αντίστοιχο κατάλογο του έτους 1471167 απουσιάζει. Τελευταία φορά σημειώνεται το 1554 στον χειρόγραφο χάρτη του Battista Agnese (Saluara)168. Για το περίεργο, όπως χαρακτηρίζει ο Antoine Bon, όνομα του Σαφλάουρου, νομίζω ότι πρόκειται για ανθρωπωνύμιο, από τον κάτοχο δηλαδή του τόπου (κυριώνυμο), πιθανότατα κάποιον εξελληνισμένο Σλάβο με το επώνυμο Σαφλάονρος ή Σαφλαονρης169. Το κάστρο απ' όσο ξέρω είναι αδημοσίευτο170, απ' ένα βιαστικό ωστόσο σκαρίφημα κάτοψης που έγινε τον Νοέμβριο του 1999 και παρουσιάζω πιο κάτω, θα σχηματίσουμε, πιστεύω, μια έστω πρόχειρη, προς το παρόν, εικόνα.
Νοτιοδυτικά του Σαφλάουρου σε ευθεία απόσταση έξι χιλιομέτρων, πολύ κοντά στην Πάνω Βούταινα (Χ 25, 300 μ. ΝΔ), τα χαλάσματα ενός κάστρου στο ύψωμα (743 μ.), μας επιτρέπουν την ταύτιση με τη Γούταινα που συναντήσαμε στο «Χρονικό των Τόκκων» μαζί με τη Γιάννινα και τα Χιλιοχώρια171.
Αυτή, την ξανασυναντάμε στους καταλόγους του 1450 (Vurinax)112 και 1463 (Vutina)112 ■ Στο κάστρο, σοβαρά ερειπωμένο, διασώζεται όρθια μόνο μια μικρή τοξωτή θύρα με χωνευτές στους τοίχους οπές για τις ξύλινες αμπάρες (εικ. 26).
Ως γνωστόν, η σειρά αναγραφής των τόπων στους καταλόγους έχει εν γένει την αντιστοιχία της στην ακολουθία με την οποία τα συναντάει κανείς στον γεωγραφικό χώρο. Αυτό βοηθάει να προσδιορίζουμε, κατά το δυνατόν, πού περίπου μπορεί να βρίσκεται μια αταύτιστη καταγραφή της οποίας το όνομα έχει πλέον εξαφανιστεί ή ακόμη και να εντοπίζουμε τη θέση της. Το αυτό επιχειρώ για την άγνωστη Γιάννινα174.
Η πρώτη αναφορά του τοπωνυμίου στις πηγές (Γιάννινα) γίνεται περί το 1422 στο «Χρονικό των Τόκκων», όπως είδαμε, μαζί με τη Βούταινα, όπου και τοποθετούνται οπωσδήποτε στα νότια της Αρκαδίας, αφού επιστρέφοντας, μετά από το κοϋρσον, ο Ηρακλής Τόκκος ξανά στην τελευταία, τον παρακολουθούμε να πλησιάζει τα Φιλιατρά175. Το 1428 ο τοπογραφικός προσδιορισμός γίνεται σαφέστερος, αφού Ιωάννινα αναγράφονται στον Σφραντζή μεταξύ του Σαφλάουρου και της Λιγούδιστας176, ενώ στον κατάλογο κάστρων του 1450 (Granina)117 μεταξύ της Βούταινας και του Αοΐ (Loi)m. Δεδομένου ότι οι αναφερόμενοι τόποι έχουν εξακριβωθεί, αν θεωρήσουμε τις νοητές γραμμές Σα-φλάουρου-Λιγούδιστας και Βούταινας-Λοΐ, κάπου στην τομή τους πρέπει να βρίσκεται λογικά και η Γιάννινα που αναζητάμε. Πράγματι, βρίσκουμε τοποθεσία Κάστρο ή Παλαιόκαστρον119 σε επιλεγμένη, για λόγους ασφάλειας, κορυφή λόφου (630 μ.) με άφθονα κατάλοιπα ενός μεσαιωνικού οδοθούν στη Γιάννινα. Η θέση βρίσκεται στην εύφορη κοιλάδα μεταξύ των χωριών Χαλβάτσου (Χ 29), Πολένας (1927 Πλατανόβρυση), Κάτω Βούταινας (Χ 26) και Ράδου (Χ 34). Στον κατάλογο του 1463 ξανασυναντάμε τη Γιάννινα (Jonava/ Janina) μαζί με τη Βούταινα180, σ' αυτούς του 1467 και 1469 (R Janina/ Ianina R) εις το τέλος μιας χωρογραφικής ακολουθίας με κατεύθυνση νοτιοδυτική181, και το 1471 με το όνομα Janina-Villam. Έκτοτε το όνομα της183 εξαφανίζεται, δεν αναφέρεται σε καμιά απολύτως από τις νεότερες γραπτές πηγές, γεγονός άλλωστε που την κράτησε σε αφάνεια από τους ερευνητές της μεσαιωνικής γεωγραφίας.
