ΜΑΚΡΙΝΑΡΙΑ ΚΟΝΤΟΒΟΥΝΙΩΝ
2,0 χλμ. ανατολικά του χωριού Μαργέλι, στη θέση Καραμίτσα329, εκεί που ο δρόμος κάμπτεται νότια, βρίσκεται μια μεταβυζαντινή εκκλησία της Παναγίας. Ακριβώς στην απέναντι πλευρά του δρόμου εντοπίζεται ένα σημαντικό λιθόκτιστο ανωγοκάτωγο ημιερειπωμένο, υπερβολικά στενόμακρο κτίριο (αναλογίες 1:4,73), εξωτερικών διαστάσεων 5,50 επί 26,00 μ. (εικ. 33). Ένας ντόπιος που είχε χτήματα εκεί διαβεβαίωσε ότι το μικροτοπωνύμιο λέγεται «Κελιά». Η πληροφορία επαληθεύεται από τα έγραφα της εκκλησιαστικής περιουσίας:
Εις τό χωρίον Πολένα είναι ναός της Παναγίας και έχει χωράφια στρέ-ματα 15 είναι και χαλασμέναις μέσα και εξω 26 και εις αύτοϋ χωρίον το σύνορον είναι ναός της Παναγίας και ονομάζεται Καραμνήτζα, και είναι μετόχη τον Άνδρίον μοναστηρίου330.
Και παρακάτω που απαριθμούνται τα κτήματα του Ανδρομονάστηρου διαβάζουμε:
...και την άλλη μερέα τον πόταμου της Βελίκας. δπον είναι περιοχήν της Μοθώνης. και σύνορον τον χωρίον Πολένας. "Εχει εκκλησία και είναι ναός της Παναγίας, και ονομάζεται Καραμνήτζα. Εκεί έχει και χωράφια ζενγαρίον 1 και ελίαις ρίζαις 24 και σνκηαίς 633λ.
Πουθενά όμως δεν αναφέρεται κτίριο και μάλιστα κελιά στο μετόχι της Κα-ραμίτζας. Άρα, θα κτίσθηκε μέσα στον 18ο αιώνα και θα καταστράφηκε σε κάποια από τις περιπέτειες του τόπου, πιθανώς από τον Ιμπραήμ ή κατά την επανάσταση του 1770.
Το ενδιαφέρον στα Κελιά εντοπίζεται στην αυστηρότητα του πρισματικού όγκου, τις επιμήκεις αναλογίες, την ξύλινη στέγη, τα τοξωτά ανοίγματα, το εν γένει φρουριακό ύφος με τις πολεμίστρες. Χαρακτηριστικά που συναντάμε δηλαδή σε κτίρια της τουρκοκρατίας και μάλιστα «πριν από την επικράτηση της μορφολογίας της πλαισιωτής ξυλοκατασκευής στον όροφο»332. Μια ομάδα σπιτιών στα Κοντοβουνία, αναμφίβολα η πιο ενδιαφέρουσα, συγκεντρώνει κάποια από τα παραπάνω γνωρίσματα. Είναι αυτά που ονομάσαμε «προεπαναστατικά μακρινάρια»333 ή μακριναρίκια334 σύμφωνα με το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα335.
Σε κάθε ένα από καμιά δεκαριά χωριά: Ποταμιά, Παιδεμένου, Μάλη, Πάνω Λεντεκαδα, Ραφτόπουλου, Ασούτενα, Σελά, Ζαγάρενα, Σαρακηνάδα και Μπαρμπόπλου (Βαριμπόπη)336, υπάρχει τουλάχιστον ένα, σπανίως περισσότερα, σπίτια που ενσωματώνουν κάποια απ' τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Γενικά μπορούμε να τα αναγάγουμε στην όψιμη τουρκοκρατία. Δύο μάλιστα, έχουν εγχάρακτες χρονολογίες που τα τοποθετούν στις δύο τελευταίες δεκαετίες πριν την επανάσταση. Συγκεκριμένα: 1807 το παράδειγμα στου Σελά και 1812 στου Παιδεμένου337. Η προφορική παράδοση από την άλλη, θέλει τα σπίτια της Ποταμιάς και της Μάλης να τα κατοικεί Τούρκος αγάς.
