ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ
ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ119. Η φραγκική κατάκτηση120 των παραλιακών κάστρων της Μεσσηνίας (Μεθώνη, Κορώνη, Καλαμάτα), το 1205, ήταν γρήγορη και εύκολη. Μετά τη «μοναδική μάχη» στον Κούντουραν ελαιώνα121, κάπου στη μεσσηνιακή πεδιάδα122, θα συνθηκολογήσει μετά από πολιορκία και η Αρκαδία123. Σχεδόν ταυτόχρονα, οι Βενετοί, εγκαθίστανται στα λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης (1206-7), ενώ με τη συνθήκη της Σαπιέντζας (1209), επισημοποιούν την κατοχή των δύο θέσεων124. Την περίοδο αυτή, λοιπόν, βρίσκουμε τη δυτική Μεσσηνία διαιρεμένη στα δύο, με το βόρειο τμήμα της (περιοχή της Αρκαδίας) να είναι φράγκικο και το νότιο (Μοθωκόρωνα), σταθερά εξαρτημένο από τους Ενετούς, μέχρι το 1500.
Το φεουδαρχικό καθεστώς, που επέβαλαν οι Φράγκοι, κατακερμάτισε το «Πριγκιπάτο της Αχαΐας» σε βαρονίες, οι οποίες υποδιαιρέθηκαν σε φέουδα. Σε πλεονεκτικές θέσεις άρχισαν να κατασκευάζονται νέα κάστρα-κατοικίες των ευγενών, σύμβολα εξουσίας, για να διασφαλίζουν τα εδάφη τους, αλλά και για να ελέγχουν τους ντόπιους πληθυσμούς και τα περάσματα125.
Η βαρονία της Αρκαδίας, συνημμένη αρχικά μ' αυτή της Καλαμάτας, κάτω από την κυριότητα των Βιλλεαρδουΐ'νων, θ' αποτελέσει το 1262 (χρονιά που οι Βυζαντινοί ανακτούν ερείσματα στο Μοριά) ιδιαίτερη βαρονία. Η ιστορία της είναι καλά γνωστή126, ενώ αποτελεί και την τελευταία βαρονία του φράγκικου Μοριά, η οποία το 1432 περιήλθε στα χέρια του Θωμά Παλαιολόγου. Άλλες μεσ
σηνιακές βαρονίες ήταν τών Γριτσένων στους Λάκκους127, του Νιβηλέ (Nivelet) στη νότια Μεσσηνία128 και του Saint Sauveur στα Κοντοβούνια129. Στα βόρεια του μεσσηνιακού Αυλώνα, εκτεινόταν η περιοχή (ό δρόγγος) των Σκορτών130.
Εξαιτίας της φραγκοκρατίας, η ορθόδοξη αρχιεπισκοπή Χριστιανουπόλε-ως καταργήθηκε (1222) και τα εδάφη της διαμοιράστηκαν ανάμεσα στις λατινικές επισκοπές της Μεθώνης και της Κορώνης, οι οποίες υπάγονταν στην αρχιεπισκοπή Πατρών131.
Η περίοδος της Φραγκοκρατίας μέχρι το τρίτο τέταρτο του 13ου αιώνα, κάτω από τους ισχυρούς πρίγκιπες Βιλλεαρδουΐ'νους (1209-1278)132, που είχαν καταφέρει να ελέγχουν ολόκληρη την Πελοπόννησο, χαρακτηρίζεται από σχετική σταθερότητα και ειρήνη. Μετά όμως από τα γνωστά γεγονότα που ακολούθησαν τη μάχη της Πελαγονίας (1259)133, με αποτέλεσμα να επανακτήσουν οι Βυζαντινοί βάσεις στον Μοριά (1262), αρχίζει μια μακρά περίοδος έντονης
ανασφάλειας που θα διατηρηθεί μέχρι την οριστική τουρκική κατάκτηση, το 1460 ή, μάλλον, καλύτερα μέχρι το 1500, χρονιά που οι Τούρκοι καταλαμβάνουν και τις βενετικές κτήσεις της Μεσσηνίας.