Αλλα κοντοβουνιώτικα Παλ(α)ιόκαστρα, ακόμη λιγότερο γνωστά απ' αυτά της Μίλας και του Αϊτού, βρίσκονται ερειπωμένα όπως η οχυρωμένη κορυφή στο Μαγγανιακό (900 μ. ΔΒΔ, ύψ. 612 μ.) που συναντάμε στον κατάλογο του
1463 πριν την Ανδρούσα (Drusa)m, κάστρο απροσδιόριστης ηλικίας που επα-νοικοδομήθηκε στον μεσαίωνα ή άλλο που ερημώθηκε τελείως, χωρίς να αφήσει τ' όνομα του στη θέση Κάστρο, μεταξύ των χωρίων Κλωνί185 (Χ 12, 800 μ. ΔΒΔ) και Ραφτόπουλου (Χ 9, 1,4 χλμ. ΑΝΑ). Του τελευταίου εντοπίζονται θεμέλια σπιτιών περί την κορυφή του λόφου (660 μ.), η έρευνα των οποίων καθίσταται αδύνατη χωρίς ανασκαφικά μέσα. Μια άλλη σειρά μεσαιωνικών θέσεων μπορεί να προσδιοριστεί από τη μελέτη του τοπωνυμικού186, τα αποτελέσματα της οποίας πρέπει όμως να διευκρινιστούν επιτόπου.
152. Γενικά για την περίοδο, βλ. Κ. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς. Ιστορικόν δοκίμων περί των προς άποτίναξιν τοϋ οθωμανικού ζυγοϋ επαναστάσεων τον ελληνικού έθνους (1453-1821), Αθήνα 1869 (ανατ. 1995).
153. Αρχιμ. Μ. Γαλανόπουλος, Ό Λακεδαιμόνιος βιβλιογράφος επίσκοπος Βρεσθένης Παρθέ-νιος, ΕΕΒΣ, τ. 12 (1936), σ. 252· Cg-r, ο. 268.
154. Maisano, Sfranze (όπ. σημ. 97), σσ. 158-164· Reinsch, Critobuli (όπ. σημ. 148α), σσ. 142-147· Darko, Chalcocandylae (όπ. σημ. 146), τ. 2 (1927), σσ. 227-230- Miller, Φραγκοκρατία (όπ. σημ. 119), σσ. 515-518. Για τη σφαγή στο Γαρδίκι, βλ. Δ. Πετρόπουλος, Λαϊκή παράδοση καί Ιστορία, Πελ Πρωτ, τ. 2 (1958), σσ. 77-80.
155. Darko, Chalcocandylae (όπ. σημ. 146), τ. 2 (1927), σ. 230 στχ. 17-22.
156. Ζώρας, Χρονικόν σουλτάνων (όπ. σημ. 146), σσ. 104 (στχ. 35)-105 (στχ. 2)· πρβλ. Ν. Τω-μαδάκης, Ό μετά τήν άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως (1453) αποικισμός αυτής κατά τάς ελληνικός πηγάς, Ανάτυπο από τα Πεπραγμένα τοϋ Θ' Διεθνοϋς Βυζαντινολογικοϋ Συνεδρίου Θεσσαλονίκης, τ. 2, Αθήνα 1956, σ. 622.
157. [Μ]. Δούκας, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, μτφρ. Β. Καραλής, Αθήνα 1997, σ. 636.
158. Που είναι γενικά παραδεκτό από τους Έλληνες ερευνητές, βλ. Κόμης, Οικισμοί Μάνης (όπ. σημ. 118), σσ. 60-61.
159. Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός (όπ. σημ. 142), σ. 105 σημ. 1, υποθέτει ότι τα αγόρια δεν ήταν τα παιδιά των οικογενειών.