Τα προεπαναστατικά μακριναρίκια των Κοντοβουνίων, ανήκουν στον τύπο του ελεύθερου στον χώρο επιμήκους παραλληλεπίπεδου κτιρίου που αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα. Δηλαδή κατώι και ανώι. Η καθ' ύψος λειτουργική διάκριση γίνεται σαφής: διαμονή, φαγητό και ύπνος της οικογένειας στον κυρίως χώρο του ανωγίου· αποθήκη, στάβλος και λοιπές βοηθητικές λειτουργίες στο κατώι. Η θέση τους στον χώρο είναι χαρακτηριστική, βρίσκονται στις παρυφές ή στο υψηλότερο σημείο των οικισμών. Διατάσσονται με τον μεγάλο άξονα πάντοτε κάθετο στις υψομετρικές καμπύλες. Για να αποφευχθεί το κόστος εκσκαφής στα βραχώδη γενικά εδάφη, το κατώι περιορίζεται στο μισό της κάτοψης του ανωγείου, έχουμε μ' άλλα λόγια ημιανωγοκάτωγους τύπους (ημιδιώροφα). Οι εξωτερικές
διαστάσεις των ορθογωνίων έχουν πλάτος από 5,00-5,50 μ. και μήκος
από 11,00-12,25 μ. (σχέδ. 22).
Το μέσο μικτό εμβαδόν στα ανώγια είναι 61 τετραγωνικά μ. Αν αφαιρέσουμε τα πάχη των τοίχων που κυμαίνονται από 60-70 εκατοστά, προκύπτει καθαρή ωφέλιμη επιφάνεια 42 τετραγωνικών μ. Οι αναλογίες των πλευρών έχουν μια σχέση 1:2,05 που φτάνει το 1:2,44 και μέση αναλογία 1:2,18 (πίν. 21).
α/α |
Θέση: |
Χρονολογία |
Εξωτερικές διαστάσεις |
Αναλογία πλευρών |
Μεικτή επιφάνεια ανωγείου |
Ωφέλιμη επιφάνεια ανωγείου |
Προσανατολισμός όψης εισόδου |
||
4 |
Παιδεμένου |
σπίτι 50 |
1812 |
5,50 χ 1 1,45 |
1:2,08 |
62,97 |
44,07 |
ΝΑ/ΝΝΑ |
|
2 |
Ποταμιά |
σπίτι 8 |
5,24 χ 11,44 |
1:2,18 |
59,94 |
39,28 |
ΝΝΑ |
||
10 |
Ασούτενα |
σπίτι 1 2 |
5,32 χ 11,58 |
1:2,18 |
61,60 |
41,04 |
ΑΝΑ |
||
6 |
Μάλη |
το νοτιότερο σπίτι του χωριού |
5,26 χ 1 1,12 |
1:2,1 1 |
58,49 |
40,83 |
ΝΑ/ΑΝΑ |
||
9 |
Ραφτόπουλου |
σπίτι 37α |
5,10 χ 11,26 |
1:2,21 |
57,43 |
39,23 |
Β/ΒΒΔ |
||
9 |
Ραφτόπουλου |
σπίτι 43α |
1838 |
5,56 χ 1 1,41 |
1:2,05 |
63,44 |
44,51 |
ΝΝΑ |
|
17 |
Σελά |
σπίτι 93 |
1807 |
5.40 χ 12,25 |
1:2,27 |
66,15 |
46,41 |
ΝΑ/ΝΝΑ |
|
8 |
Πάνω Λεντεκάδα |
το νοτιότερο σπίτι του χωριού |
5,00 χ 12,22 |
1:2,44 |
61,10 |
41,88 |
Α/ΑΝΑ |
||
38 |
Ζαγόρενα |
5.25 χ 11,00 |
1:2,09 |
57,75 |
39,69 |
ΝΝΑ |
|||
Μέση τιμή |
1:2,18 |
60,98 |
41,88 |
Οι στέγες κατασκευάζονται ξύλινες, πάντα τρίρριχτες, κεραμοσκεπείς ή καλυμμένες με πλάκες. Η προσπέλαση στο ανώι γίνεται με πέτρινη εξωτερική κλίμακα προσκολλημένη στην κύρια μακριά πλευρά. Καταλήγει σε μεγάλων διαστάσεων (3,0 επί 4,0 μ.) «ηλιακό» που φέρεται σε ημικυλινδρικό θόλο.