Ευθύς μετά την εγκατάσταση των Βυζαντινών ακολουθεί ο φραγκοβυζαντι-νός πόλεμος (1263-64), που κρίθηκε υπέρ των Φράγκων στο Μακρυπλάγι134. Αποτέλεσμα των συγκρούσεων, που δεν σταμάτησαν, ήταν η ερήμωση της υπαίθρου135. Τους επόμενους αιώνες η Πελοπόννησος φέρεται διχοτομημένη: στα δυτικά το «Πριγκιπάτο», υπό την κυριαρχία των Ανδεγαυών136 που το διοικούσαν από μακριά μέσω βαΐλων, εξασθενεί και συρρικνώνεται· το «Δεσποτάτο» ανατολικά, προοδευτικά διευρύνεται προς τα δυτικά. Έτσι η Μεσσηνία, δεν άργησε να καταστεί μεθοριακή περιοχή και η κατασκευή επιπλέον οχυρών να θεωρηθεί αναγκαία. Ήδη στα τέλη του 13ου αιώνα ο Γουλιέλμος de la Roche κτίζει τήν Δημάτραν (1285)131, ο Νικόλαος Β' Saint Omer το κάστρον τοΰ Άβα-ρίνου (1287)138 και η πριγκίπισσα Ισαβέλλα το CMteauneuf/ Νεόκαστρο (1297), για να προστατεύσει τους χωρικούς της Αρκαδίας και του Ναβαρίνου από την φορολογία των Ελλήνων του Μυστρά και του Γαρδικιού139. Λόγω της κατάστασης, με την αλλαγή του αιώνα, από τον 13ο στον 14ο, κάποιες πεδινές πόση (όπ. σημ. 120), σσ. 170-177· Miller, Φραγκοκρατία (όπ. σημ. 119), σσ. 158-166· S. Runciman, Μυ
λεις αναγκαστικά μετατοπίζονται σε υψηλότερες υψομετρικά, κοντινές, πιο ασφαλείς τοποθεσίες140.
Η ανασφάλεια στο δεύτερο μισό του Μου και στον 15ο αιώνα θα ενταθεί και θα γενικευτεί. Πλην των φραγκοβυζαντινών συγκρούσεων, επιδρομές από Κα-ταλανούς και Τούρκους πειρατές141, η μαύρη πανώλη (1347-48) που θανάτωσε το ένα τέταρτο του πληθυσμού142, η παρουσία Λατίνων τυχοδιωκτών, όπως αυτοί της Εταιρείας των Ναββαραίων143, οι Αλβανοί μετανάστες που ενεργούσαν ληστρικές επιδρομές144 και επαναστάσεις145, κυρίως οι φοβερές εκστρατείες των Οθωμανών που συγκλόνιζαν ολόκληρη τη βαλκανική146, οι αδελφοκτόνες
διαμάχες μεταξύ των τελευταίων Παλαιολόγων και τέλος οι τουρκοβενετικοί πόλεμοι (1463-79, 1499-1503), αποτέλεσαν ένα σύνθετο πλαίσιο παραγόντων που οδήγησε στη μετακίνηση πολλών κατοίκων σε ασφαλέστερες ορεινές περιοχές και ερμηνεύει τις ερημώσεις οικισμών147, αλλά και τον ασυνήθιστο πολλαπλασιασμό των κάστρων στη Μεσσηνία, κατά τον 14ο αιώνα.
Το 1417, ο Ιωάννης Η' Παλαιολόγος με τον αδελφό του δεσπότη Θεόδωρο Β' (1407-1443), καταλαμβάνουν, κατά τον ανώνυμο του «Πανηγυρικού εις Παλαιολόγους», την Ανδρούσα και τριάντα μεσσηνιακά φρούρια και πόλεις148, κτήσεις του τελευταίου πρίγκιπα Κεντυρίωνα Β' Ζαχαρία, κυρίου της Αρκαδίας. Δυστυχώς τα ονόματα τους δεν αναφέρονται. Θα μπορούσαμε ωστόσο να εννοήσουμε εδώ πολλά από τα άστεα, κώμαι, πολίσματα και φρούρια που παραχώρησε, το 1428, ο δεσπότης Θεόδωρος Β' στον αδελφό του Κωνσταντίνο (μελλοντικό τελευταίο αυτοκράτορα), και απαριθμεί ο Σφραντζής1480·. Σε βοή
θεια του πρίγκιπα σπεύδει εκεί, περί το 1422, ο Έρκολε Τόκκο (= Ηρακλής, νόθος γιος του Καρόλου Α' Τόκκου) και όπως μας διηγούνται κάποιοι από τους τελευταίους πενήντα στίχους του «Χρονικού των Τόκκων»:
Άφοϋ γαρ άποσώθησαν έκεϊ είς τήν Άρκαδίαν,/ έσμιξαν και τον πρίγκι-πος ολίγοι στρατιώται./ Ήπήρεν τους ό Έρκούλιος, έδιέβη εις το κοϋρσον./Και ύπήγεν και έκούρσευσεν είς τών Ρωμαίων τον τόπον,/τήν Γιάννιναν, τήν Γούταιναν, τά Χιλιοχώρια όλα./ Κούρση ήπήρασιν πολλά, άπειρα, υπέρμετρου,/ ήχμαλωσίαν έκαμαν, πολλές ψυχές έπιασαν149.
Οι Ενετοί, αντιλαμβανόμενοι τις επιταγές των καιρών επεκτείνουν την εξουσία τους βόρεια. Το 1423 αγόρασαν το Ναβαρίνο και προσάρτησαν τα κάστρα των Μύλων (Moline), Νίκλαινας (Nicline) και Αγίου Ηλία (Sancte Elie)150. Δύο χρόνια αργότερα (1425), παζάρεψαν την εγκατάσταση στα τελευταία 5.500 Αλβανών για να υπερασπίζουν την αποικία τους151.