160. ...ένίους δε αυτών καί άποικίσας ηγαγεν ες την/Κωνσταντίνου. Βλ. Reinsch, Critobuli (όπ. σημ. 148α), σ. 148 στχ. 4-5.
161. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός (όπ. σημ. 142), σσ. 106-108· Ο. Barkan, Οι μορφές οργάνωσης της αγροτικής εργασίας στην 'Οθωμανική Αυτοκρατορία τό ΙΕ' καί το ΙΣΤ' αιώνα, στο Ασδραχάς, Οικονομική δομή (όπ. σημ. 147), σσ. 48-64.
161α. Το «σαλβάρι», τουρκικά salvar< αρχαία ελληνικά σαράβαρον, είναι είδος πλατειάς βράκας.
162. G-McD, αρ. 6998α, 6999 (σ. 247), 8030 (σ. 270).
163. Σφραντζής, Χρονικόν (όπ. σημ. 97), τ. 2, σ. 22.
164. Αναφέρεται μετά από τον Αετό (Aieto), το Νεόκαστρο (Neo castro) και κάποιον άγνωστο πύργο (Tore del boscho) άλλα πριν από την Βούταινα (Vurinax) και την Γιάννινα (Granina), βλ. Ε. Fenster, Nochmals zu den venezianischen Listen der Kastelle auf der Peloponnes, Byzantinische Zeitschrift [= BZ], τ. 72 (1979), σσ. 331 και 329 αρ. 78.
165. Αναγράφεται ανάμεσα στον Αετό (Arto) και την Γκρεμπενή (Gribani/ Grebani), Cg-r, σ. 202- Bon, Moree (όπ. σημ. 44), σ. 693.
166. Αναγράφεται ανάμεσα στα επίσης ερειπωμένα Αετό (R Aito) και Γιάννινα (R Janina/ lanina R), W. McLeod, Castles of the Morea in 1467, BZ, τ. 65(1972), σσ. 358 και 355 στχ. 15" Α. Carile, Una lista toponomastica di Morea del 1469, SV, τ. 12 (1970), σ. 391 αρ. 71 και σ. 399· Fenster, Listen der Kastelle (όπ. σημ. 164), σσ. 328 και 323 αρ. 65· Cg-r, σ. 205· Bon, Moree (όπ. σημ. 44) σ 694.
167. Bon, Moree (όπ. σημ. 44), σ. 694.
168. Στο ίδιο, σ. 439, ο χάρτης στο Album, πίν. 9.
169. Πρβλ. τη φωνητική συγγένεια με τα ονόματα του κύρ Ααριγκά τον Σλαβούρι και της Σλα-βονροπούλαςαπό επιγραφές του Οιτύλου (α' μισό 14ου αιώνα), για τους οποίους υποστηρίζεται ότι είχαν σλαβική καταγωγή, Άβραμέα, Τζάσις Μελληγών (όπ. σημ. 141), σ. 299· βλ. ακόμη και το οικογενειακό όνομα Σαλούφαςαπό τη Γιαννιτσά, Δ. Βαγιακάκος, Συμβολή εις την μελέτην τοϋ τοπωνυμικού της Καλαμάτας και της πέριξ αυτής περιοχής, Πρακτικά τοϋ Γ' Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών (= Πελ. Παρ. 18), 1991, σσ. 502-503.
170.1. Σφηκόπουλος, Τά μεσαιωνικά κάστρα τοϋ Μορηά, Αθήνα 21987, σ. 338. 171. Βλ. σ. 35 σημ. 149.
172. Ανάμεσα στον Σαφλάουρο και την Γιάννινα (Granina). Ο Fenster για το παραμορφωμένο όνομα Vurinax προτείνει το Βουρκάνο, βλ. Fenster, Listen der Kastelle (όπ. σημ. 164), σσ. 332 και 329 αρ. 79.
173. Μετά τον Σαφλάουρο, Γκεμπ:ενή και Γιάννινα (Jonava/ Janina) αλλά πρίν το Πίδημα (Pidina) και το Αεοντάρι (Lendari), βλ. Cg-r, σ. 202· Bon, Moree (όπ. σημ. 44), σ. 693.
174. Topping, Post-classical (όπ. σημ. 103), σ. 66, όπου πίνακας σαράντα (40) αταύτιστων τοπωνυμιών, 19η: Janina- Σφηκόπουλος, Κάστρα (όπ. σημ. 170), σ. 59 αρ. 45.