Η θύρα εισόδου από τον ηλιακό στο ανώι με συρταρωτή αμπάρα, ανοίγεται
στο μέσο της μακριάς πλευράς. Η θέση της ορίζει αυτόματα στο κτίριο
κύρια πλατυμέτωπη πρόσοψη και δευτερεύουσα στο πίσω μέρος. Αντίστοιχα,
η τοποθέτηση στο κεκλιμένο έδαφος, διακρίνει: «κύρια στενή» όψη στην
κλήση, και στενή τυφλή αυτή με το κεντρί, εκεί που το σπίτι βυθίζεται
στο έδαφος. Έχουμε λοιπόν πολυμέτωπα κτίρια. Η «κύρια πλατιά» πλευρά
βρίσκεται προσανατολισμένη, σχεδόν πάντοτε, στο νοτιοανατολικό
τεταρτημόριο. Κατά συνέπεια, η καλή στενή όψη βλέπει βορειοανατολικά ή
νοτιοδυτικά, ανάλογα με τον γενικό προσανατολισμό, στη θέα και τον
οικισμό (σχέδ. 23).
Το εσωτερικό του ανωγείου μπορεί να είναι δίχωρο, όπως στην Ποταμιά (σχέδ. 24) ή να παραμένει αδιαίρετο μονόχωρο όπως στη Μάλη (σχέδ. 25). Τα στοιχεία του πεζουλιού με τον εσωτερικό φούρνο (εικ. 49), το παραπόρτι και την οργάνωση του χώρου σε δύο περιοχές που είδαμε στο μονόχωρο καλύβι του Παιδεμένου διατηρούνται και εδώ. Επάνω από την επιφάνεια που αντιστοιχεί στο κατώι κατακευάζεται ξύλινο πάτωμα, το τελευταίο δομικό στοιχείο ονοματοδοτεί τον επίσημο χώρο του σπιτιού που εκτός από «πάτωμα» λέγεται και σάλα. Η τελευταία φωτίζεται από ένα, συνήθως δύο, μικρά παράθυρα της «κύριας στενής» πλευράς, που αγναντεύουν τη θέα, και άλλα τόσα που ανοίγονται στις μακριές πλευρές. Απέναντι, στην «περιοχή της φωτιάς», το δάπεδο μένει χωμάτινο. Αυτό, μαζί με τη διαμόρφωση του τοίχου που καταλήγει σε κεντρί, αποτελούσαν ηθελημένα μέτρα παραδοσιακής πυροπροστασίας. Στους τοίχους, που εσωτερικά επιχρίονται με ασβεστοκονίαμα, ανοίγονται χρηστικές κόγχες, ισλαμικού ενίοτε επηρεασμού.
Στον μικρό υπόθολο ισόγειο χώρο κάτω απ' τον ηλιακό, αποθηκεύουν ξύλα ή δένουν το χοιρινό, οπότε και τον ονομάζουν κουμάσι. Ακριβώς
παράπλευρα ανοίγεται η πόρτα του κατωγιού με διευρυμένο πλάτος για να
χωράνε τα μεγάλα ζώα. Το κατώι είναι περιορισμένο, σκοτεινό και χαμηλό.
Στο μακρινάρι της Ποταμιάς ανοίγονται πέντε ορθογώνιες οπές στο ύψος
του ματιού σαν πολεμίστρες. Στα παλιότερα παραδείγματα απουσιάζει ο ποταμός στο πάτωμα, τα εγκάρσια πατόξυλα το
πολύ 5,50 μέτρων πακτώνονται στους τοίχους κατά το κτίσιμο και
προβάλλουν στις όψεις. Ίδιο πλάτος έχουμε και στα Κελιά της Καραμίτσας.
Να, λοιπόν, που χρειάζεται να θυμηθούμε τις «τραβέρσες» του Γραδενίγου.
Το μοναδικό συνθετικό στοιχείο που διασκεδάζει τον απέριττο και συμπαγή πρισματικό όγκο του προεπαναστατικού μακριναριού είναι ο ηλιακός. Το πιο επιβλητικό όμως που τα διακρίνει μορφολογικά είναι το ύφος της «κύριας στενής» όψης. Με τις υψηλές αναλογίες και το ένα αξονικό ή το συμμετρικό ζεύγος, των μικρών τοξωτών παραθύρων στον όροφο. Στα ανοίγματα και μάλιστα στα ανώφλια εξαντλείται και η όποια διακοσμητική διάθεση. Τα ημικυκλικά υπέρθυρα αποτελούνται από δύο ή σπανιότερα έναν μονολιθικό επιμελώς πελεκημένο ασβεστόλιθο. Έχουν το μέτωπο σε μικρή υποχώρηση, τα περιβάλλει είτε λίθινη οδοντωτή ταινία (εικ. 51-52) είτε απλή στενή σειρά από λίθους ή πλίνθους.