Βλέπουμε λοιπόν ότι στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα, η περιοχή των Κοντοβουνίων βάλλεται κύκλωθεν ασφυκτικά από τρεις ανταγωνιστικές μεταξύ τους δυνάμεις: των Βυζαντινών ανατολικά, των μισοδιαλυμένων Φράγκων δυτικά και των Ενετών από νότια. Το 1432 το Πριγκιπάτο επιτέλους εξαφανίζεται, μια γενιά ωστόσο αργότερα (1460), ο σουλτάνος Μεχμέτ Β' (ο πορθητής) θα καταλύσει οριστικά και το Δεσποτάτο. Η έκβαση της κατάκτησης για τον τοπικό πληθυσμό των Κοντοβουνίων θα είναι καταστροφική.
119. Γενικά για την περίοδο βλ. Bon, Moree (όπ. σημ. 44)· W. Miller, Ή Φραγκοκρατία στην Ελλάδα (1204-1566), μτφρ. "Α. Φουριώτης, Αθήνα 21990 ΜΕ, τ. 1 (21974)· Χ. Μαλτέζου, άρθρα στο κεφ. Ό ελληνισμός κατά τήν υστεροβυζαντινή περίοδο (1204-1453), ΙΕΕ, τ. 9 (1979), ιδίως σσ. 248-255,261-263, 270-272, 275-276, 282-291· Α. Ilieva, Frankish Morea (1205-1262), Αθήνα 1991· Σ. Δοανίδου, Τό Πριγκιπάτο της "Αχαΐας (1205-1460), Αθήνα 1989· Δ. Κατσαφάνας, Τό Πριγκιπάτο τον Μορέως, Σπάρτη 2003· D. Nicol, Οι Τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου (1261-1453), μτφρ. Σ. Κομνηνός, Αθήνα 1996· Π. Καλλιγάς, Μελέται βυζαντινής ιστορίας. Αασκαρίδαι-Παλαιολόγοι, από της πρώτης μέχρι της τελευταίας αλώσεως (1204-1453), Αθήνα 1894 (ανατ. 1997)· Σ. Λάμπρος, Ιστορία της Ελλάδος, τ. 6, Αθήνα 1909 (ανατ. 1998)· G. Ostrogorsky, Ιστορία τοϋ Βυζαντινοί) Κράτους, μτφρ. Ί. Παναγόπουλος, τ. 3, Αθήνα 51997.
120. Μ. Κορδώσης, Ή κατάκτηση της νότιας Ελλάδος από τους Φράγκους. 'Ιστορικά και τοπογραφικά προβλήματα, Ιστορικογεωγραφικά [= Ιστγεω], τ. 1 (1986), σσ. 53 κ.εξ. κυρίως σσ. 84-106.
121. ΧρΜορ, στχ. 1723-1738 (σσ. 74-75)· Γ. Βιλλαρδουίνος, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, μτφρ. Κ. Αντύπας, Αθήνα 21985, παράγραφος 329 (σ. 153).
122. Ή. Μουνδρέας, Τοπωνυμικά της Μεσσηνίας στην εποχή της Φραγκοκρατίας, Πρακτικά τοϋ Α ' ΔΣΠΣ(= Πελ. Παρ. 6), τ. 2 (1976-78), σσ. 181-186.
123. ΧρΜορ, στχ. 1770-1790 (σσ. 76-77).
124. Α. Bon, Τά σύνορα τών Ενετικών κτήσεων εν Μεσσηνία από τοϋ Που έως τοϋ 15ου αιώνος, ΜΓ, τ. 2 (1967), σ. 21· ο ίδιος, Moree (όπ. σημ. 44), σ. 442-443· C. Hodgetts και P. Lock, Some village fortifications in the Venetian Peloponnese, στο Ρ. Lock και G. Sanders (επιμ.), The Archaeology of Medieval Greece (Oxbow Monograph 59), Οξφόρδη 1996, σ. 77.
125. Ο. Μίλλερ, Οι Φράγκοι εν Πελοποννήσω, ΝΕ, τ. 21 (1927), σ. 237· Κοντογιάννης, Κάστρα στη Μεσσηνία (όπ. σημ. 113), σσ. 525-526.
126. Περιήλθε διαδοχικά στις οικογένειες Ανόε (Aunoy), Μαύρους και Ζαχαρία, βλ. Bon
Moree (όπ. σημ. 44), σσ. 412-414· Cg-r, σ. 472 αρ. 12a· Σ. Παρασκευόπουλος και Γ. Παυλόπουλος, Ή Κυπαρισσία (Αρκαδία) και η ιστορία τών αιώνων της, Κυπαρισσία 1971, σσ. 73-81.