175. Έκίνησαν να στρέφωνται, 'ς την Αρκαδίαν ϋπάσιν... Σ τά Φιλετρά, το λέγουσιν, εκεί τους έκαρτέρει. Τους είχε στήσει καρτέρι δηλαδή στα Φιλιατρά, ο βυζαντινός διοικητής (κεφαλή) της Ανδρούσας Λάσκαρης, για να ανακόψει την επιστροφή τους. Schiro, Cronaca dei Tocco (όπ. σημ. 148), στχ. 3891-3909 (σσ. 506-508).
176. Βλ. σημ. 148α. Η Λιγούδιστα αναφέρεται στις πηγές από το 1212, Bon, Moree (όπ. σημ. 44), σσ. 426,430.
177. Fenster, Listen der Kastelle (όπ. σημ. 164), σ. 329 αρ. 80.
178. Το 1460 το κάστρο Λωί χαρίστηκε από τον σουλτάνο στον Κροκόντυλο (= Κλαδά), βλ. Maisano, Sfranze (όπ. σημ. 97), σσ. 162 στχ. 22-28· Για τον Κροκόνδειλο Κλαδά, Α. Σαββίδης, Σελίδες από την βαλκανική αντίδραση στην οθωμανική επέκταση κατά τους 14ο και 15ο αιώνες, Αθήνα 1991, σσ. 89-97. Στην περιοχή του χωριού Αοΐ (1927 Διόδια) υπάρχει θέση Παλιόκαστρο και θέση ΚάτουΠαλιόπυργος, G-McD, αρ. 5921, 2800α (σ. 222, 153).
179. Βλ. G-McD, αρ. 2740, 5856 (σσ. 151, 220)· McDonald και Simpson, Prehistoric Habitation (όπ. σημ. 51), σ. 235 (αρ. 35).
180. Cg-r, σ. 202- Bon, Moree (όπ. σημ. 44), σ. 693.
181. Greban/ Grebeni, R Aito, R S. Lauro/San Lavro R, R Janina/ Ianina R, βλ. McLeod, Castles (όπ. σημ. 166), σ. 355 στχ. 16· Carile, Lista toponomastica (όπ. σημ. 166), σ. 391 αρ. 72 και 399· Fenster, Listen der Kastelle (όπ. σημ. 164), σσ. 328, 323 αρ. 66.
182. Bon, Moree (όπ. σημ. 44), σ. 694.
183. Το τοπωνύμιο, θηλυκό ενικού (η Γιάννινα), όπως και αυτό της πόλης της Ηπείρου μετά από μετάπτωση σε ουδέτερο πληθυντικού, προέρχεται για ορισμένους από το ανδρωνυμικό Γιάνναινα (από το βαφτιστικό Γιάννης)> στης Γιάνναινας> στ'ς Γιάννινας, στη Γιάνναινα> στ' Γιάννινα, στα Γιάννενα> τα Γιάννινα/ Γιάννενα. Μητρωνυμικά είναι και τα Βούταινα (πρβλ. επώνυμο Βούτης το 1262: τοϋ χωραφιού τοϋ Βοϋττη, MM, τ. 5, 1887, σ. 62), Μάκραινα (Χ 27, επώνυμο Μακρύς/ Μακρής), Νίκλαινα (Νίκλος), Αντρίτσαινα (Ανδρίτσος), Καρίταινα (Χαρίτως), κ.λπ., τα οποία ορθογραφούνται με κατάληξη -αινα, ενώ τα ξενικής-σλαβικής καταγωγής γράφονται με κατάληξη -ενα: Μάκρενα (Χ 27, mokru = 'υγρός', mokrena = 'υγρότοπος'), Ασούτενα (Χ 10, asutb -'χωρίς κέρατα', «σούτα γίδα» στη Μεσσηνία λέγεται η ακέρατη αίγα), Πόλενα (polene = 'αγροτο-κατοίκιση'), Ζαγάρενα (Χ 38, zagorbna = 'τόπος πίσω από το βουνό', πρβλ. όμως και γυναικείο όνομα Ζαχαρήτζα Τζαγγάρενα = Τζαγγάραινα, BNJ, τ. 21, σ. 126), Μόρενα, Κόσμενα, Ρίπενα, Άλβενα, Κρέστενα, Λινίστενα, κ.