Ειδικά οι
θύρες έχουν στο τόξο εγχάρακτα ζιγκ-ζαγκ338 και τις
περιβάλλει δεύτερο επάλληλο ανακουφιστικό τόξο, που μορφώνεται από
λίθινους θολίτες στους οποίους παρεμβάλλονται ερυθροί πλίνθοι (εικ.
48). Στις εσωτερικές όψεις των ανοιγμάτων κατασκευάζεται σε υψηλότερη
στάθμη χαμηλωμένο τόξο που μπορεί να δημιουργεί ανοιχτή κόγχη με την
προσθήκη οριζοντίου σανιδώματος (εικ. 50).
Ίδιας μορφής σπίτια συνάντησα στα Σουλιμοχώρια: στο Ανω Ψάρι
και τουλάχιστον πέντε στο Πάνω Σουλιμά (εικ. 53-55). Επίσης τα είδα
στην Πο-λιανή, στην Καρδαμύλη και στο Πραστείο της Μάνης- εκεί σώζεται
και το παλιότερο ενεπίγραφο απ' όσα ξέρω με χρονολογία 1704339.
Τέτοια θα ήταν και τα σπίτια που είδε ο Τζελεμπή στην Αρκαδία.
Δημοσιευμένα παραδείγματα περισσότερο ή λιγότερο εντυπωσιακά, βρίσκουμε
στην Ανδρίτσαινα340, τη Βρόστενα Αιγιαλείας341, τα Καλάβρυτα342, το Στράτο Αιτωλοακαρνανίας343, το Σούλι της Ηπείρου344, την Καμενίτσα και το Γαρδίκι της Αλβανίας345 και αλλού346. Ήταν προφανώς αρκετά διαδεδομένα.
Για πολλούς έχουν μεσαιωνική καταγωγή347.
Μία σύγκριση εδώ με τους λεγόμενους «πύργους», όπως αυτός της Πολιανής
(εικ. 56-57), τις οχυρές δηλαδή κατοικίες της Πελοποννήσου, τη θεωρώ
αυτονόητη. Ουσιαστικά πρόκειται για τον ίδιο τύπο σπιτιού: όταν
κυριαρχεί στον όγκο η έννοια του ύψους μιλάμε για «πύργο», ενώ όταν
κυριαρχεί το μήκος, για «μακριναρι». Οι πύργοι στην Τουρκοκρατία ήταν
πολύ διαδεδομένοι, και μόνο από το τοπωνυμικό της Καλαμάτας για
παράδειγμα, μπορούμε να εξάγουμε 25 αναφορές σε ιδιωτικούς πύργους348.
Το θέμα των πύργων ανέσυρε στην επιφάνεια η σπουδαία μελέτη του Ιορδάνη
Δημακόπουλου, στην οποία ο συγγρ. αντιμετωπίζει επιτυχώς, νομίζω, τα
θέματα καταγωγής και συνέχειας349. Το μόνο που επισημαίνω
είναι να θυμίσω τον τρόπο μέσω του οποίου γεννιούνται και εξελίσσονται
οι μορφές: από τις απλούστερες στις σύνθετες, από το μακριναρι στον
πύργο.
Μακρινάρια με τοξωτά ανοίγματα εξακολουθούν να χτίζονται τα πρώτα
χρόνια μετά την επανάσταση. Το διαπιστώνουμε σε ενεπίγραφο του 1838 στο
Ραφτόπουλο (εικ. 58-59) ή σ' ένα υπέρθυρο του 1841 στο Κλωνί (εικ. 60).
Με την έναρξη της εντατικής ανοικοδόμησης η τοξωτή μορφή
εγκαταλείπεται. Αντιθέτως ο κτιριολογικός τύπος του προεπαναστατικού
μακριναριού θα αποτελέσει το «αρχέτυπο» πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το
καινούριο κτιριακό περιβάλλον, αυτό που αποκαλύπτεται σήμερα μπροστά
μας όταν επισκεπτόμαστε τα χωριά των Κοντοβουνίων.
329. G-McD, αρ. 2611 (σ. 148).
330. Ντόκος, Εκκλησιαστική περιουσία (όπ. σημ. 77α), BNJ, τ. 22, σ. 347.
331. Στο ίδιο, τ. 22, σ. 369, πρβλ. τ. 21, σ. 135 και τ. 22, σσ. 350, 371.
332. Μπούρας, Κατοικίες και οικισμοί (όπ. σημ. 110), σ. 48.