127. ΧρΜορ, στχ. 1944/45 (σ. 83)· Χ. Καπότας, Ή Φραγκοκρατία της Πελοποννήσου και ή Βα-ρωνία της Γριτσένης, ΠελΠρωτ, τ. 7 (1963), σ. 114.
128. Σε έγραφο του 1361 η βαρονία περιελάμβανε τα χωριά Prothi (Πρώτη), Molini (Μύλοι), Archie, la Cannata (= Λαχανάδα), Crusuna, Zincirnicza και Grisu (= Γρίζη/ Ακριτοχώριον), βλ. L-T, σ. 147 στχ. 8-9 και σ. 248.
129. Cg-r, σ. 472 αρ. 12b. Στην λίστα με τα φέουδα του 1377 (1364 στον Hopf) αναγράφεται μαζί με τον Αετό (Aquila) στην κυριότητα του βαρόνου της Αρκαδίας, αυτόθι, σ. 228· Bon, Moree (όπ. σημ. 44), σ. 690. Ο Bon, σ. 430, τοποθετεί το κάστρο του Saint Sauveur (Sancto Salvatore) στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, 1,5 χλμ. νότια του χωριού Βαριμπόπη (Χ 21), επισημαίνει ωστόσο την έλλειψη μεσαιωνικών ερειπίων τα οποία και θα επιβεβαίωναν την ταύτιση.
130. Έτσι δικαιολογείται ότι στη λίστα του 1377 βρίσκουμε το μεσσηνιακό Σιδηρόκαστρο (castelo de Ferro) να συμπεριλαμβάνεται στα Σκορτά, βλ. Cg-r, σ. 227· Bon, Moree (όπ. σημ. 44), σ. 690. Όπως επίσης στο «Χρονικό», τήν Αημάτραν,/ τό κάστρον ποϋ ήτον στά Σκορτά, και τό χάλασαν οι Ρωμαίοι- βλ. ΧρΜορ, στχ. 7997-8000 (σ. 324). Για την περιοχή των Σκορτών βλ. Bon, Moree (όπ. σημ. 44), σσ. 363 κεξ· Ί. Σαρρής, Τά «κάστρα τών Σκορτών» Άράκλοβον και "Αγιος Γεώργιος, Αρχαιολογική Έφημερίς 1934-1935, σο. 57-84· Κ. Ρωμαίος, Τοπογραφικά της Φραγκοκρατίας, Πελ, τ. 2 (1957), σσ. 1-26· Ν. Μουτσόπουλος, Άπό τήν Βυζαντινή Καρύταινα, Πελ, 16 (1986), σσ. 129-202· Ά. Αδαμαντίου, Τά Χρονικά τοϋ Μορέως. Συμβολαί εις τήν Φραγκοβυζαντινήν ίστο-ρίαν και φιλολογίαν, Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας τής 'Ελλάδος [= ΔΙΕΕ], τ. 6(1901), σσ. 481,596-597.
131. Bon, Moree (όπ. σημ. 44), σσ. 98-99, 101, 444- Ν. Ζαχαρόπουλος, Ή εκκλησία στην 'Ελλάδα κατά τήν Φραγκοκρατία, Θεσσαλονίκη 21984 (ανατ. 1992), σσ. 112-116. Ά. Βασιλικοπούλου-Ίωαννίδου, Ή επισκοπή Κορώνης στις αρχές τοϋ ιγ' αιώνα. Ό επίσκοπος 'Αθανάσιος, Πελ, τ. 16 (1986), σ. 378.
132. Ο. Μίλλερ, Οι Ηγεμόνες τής Πελοποννήσου, ΝΕ, τ. 21 (1927), σσ. 279-283.
133. Την αιχμαλωσία δηλαδή του Γουλιέλμου Β' Βιλλεαρδουΐ'νου, την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς (1261) και την απελευθέρωση του (1262) με αντάλλαγμα τα φρούρια της Πελοποννήσου (Μυστρά, Μονεμβασίας, Μεγάλης Μαΐνης, και ίσως του Γερακίου και την περιοχή της Κινστέρνας) τα οποία και απετέλεσαν τον αρχικό πυρήνα για τον σχηματισμό του βυζαντινού «Δεσποτάτου του Μορέως». Βλ. Κ. Γιαννακόπουλος, Ό Αυτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος και ή Δύσις (1258-1282), μτφρ. Κ. Πολίτης, Αθήνα 1969, σσ. 49 κ.εξ.· Κορδώσης, Ή κατάκτη
στράς, μτφρ. Π. Κορρέ και Τ. Καπατσώρη, Αθήνα 1986, σσ. 39-42.