ά. Πολλά τοπωνύμια γένους θηλυκού με κατάληξη -ίνα (Στριβίνα, Αρτοτίνα, Σαρακίνα, Ρεντίνα, τα πελοποννησιακά: Δραΐνα, Λεντίνα, Ζελίνα, Μαλιτσίνα, Μπου-κοβίνα, Σμαρλίνα κ.ά.), είναι επίσης σλαβικά, πράγμα το όποιο υποστηρίζεται και για τα Γιάννινα της Ηπείρου, που ετυμολογούνται από τον κτήτορα του τόπου Γιάν' (Γιάννη) και την κτητική σλαβική κατάληξη -ίνα = Γιανίνα (η) και με αναβιβασμό του τόνου Πάνινα (η)> Γιάννινα (τα) και παράλληλα από λόγια ελληνοποίηση η Ιωαννίνα> τα Ιωάννινα. Ομοίως θα σχηματίστηκε και η δική μας Γιάννινα, της οποίας επίσης συναντάμε λόγια γραφή (Ιωάννινα). Ας σημειωθεί ότι στο γλωσσικό ιδίωμα της Μεσσηνίας δεν υπάρχει ανδρωνυμικό Γιάνναινα αλλά Γιάννου: Γιαννούς η ρίζα π.χ. στην Κουλουκάδα (Χ 30), G-McD, αρ. 1458 (σ. 123). Βλ. Μ. Τριανταφυλλίδης, Τα οικογενειακά μας ονόματα, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 116· Γεωργακάς, Συμβολή (όπ. σημ. 29α), σσ. 15-32· Σ. Μπέττης, Γιάννινα, "Ιδρυση της πόλης, παραγωγή, σημασία και εξέλιξη τοϋ ονόματος της, ΗΧ, τ. 32 (1997), σσ. 127-179, ιδίως σ. 155· Α. Sideras, Griechisches -αινα/-ινα und slavisches -ina in den Nordwestgriechisden Dialekten, ΗΧ, τ. 32 (1997), σσ. 171-177- Vasmer, Die Slaven (όπ. σημ. 77), σσ. 145-146 (αρ. 3), 162-163 (αρ. 17, 27, 31). Βεβαίως η Γιάννινα δεν πρέπει να συγχέεται με τη Γιαννιτσά (1957 Ελαιοχώριον), γνωστό κέντρο των Μηλλιγγών, κάτοικοι της οποίας κατέλαβαν προσωρινά το κάστρο της Καλαμάτας (1293), η οποία ετυμολογείται από το ελληνικό Γιαννιτσά (κόρη του Γιάννη)> Γιαννιτσά ή απο το σλαβικό σχηματισμό Γιάννης+ica. Βαγιακάκος, Τοπωνυμικό Καλαμάτας (όπ. σημ. 169), σσ. 476-481- Κόμης, Οικισμοί Μάνης (όπ. σημ. 118), σσ. 288-289.
184. Mayayiado/Maconico, Cg-r, σ. 202. Αβέβαιο είναι στους καταλόγους του 1450 (Manzanicha), 1467 (R Manconico), 1469 (Maneaniacho R), και 1471 (Moncinuiaco), όχι λόγω της αλλοίωσης που έχουν υποστεί, ως συνήθως, οι αναγραφές των ονομάτων, αλλά λόγω της θέσης που κατέχει στις λίστες, μαζί δηλαδή με λακωνικά κάστρα, Fenster, Listen der Kastelle (όπ. σημ. 164), σσ. 114 αρ. 329 και 323 αρ. 104· McLeod, Castles (όπ. σημ. 166), σ. 356 στχ. 33- Carile, Lista toponomastica (όπ. σημ. 166), σ. 392 αρ. 110 και σ. 402- Bon, Moree (όπ. σημ. 44), σ. 694. Βλ. Β. Σταυρόπουλος, Μαγγανιακοϋ (Ιθώμης) κάστρο, στο Μ. Φερέτος (επιμ.), Μεσσηνιακά 1969-1970, Αθήνα 1972, σσ. 383-385- Μ. Valmin, Utudes topographiques surla Messenie ancienne, Lund 1930, σ. 69.