333. Ο όρος μακρινάρι και μακρινάρια δεν αναφέρεται μόνο στα στενόμακρα σπίτια αλλά και σε χωράφια με αντίστοιχες αναλογίες γι' αυτό και απαντάται σαν τοπωνύμιο, βλ. G-McD, αρ. 4333-3α (σ. 186)· Χ. Κωνσταντινόπουλος, Τό τοπωνυμικό της Γλανιτσιας (Μυγδαλιάς) Γορτυνίας, Γορτυνιακά, τ. 2 (1978), σ. 147 αρ. 201.
334. «μακρυλαρίκι άνωκάτωγο» γράφει ο Λουκόπουλος, Αίτωλικαί οικήσεις (όπ. σημ. 320), σσ. 47-48.
335. Ελάχιστα είναι τα δημοσιεύματα που γνωρίζω για το θέμα, βλ. Φ. Λίτσας, Συμβολή εις τήν μελέτην τον Τριφυλιακοΰ γλωσσικού Ιδιώματος (Πάθη φωνηέντων), Αθήνα 1968· Α. Τζαμαλή, Ό ιδιωματικός λόγος στην επαρχία Μεσσήνης, Πρακτικά τοϋ ΣΤ' ΔΣΠΣ (= Πελ. Παρ. 24), τ. 3 (2001-2002), σσ. 351-359· η ίδια, Διαλεκτικά φαινόμενα από τήν περιοχή της ορεινής Πυλίας, Μεσσηνιακά Χρονικά, τ. 2 (2000-2002), σσ. 530-536.
336. Βλ. πίν. 21 και εικ. 34-47.
337. Ο παπα-Ίωάννης Σταυριανόπουλος, Τό χωριό μου Παιδεμένου, νϋν Φλεσιάς, Αθήνα 1970, σ. 35, διαβάζει στο αγκωνάρι: 1803.
338.Γνωστό διακοσμητικό θέμα στην τουρκοκρατία, πρβλ. Β. Χριστόπουλος, 'Αχαΐα, ΕΠΑ, τ. 4 (1990), σ. 38 εικ. 56· Cooper, Σπίτια Μορέα (όπ. σημ. 216), σ. 160· Δημητροκάλλης, "Αγνωστοι Ναοί(όπ. σημ. 117), τ. 1 (1990), σσ. 44,50.
339.Σαΐτας, Μάνη (όπ. σημ. 324), σ. 71 εικ. 44.
340.Χ. Μπούρας, Ή προσφορά τοϋ 'Αναστάσιου 'Ορλάνδου στή μελέτη της λαϊκής αρχιτεκτονικής, στο Αναστάσιος 'Ορλάνδος, ό άνθρωπος και το έργον του, Αθήνα 1978, σσ. 590-591.
341.Δ. Πάλλας, Μεσαιωνικά και νεώτερα μνημεία. Παλαιόν άρχοντικόν εις Βρόστενα Αιγιαλείας, ΑΔ, τ. 16, Κείμενον (1962), σσ. 145-147 και Πίνακες: πίν. 124.
342.Χριστόπουλος, Αχαΐα (όπ. σημ. 338), σ. 30 εικ. 38· Δ. Βέρρας, Τό αρχοντικό τής Παλαιο-λογίνας στά Καλάβρυτα, Πρακτικά τοϋ Β' Τοπικού Συνεδρίου Αχαϊκών Σπουδών (= Πελ. Παρ. 11), 1986, σσ. 273-292 και πίν. 18-24.
343.Κ. Παπαϊωάννου, Η παραδοσιακή αγροτική αρχιτεκτονική της Αιτωλοακαρνανίας, Ανάτυπο από τα Πρακτικά του Α ' αρχαιολογικού και ιστορικού συνεδρίου Αιτωλοακαρνανίας, Αθήνα 1991,σ.538 και πίν. 99.
344.Λ. Πολίτη, Το Σούλι της Ηπείρου. Οι οικισμοί και η ιστορία τους, Αθήνα 1992· Β. Ψιμού-λη, Σούλι και Σουλιώτες, Αθήνα 1998, σσ. 189-193.
345.Ν. Μουτσόπουλος, Παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Μακεδονίας (15ος-19ος αιώνας), Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 15-17· Ε. R\zav.a\, P. Thomo, 'Αλβανία, ΒΠΑ, σσ. 21-23.
346.Μπούρας, Κατοικίες καί οικισμοί (όπ. σημ. 110), σσ. 48-49.