134. Το «Χρονικό» περιγράφει λεπτομερώς τις μάχες στην Πρινίτσαν, στα Σεργιανά/ Μεσί-σκλίνκαι το Μακρυπλάγι, ΧρΜορ, στχ. 4527-5738 (σσ. 189-236)· Cg-r (Sanudo), σ. 118· Ε. Παπαδοπούλου (εκδ.), Μαρίνος Σανούδος Τορσέλλο, Ιστορία της Ρωμανίας, σο. 126-129. Πρβλ. Miller, Φραγκοκρατία (όπ. σημ. 119), σσ. 171-176· Γιαννακόπουλος, Μιχαήλ (όπ. σημ. 133), σσ. 122-126, 134-136. Για τους Τούρκους μισθοφόρους που αυτομόλησαν στους Φράγκους, βλ. Ά. Σαββίδης, Ή προέλευση και ό ρόλος τών τουρκόφωνων μισθοφόρων στον Μορέα κατά τόν Βυζαντινοφραγκικό πόλεμο τοΰ 1263-64, Πρακτικά του Δ ' ΔΣΠΣ(= Πελ. Παρ. 19), τ. 1 (1992-93), σσ. 165-188· ο ίδιος, Morea and Islam (όπ. σημ. 112), σσ. 55-58.
135. ...κ' ηΰρεν τόν τόπον έρημον, τελείως έξηλειμμένον./Κ' ερώτησε και είπαν του δτι εκ της μάχης ήτον,/όπου εϊχεν γάρ ό βασιλέας μετά το πριγκιπάτο, ΧρΜορ, στχ. 8680-8682 (σσ. 350-351). Ο Βενετός χρονογράφος Marino Sanudo Torcello γράφει χαρακτηριστικά ότι μία γυναίκα παντρεύτηκε διαδοχικά επτά φορές(!) γιατί οι άνδρες της σκοτώνονταν στον πόλεμο, βλ. Cg-r (Sanudo), σ. 118· Παπαδοπούλου, Σανούδος (όπ. σημ. 134), σσ. 128-129.
136. Μ. Ντούρου-Ήλιοπούλου, Ή Ανδεγαυική κυριαρχία στην Ρωμανία επί Καρόλου Α ' (1266-1285), Αθήνα 1987· Δοανίδου, Πριγκιπάτο (όπ. σημ. 119), σσ. 87κ.εξ.
137. ΧρΜορ, στχ. 7997-8000 (σ. 324)· Ί. Σφηκόπουλος, Τά μεσαιωνικά μεσσηνιακά κάστρα Δη-μάντρας και Γκρεμπενής, Τριφυλιακή Εστία, τεύχ. 47 (1982), σσ. 401-408.
138. ΧρΜορ, στχ. 8096 (σ. 328)· Bon, Moree (όπ. σημ. 44), σσ. 414-417· Παπαθανασόπουλοι, Πύλος-Πυλία (όπ. σημ. 51), σσ. 43-47.
139. Βλ. Bon, Moree (όπ. σημ. 44), σσ. 171, 439-440, 446, 656-658, ο οποίος το ταυτίζει με το κάστρο στη Μίλα στα βορειοανατολικά Κοντοβούνια- πρβλ. Έ. Βρανούση, Δύο ανέκδοτα άφιερω-τήρια έγγραφα υπέρ της μονής Θεοτόκου τών Κριβιτζών (ΙΓ'-ΙΔ' αι.). Συμβολή στή μελέτη της βυζαντινής Πελοποννήσου, Συμμ, τ. 4 (1981), σσ. 45-46. Κάστρα φυσικά έχτιζαν και οι Βυζαντινοί. Με την εγκατάσταση τους στον Μοριά, έκτισαν, όπως γράφει ο Sanudo, «φρούρια ισχυρά επάνω σε βουνά και σε πολύ οχυρά περάσματα», βλ. Cg-r (Sanudo), σ. 116· Παπαδοπούλου, Σανούδος (όπ. σημ. 134), σσ. 124-125
140. Το Νίκλι μετατοπίζεται στο Μουχλί και τα Τσιπιανά, η Βελιγοστή στο Λεοντάρι, η Λακεδαιμόνια στον Μυστρά και η Κόρινθος στον Ακροκόρινθο. Βλ. Μ. Κορδώσης, Μετατόπιση Πελοποννησιακών πόλεων στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, Ιστγεω, τ. 6 (1998), σσ. 91-96.
141. Το 1332, ο εμίρης του Αϊδινίου Ουμούρ, λεηλάτησε την κάτω πόλη της Μονεμβασίας. Το 1334/5 έφτασε μέχρι το Μυστρά, ενώ στον μεσσηνιακό κόλπο κατέλαβε δύο οχυρές θέσεις της Μάνης. Βλ. Runciman, Μυστράς (όπ. σημ. 133), σ. 60· Α. Αβραμέα, Ό «Τζάσις τών Μελληγών». Νέα άνάγνωσις επιγραφών έξ Οιτύλου, Παρνασσός, τ. 16, αρ. 2 (1974), σ. 296- Κατσαφάδος, Κάστρα Μαΐνης (όπ. σημ. 112), σσ. 197-200· Sawides, Morea and Islam (όπ. σημ. 112), σ. 58. Διαχρονικά σημεία πειρατικών ενεδρών στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, ήταν τα στενά ανάμεσα στη μεσσηνιακή ακτή και στα νησιά Πρώτη και Σαπιέντζα. Πλήθος περιστατικών πειρατείας, κυρίως από ενετικές πηγές, υπάρχουν στο βιβλίο της Α. Κραντονέλλη, Ιστορία της πειρατείας στους πρώτους χρόνους της Τουρκοκρατίας (1390-1538), Αθήνα 1985.
