ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η περιοχή των Κοντοβουνίων δεν είναι γνωστή για τα μνημεία ή τα τουριστικά της θέλγητρα. Ελάχιστα και αποσπασματικά έχουν γραφεί γι' αυτήν. Ευτυχώς όμως είναι ο γενέθλιος τόπος του συγγραφέα και ακούραστου ερευνητή ο οποίος, με την εργασία του αυτή, καταφέρνει να τον κάνει γνωστό στο ευρύτερο κοινό και παράλληλα να συμπληρώσει πτυχές της ιστορίας και εικόνες της χωρογραφίας της ευρύτερης περιοχής στην οποία αυτός ανήκει.
Ο Τάσος Παναγιωτόπουλος βιώνει τον τόπο, αντιλαμβάνεται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθώς και αυτά της αρχιτεκτονικής που κάποτε διαμορφώθηκε εκεί. Δεν παραμένει μόνο στην περιγραφή τους. Αναζητώντας τους παράγοντες που συνετέλεσαν στη διαμόρφωση της γενικής εικόνας που αυτά παρουσιάζουν, επιχειρεί να γνωρίσει και να κατανοήσει τις αλλαγές που συντελούνται στο χώρο στη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων αιώνων. Εκτιμά πως τις απαντήσεις θα τις βρει «μέσα από την θεώρηση της αλληλεπίδρασης ... στη σχέση της Γεωγραφίας με την Ιστορία».
Στρέφεται στην ιστορία και ανευρίσκει, σε κάθε βιβλιογραφική πληροφορία ή προφορική μαρτυρία, τον μίτο για να ερμηνεύσει τα όσα γνωρίζει εμπειρικά. Κινείται με ευκολία στα πεδία της ιστορικής έρευνας, χάρη στο πάθος του γι' αυτήν, χρησιμοποιώντας την αρχιτεκτονική οπτική, για την οποία είναι επιστημονικά εξοπλισμένος και καταφέρνει σε σχετικά ικανοποιητικό βαθμό να συνδέσει τις δύο εστίες του ενδιαφέροντος του.
Διανύει μεγάλες ιστορικές φάσεις, επικεντρώνοντας σε γεγονότα του 17ου-19ου αιώνα. Αναζητά ωστόσο πληροφορίες για τις απαρχές της οίκησης στην περιοχή, στέκεται στα γεγονότα της μεσαιωνικής εποχής, τους εποικισμούς των σλαβικών και αργότερα των αρβανίτικων ομάδων, την Φραγκοκρατία και τις εγκαταστάσεις των Βενετών στα παράλια. Ψάχνει μέσα από την ίδρυση επισκοπών ή τους εκκλησιαστικούς κώδικες για να ορίσει ή να ταυτίσει τοπωνύμια, αναφέρεται σε εισβολές και επιδρομές που «συνέβαλαν στο μετασχηματισμό του οικιστικού δικτύου». Η έρευνα των διαθέσιμων πηγών του προσφέρει όχι μόνο ικανά τεκμήρια για την ερμηνεία του χώρου, αλλά και μια ευρύτερης σημασίας αναδρομή στα ιστορικά δρώμενα της Δυτικής Πελοποννήσου.
Η έρευνα του αρχιτεκτονικού πεδίου είναι διεξοδική και πραγματικά πρωτότυπη. Διασώζει σε σχέδια και φωτογραφίες, σε περιγραφές και συγκρίσεις με άλλους τόπους τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της αρχιτεκτονικής παράδοσης της κατοικίας στα χωριά των Κοντοβουνίων, αλλά και ορισμένα σπάνια και ίσως σήμερα εξαφανισμένα κατάλοιπα εγκαταστάσεων ποιμένων ή αγροτών - καλύβες και δραγάτσια.
Την πρωτοτυπία διεκδικούν επίσης οι συλλογικοί συγκριτικοί χάρτες για την οικιστική συγκρότηση και εξέλιξη της περιοχής της μελέτης, με χρονολογικές ενδείξεις, με πληθυσμιακά μεγέθη, τοπωνύμια, οχυρωμένους οικισμούς, κάστρα, μοναστήρια και άλλα.
Η σημασία της πρώτης αυτής καταγραφής της τοπικής παραδοσιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής ξεπερνά το προφανές της συμβολής στην γνώση για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής αυτής. Με τα στοιχεία που παρέχονται συμπληρώνεται ένα από τα κενά -υπάρχουν και άλλες επιμέρους περιοχές ανεξερεύνητες- στον συλλογικό πίνακα των τύπων κατοικίας της Πελοποννήσου και κατ' επέκταση στη συνολική θεώρηση της αρχιτεκτονικής ποικιλίας, που εμφανίστηκε στους οικισμούς της χερσονήσου πριν από τις ριζικές αλλαγές της εποχής μας που μετέτρεψαν τις παλαιότερες δομές και μορφές. Μικρή ή μεγάλη η ποικιλία των αρχιτεκτονικών τύπων κατοικίας ενός συγκεκριμένου τόπου είναι ενδεικτική και αποκαλυπτική της οικονομίας, του τρόπου ζωής, της τεχνογνωσίας της εποχής.
Για τους λόγους αυτούς η αρχιτεκτονική, παρόλο που μοιάζει να αποτελεί συμπληρωματικό κεφάλαιο της όλης εργασίας και παρόλα τα περιθώρια για περαιτέρω μελέτη της, είναι το πιο αυθεντικό, πρωτότυπο και από μια άποψη το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του όλου εγχειρήματος του Τ. Παναγιωτόπουλου.
Καίτη Δημητσάντου-Κρεμέζη Δρ. Αρχιτέκτων-Καθηγήτρια Ε.Μ.Π
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ
Στο νοτιοδυτικό άκρο της Πελοποννήσου «αναμεταξύ εις τον Μεσσηνιακό κόλπο και Κυπαρήσιο»1 βρίσκεται η Μεσσηνία. Ο Πάμισος (Πιρνάτζας), το μεγαλύτερο ποτάμι της, διασχίζει την εύφορη πεδιάδα της με κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Κεντροδυτικά, ανάμεσα στη δεξιά όχθη του Παμίσου και των παραλίων του Ιονίου, εντοπίζουμε τον ορεινό όγκο των Κοντοβουνίων, ο οποίος ονομάζεται επίσημα «Όρη Κυπαρισσίας» και περατώνεται δυτικώς στη βουνοσειρά της Αγιας, η οποία ταυτίζεται με το αρχαίο Αιγαλέον όρος (χάρτης 1). Η εν λόγω ορεινή ενότητα μαζί με τα γύρω χαμηλότερα βουνά όπως η Ιθώμη (το μεσαιωνικό Βουρκάνο), αποτελούν μία από τις τέσσερις ορεινές ομάδες που συμμετέχουν στη γεωμορφία της Πελοποννήσου2.
1. Δ. Φιλιππίδης και Γ. Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791 (ανατύπωση Αθήνα 1988), σ. 128.
2. Δ. Κισκύρας, Τά βουνά της Πελοποννήσου, Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά [= ΠελΠρωτ], τ. 4 (1960), σ. 130.