185. To όνομα του χωριού δεν είναι φυτώνυμο, όπως το κατατάσσει ο Φ. Κομπορόζος, Τά τοπωνύμια της Μεσσηνίας, ΠελΠρωτ, τ. 7 (1963), σ. 347, αλλά κυριώνυμο απο το επώνυμο Κλονής/ Κλωνής, εξ άλλου εκφέρεται σε πτώση γενική «του Κλονή», πρβλ. και γαλλικό Cluny. Για τον καθολικό αρχιεπίσκοπο Πατρών Άντελμο του Κλουνύ, ο οποίος παρεχώρησε (1210) το μετόχι της Θεοτόκο" του Γηροκομείου κοντά στην Πάτρα στο παρισινό μοναστήρι του Cluny, βλ. Δ. Ζακυθη-νός, Ό αρχιεπίσκοπος "Αντελμος καί τά πρώτα έτη της Λατινικής εκκλησίας Πατρών, ΕΕΒΣ, τ. 10 (1933), σσ. 402.
186. Καστράκι στην Τριπύλα, G-McD, αρ. 2738 (σ. 151). Κάστρο στο Ξεροκάσι (Σαφλάουρος;) και τη Μίλα (βλ. σημ. 139), αυτόθι, αρ. 2740 (σ. 151). Ξυλόκαστρο στην Πάνω Βούτενα (1,1 χλμ. Α, ύψ. 627 μ.), αυτόθι, αρ. 5781 (σ. 218). Το εκφραστικό Παλιόκαστρο (το πρώτο συνθετικό με τη σημασία του χρονικώς παλαιού και όχι του ποιοτικώς κακού) στον Αϊτό (βλ. σημ. 44), την Πάνω Λε-ντεκάδα (Χ 8), την Μάλη (Χ 6, 1,7 χλμ. ΒΒΔ, ύψ. 1.118 μ.) και το Ραφτόπουλο, αυτόθι, αρ. 5921 (σ. 222). Από έγγραφα του τέλους του Που αιώνα, στα οποία καταγράφεται λεπτομερώς κατά χωριό η περιούσια της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εξάγουμε τα εξής (1699): Ταυτόπλου (Χ 9)... Εις το Πα-λαιόκαστρον, τοϋ 'Αγίου Γεωργίου ομοίως (εννοεί εκκλησία χαλασμένη). Λεντεκάδα (Χ 8)... Εις το Παλαιόκαστρον, της Παναγίας, ομοίως. Αετός χωρίον... εις το Παλαιόκαστρον, άνόνημος και χαλασμένη, ύποκάτω εις τό Κάστρον, άνόνυμος και χαλασμένη, βλ. BNJ, τ. 21 (1976), σ. 166 και τ. 22 (1985), σ. 287. Επισημαίνω τη μεγάλη σημασία των τελευταίων εγγράφων στον εντοπισμό και εξακρίβωση μεσαιωνικών θέσεων, παραδείγματος χάριν: Εις τους Λάκους. Χρυσούλη... Εις τό Αρα-κλωβό τοϋ Αγίου Γεωργίου, ομοίως. Μουρτάτου... Εις την Κοπρινίτζα, της Παναγίας, ομοίως. Αεοντάριον... χοραφη εις την Βεληγοστη. Εις το χωρών Κωνσταντίνου... είναι και εις τό Παλεώκαστρο ναός των "Αρχαγγέλων (= Αρχάγγελος). Εις τό χωρίον Κρεμπενί κ.λπ. BNJ, τ. 21, σσ. 126, 131, 157, 161 και τ. 22, σσ. 291, 304, 344. Για «Παλιόκαστρο» άκουσα και στη θέση Φακή, ανάμεσα στα χωριά Μάλη, Ποταμιά και Ασούτενα, 800 μ. ΝΝΔ από το χαρακτηριστικό ύψωμα (1.066 μ.) της Γριάς ο σωρός, G-McD, αρ. 8180 (σ. 273), 1750 (σ. 129). Το τελευταίο τοπωνύμιο απαντά και στο χρυσόβουλο του 1293: ... κατέρχεται εις τον σωρόν της ονομαζόμενης Γραός, μεταξύ Δυρραχίου και Βασιλικής οδού, βλ. Μ-Μ, τ. 5 (1887), σ. 160- γενικότερα βλ. Κ. Ρωμαίος, Ή Γριά μυθική μορφή αρχαία, Προσφορά εις Στίλπωνα Π. Κυριακίδην (= Ελληνικά Παρ. 4), Θεσσαλονίκη 1953, σσ. 561-580.