142. Το 1347 η πανώλη επισημαίνεται στην Κορώνη και τη Μεθώνη, βλ. Κ. Κωστής, Στον καιρό της πανώλης. Εικόνες από τις κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου, 14ος-19ος αιώνας, Ηράκλειο 1995, σσ. 303-320· Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, Αθήνα 1985 (και ανατ. 1987), σσ. 61-68. Από έγγραφα φορολογικού χαρακτήρα, που απογράφουν τους πάροικους σε μεσσηνιακά χωριά, λίγα χρόνια μετά από την εκδήλωση της νόσου, έχουμε την εξής εικόνα: το 1354 το χωριό Κρεμμύδι (Cremidi) είχε 63 εστίες ενεργές και 21 στάσεις εγκαταλειμμένες, το Βουρκάνο (Bulcano) 23 και 14, το Πετόνι (Pettonii) 54 και 14, ενώ το 1357, η Κόσμινα (Cosmine) 49 και 17. Η υψηλή αναλογία (1:3) σε ερημωμένες στάσεις είναι ενδεικτική για τις συνέπειες της επιδημίας: άλλοι πέθαναν και άλλοι έφυγαν για να γλιτώσουν σε απόμερα καταφύγια χωρίς να επιστρέψουν. Βλ. L-T, σσ. 73-76, 95-98, 102-111, 135-138- πρβλ. Topping, Post-classical (όπ. σημ. 103), σ. 68· Παναγιωτόπουλος, όπ. π., σσ. 43, 65.
143. Το 1381 οι Ναββαραίοι έγιναν κύριοι της ηγεμονίας της Αχαΐας, κατέλαβαν το Ναβαρίνο και εγκαταστάθηκαν στην Ανδρούσα, όπου και την επέλεξαν για πρωτεύουσα. Βλ. Miller, Φραγκοκρατία (όπ. σημ. 119), σσ. 382-383· Bon, Moree (όπ. σημ. 44), σ. 256.
144. Ηδή το 1410, αναφέρονται αλβανικές επιδρομές στην περιοχή της Κορώνης, βλ. Κ. Σάθας, Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας (= Documents inedits relatifs a l'histoire de la Grece au Moyen Age), Παρίσι (ανατ. Αθήνα 1972), τ. 2 (1881), σσ. 251-252 (αρ. 512)· Topping, Post-classical (όπ. σημ. 103), σ. 69.
145. Επαναστάσεις Αλβανών στην Πελοπόννησο έχουμε στα 1423, 1453, 1454, 1458 και 1459, βλ. Η. Σκουλίδας, Μετοικεσίες αλβανοφώνων στον ελλαδικό χώρο. Φυσικές προσβάσεις και πληθυσμιακή αναδιάταξη, Ηπειρωτικά Χρονικά [= ΗΧ], τ. 33 (1998-99), σ. 286· Ί. Ποΰλος, Ή έποίκη-σις τών Αλβανών εις Κορινθίαν, Έπετηρίς τοΰ Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 3 (1950), σσ. 73-76, 88-90- Κ. Μπίρης, Αρβανίτες, Οι Δωριείς τοΰ Νεώτερου Ελληνισμού, Αθήνα 31997,σσ. 125-131· Cg-r (Sanudo), σ. 199.
146. S. Curcic, Αρχιτεκτονική στην εποχή της ανασφάλειας. Εισαγωγή στην κοσμική αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια, 1300-1500, στο Curcic και Χατζητρύφωνος, Κοσμική αρχιτεκτονική (όπ. σημ. 111),
σσ. 20-23 και χάρτες σ. 70. Για την Πελοπόννησο βλ. Sawides, Morea and Islam (όπ. σημ. 112), σσ. 58-70, όπου και πλούσια βιβλιογραφία. Το 1387 ο Εβρενός μπέης ερήμωσε τον νοτιοδυτικό Μοριά, ομοίως το 1397 μαζί με τον Γιακούμπ πασά έδιάβησαν έως την Κορώνη και έως/ εις την Μοθώνη διαγουμίζοντας, βλ. Γ. Ζώρας (επιμ.), Χρονικόν περί των Τούρκων σουλτάνων (κατά τον Βαρβε-ρινόν Έλληνικόν Κώδικα 111), Αθήνα 1958, σ. 36 στχ. 26-27. Το 1452 ο Τουραχαν κατήει επί την Ίθώμην και Μεσηνίαν χώραν, και ληϊσάμενος/ επί ημέρας συχνάς τα τήδε υποζύγια Νεοπολίχνην (= Νεόκαστρο) παρεστήσατο. και Σιδηροπολίχνην (= Σιδερόκαστρο) πολιορκών, ως ουκ ήδύνατο έλείν, απήγαγε/ τον στρατόν, έξελαύνων διά της όδοϋ, βλ. Λ. Χαλκοκονδύλης, Αποδείξεις 'Ιστοριών = Ε. Darko (επιμ.), Laonici Chalcocandylae - Historiarum demostrationes, Βουδαπέστη, τ. 2 (1927), σ. 148 στχ. 9-12· πρβλ. Σφραντζής, Χρονικόν (όπ. σημ. 97), τ. 2, σσ. 156-159. Το 1458 ο Μεχ-μέτ (Μωάμεθ) Β' κατέκαυσε και ήφάνισεν, έξαιρέτως δε την "Ακωβαν τον Αετόν και τά Πενταχώ-ρια, βλ. Maisano, Sfranze (όπ. σημ. 97), σ. 148 στχ. 20-21· Μ. Κορδώσης, Ίστορικά-Τοπογραφικά Μορέως κατά την πρώτην εκστρατεία τοϋ Μεχμέτ Β', Πελ, τ. 15 (1984), σσ. 153 κ.εξ.
147. Στον 14ο αιώνα διαπιστώνεται η πρώτη μεγάλη οικιστική ερήμωση στην Ελλάδα. Στην Πελοπόννησο ειδικότερα, καταγράφονται 15 και 49 ερημώσεις, στο πρώτο και δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, ενώ αντίστοιχα στον 15ο αιώνα 16 και 22. Βλ. Έ. Άντωνιάδη-Μπιμπίκου, Ερημωμένα χωριά στην έλλάδα· ένας προσωρινός απολογισμός, στο Σ. Άσδραχάς (επιμ.), Ή οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας (15ος-19ος αιώνας), Αθήνα 1979, σσ. 209,213 και σ. 247 σημ. 127, βλ. και ανατύπωση στο βιβλίο της συγγραφέως: Προβλήματα Ιστορίας (όπ. σημ. 24), σσ. 79, 92 και σ. 84 σημ. 127.
148. ...τήν Μεσσηνίων ουδέ όλου μηνός εντός παρεστήσατο πάσαν,/ φρούρια και πόλεις έχου-σαν εγγύς που τριάκοντα, ούδενός εκείνων/ άποδράναι δυνηθέντος ουδέ τών έρυμνοτάτων καν ταίς άκρωρείαις/ άνφκοδομημένων. Βλ. 'Ανωνύμου πανηγυρικός εις Μανουήλ και Ίωάννην Η' Παλαιολόγους, ΠΠ, τ. 3 (1926), σ. 174 στχ. 30-33- πρβλ. G. Schiro (επιμ.), Cronaca dei Tocco di Cefalonia di Anonimo (CFHB αρ. 10), Ρώμη 1975, στχ. 3530-3544 (σ. 482), όπου πλην της Ανδρού-σας αναφέρει ονομαστικά την Καλαμάτα και ένα μικρόν καστέλλι.
148α. Ανδροϋσαν, Καλομμάταν, Πίδημα, Μάνην, Νησίν, Σπιτάλιν, Γρεμπένιν, Αετόν, Αωί, Νεόκαστρον, Αρχάγγελον και έτερα πολλά. Το Μεγάλο Χρονικό προσθέτει Αεΰκτρον Μαΐνης/Κε-ταρία, Πύλο/ Ίτίλο(\), κάστρον Ζαρνάτας, Γαστίτζα, Διάσειστον, Μελέ, Δράχιον, Πολιανοϋν, Μαντινεία, Τάννιτζα, Ιθώμη/Μεσσήνη, Σαυλάουρος, Ιωάννινα, Αιγούδιστα, ενώ άλλη έκδοση του σε υποσημείωση επιπροσθέτει Γαρδίκιαν, Καράντζα, Φυλατρία και Πύλος. Βλ. Maisano, Sfranze (όπ. σημ. 97), σ. 40 στχ. 6-8· Σφραντζής, Χρονικόν (όπ. σημ. 97), τ. 2, σσ. 20-22- Ά. Πετρίδης, Περί τών εν Μεσσηνία μεσαιωνικών πόλεων Άνδρούσης και Νησιού, Παρνασσός, τ. 10 (1886), σσ. 12-14. Ση
μειώνεται ότι το 1437 η Πελοπόννησος φέρεται να έχει συνολικά 30 πόλεις, 200 κάστρα και 400 χωριά, βλ. Σ. Λάμπρος, Υπόμνημα περί τών ελληνικών χωρών και εκκλησιών κατά τόν δέκατον πέμπτον αιώνα, ΝΕ, τ. 7 (1910), σ. 364- Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός (όπ. σημ. 142), σ. 64. Η ενετική αποικία στη Μεσσηνία, την ίδια δεκαετία (του 1430), είχε επτά δευτερεύοντα κάστρα, τα Ζό-γκλο/ Ναβαρίνο, Μύλους και Αγιο Ηλία εξαρτημένα από τη Μεθώνη και τα Γρίζι, Κάστρο Λεόνε, Κάστρο Φράγκο και Αβραμιού εξαρτημένα από την Κορώνη, βλ. Σάθας, Μνημεία (όπ. σημ. 144), τ. 3 (1882), σ. 449 (αρ. 1047)· Hodgetts και Lock, Some village fortifications (όπ. σημ. 124), σ. 77. Ο Κριτόβουλος αναφέρει ότι ο Μεχμέτ Β', το 1460, κυρίεψε συνολικά 250 πόλεις, φρούρια και πολίχνες, βλ. Κριτόβουλος, Ξυγγραφή Ιστοριών = D. Reinsch (επιμ.), Critobuli Imbriotae - Historiae (CFHB αρ. 22), Βερολίνο 1983, σσ. 148 στχ. 31-32.
149. Schiro, Cronaca dei Tocco (όπ. σημ. 148), στχ. 3891-3897 (σ. 506)· πρβλ. D. Nicol, To Δεσποτάτο της Ηπείρου (1267-1279). Μια συνεισφορά στην ελληνική Ιστορία κατά τον Μεσαίωνα, Αθήνα 1991, σ. 268. Τα τοπωνύμια στην εργασία της Α. Κοβάνη, Στοιχεία ιστορικής γεωγραφίας στα δημώδη κείμενα: α. Ιστορία του Βελισαρίου, β. Χρονικό των Τόκκων, Βυζαντινός Δόμος [= ΒΔ], ττ. 10-11 (1999-2000), σσ. 143-144, είναι αταύτιστα. Όμως, τά Χιλιοχώρια διατήρησαν το όνομα τους μέχρι σήμερα, ως τοπωνύμιο Χίλια χωριά (τα), ανάμεσα στα χωριά της Πυλίας, Φουρτζή (1927 Βελανιδιά), Σουληνάρι και Βελή (1927 Πέραν, 1929 Μεσοπόταμος), βλ. G-McD, αρ. 8502 (σ. 281)· McDonald και Simpson, Prehistoric Habitation (όπ. σημ. 51), σ. 245 (αρ. 68). Γούταινα, είναι η Βούταινα, σήμερα Πάνω Βούταινα (Χ 25)· το εκεί ερειπωμένο κάστρο επιβεβαιώνει την ταύτιση. Γιά τήν Γιάννιναν βλ. παρακάτω σσ. 39-40.
150. Σάθας, Μνημεία (όπ. σημ. 144), τ. 1 (1880), σσ. 150-151 (αρ. 90), 154-155 (αρ. 93)· Βοη,Τά σύνορα (όπ. σημ. 124), σ. 23· Hodgetts και Lock, Some village fortifications (όπ. σημ. 124), σ. 79.
151. Σάθας, Μνημεία (όπ. σημ. 144), τ. 1 (1880), σ. 176 (αρ. 112)· πρβλ. ελληνική μετάφραση και σχόλια του εγγράφου στον Μπίρη, Αρβανίτες (όπ. σημ. 145), σσ. 113-119, ο οποίος όμως, ταυτίζει τελείως λανθασμένα τα μεσσηνιακά κάστρα Sancte Elie, Molendinorum και Nichline, με τα ομώνυμα της Αργολίδας και το Νίκλι (αρχαία Τεγέα) Μαντινείας. Για τον Αγιο Ηλία, ο Bon, έχει προτείνει την κορυφή Άε-Αιάς στο Χαντρινού (ύψ. 620 μ.), εκεί όμως δεν υπάρχουν μεσαιωνικά ίχνη. Στον χάρτη του Battista Agnese, σημειώνεται (5. Ilia) βορειοανατολικά της Νίκλαινας/ Ίκλαινας, όπου και πιστεύω ότι θα πρέπει να τον αναζητήσουμε, όπως μας προδιαθέτει το τοπωνυμικό της περιοχής, κοντά σε κάποιο από τα χωριά Πελεκανάδα (Αε-Αιάς), Βλαχόπουλο-Παπούλια (Παλιόκαστρο) Αγιο-Λιάς/Άγιος Ηλίας ύψ. 507 μ.) και Μαργέλη (Παλιόκαστρο, Άϊ-Αιλάς). 608 μ.), G-McD, αρ. 113, 133,276α, 2740,5921 (σσ. 94, 98, 151, 222). Βλ. Bon, Moree (όπ. σημ. 44), σσ. 432-433, ο χάρτης στο Album, πίν. 9" Hodgetts και Lock, Some village fortifications (όπ. σημ. 124), σσ. 82-83.