ΚΑΛΥΒΙΑ ΚΟΝΤΟΒΟΥΝΙΩΝ
Στη θέση Χωρέμη του Πύργου Τριφυλίας (2 χλμ. ΒΑ), μου υπέδειξαν μια μισοθαμμένη τετραγωνική καλύβα μορφής «προϊστορικού αμπρί»318, φτιαγμένη από έναν ντόπιο μακαρίτη γεωργό εδώ και μισό αιώνα. Η απλότητα της κατασκευής, η σπανιότητα του είδους και η ομοιότητα του τύπου με σλαβική κάσα κινούν το ενδιαφέρον (σχέδ. 16). Έχει σκαφτεί σ' έναν ομαλό όχτο με νότιο προσανατολισμό. Ένας κορφιάς στηρίζει το ελεύθερο άκρο του σε ξύλινο υποστύλωμα.
Τα δοκάρια διανομής
στηριγμένα σε πλαϊνούς βραχείς ορθοστάτες μορφώνουν επεκτεινόμενα μια
σαμαρωτή στέγη σκεπασμένη από καλάμια (ρονιές) στα οποία δένονται κατάλληλα χεριές από ψάθρα, που
κάποτε μάλιστα κάλυπταν αποπάνω με χώμα. Τα δυο βασικά κυπα-ρισσόξυλα
του σκελετού, οριζόντιο και κατακόρυφο, εδράζονται για να μη
βυθίζονται στο έδαφος σε ποταμόπλακες. Ένα περιμετρικό πεζούλι από
χώμα, διαμορφωμένο την ώρα της εκσκαφής σχήματος «πι», με τα σκέλη
στραμμένα στην είσοδο, χρησίμευε να κάθονται στο περιορισμένο εσωτερικό
(εικ. 28) για να ξαποσταίνουν προσωρινά ή για το κολατσιό. Οι γέροντες
λένε πως τέτοιες αυτοσχέδιες κατασκευές ήταν άλλοτε πολύ διαδεδομένες
στους αγρούς που δεν διέθεταν αγροικίες.
Παρόμοιας μορφής καλύβες, με μεγαλύτερες όμως διαστάσεις, βρίσκουμε στη βόρειο Αλβανία319, την Αρτοτίνα (Φωκίδος)320 και αλλού321. Σύμπτωση μορφής, άραγε, που προκύπτει από απλή κατασκευαστική λογική και ίδια υλικά ή από κάποιον άγνωστο ως τώρα πολιτιστικό επηρεασμό;322
Ένα νεότερο καλύβι στην Κάτω Βούτενα (Χ 26),
δεν έχει παρά ένα και μοναδικό άνοιγμα: την πόρτα εισόδου στη μέση της
μακριάς πλευράς (εικ. 29-30). Αυθόρμητα, ανακαλούνται στη μνήμη τα
«μεγαλιθικά» κολόοπιτα της Μάνης323, κατοικίες που μια συντηρητική χρονολόγηση ανάγει στη μέση βυζαντινή περίοδο324. Ισόγεια καλύβια, υπήρχαν παλιότερα παντού στον ηπειρωτικό325 ή τον νησιωτικό326 χώρο από την Κύπρο327 μέχρι την Αλβανία328. Σήμερα τα βρίσκεις με δυσκολία.
Στα Κοντοβούνια, την περίοδο της Τουρκοκρατίας, πιστεύω ότι η
πλειονότητα του κόσμου κατοικούσε σε απλά ισόγεια μονόχωρα σπίτια [Σ =
σπίτι], σαν το παρακάτω καλύβι που συνάντησα στου Παιδεμένου (Χ 4, Σ
77α, βλ. σχέδ. 17 και εικ. 31).
Οι εξωτερικές διαστάσεις (5,58 επί 9,88 μ.) έχουν μια σχέση χρυσής
τομής (1:1,77), η στέγη είναι δίρριχτη, χωρίς ταβάνι φυσικά, και το
δάπεδο χωμάτινο. Πρόκειται για περίπτωση συγκατοίκησης ανθρώπου με ζώα.
Η κοινή είσοδος βρίσκεται στο μέσον της μακριάς πλευράς, ένα
«παραπόρτι» απέναντι, τοιχι-σμένο τώρα, εξασφάλιζε διαμπερή κίνηση.
Η
εγκάρσια κίνηση διαιρούσε νοητά την «περιοχή της φωτιάς» που έμενε η
οικογένεια, από την περιοχή του στάβλου. Η διάκριση των περιοχών
γίνεται ακριβέστερη από διαφορά στάθμης ενός αναβαθμού. Ένα κτιστό
πεζούλι πλάτους 90 εκατοστών περιτρέχει εσωτερικά τη στενή τυφλή
πλευρά και στο μέσον κατασκευάζεται φούρνος. Μπροστά από το σταχτοφούρνι, στο δάπεδο, άναβε η φωτιά, μέριμνα για τον καπνό δεν υπάρχει, φεύγει απ' την αστράχα και τα κενά των κεραμιδιών. Στην άλλη στενή όψη, στον άξονα, κάτω από το κεντρί ανοίγεται φεγγίτης.
Ένα ισόγειο στο Λεσοβίτι (Χ 18, Σ 13α) τοποθετείται με τον μεγάλο
άξονα παράλληλα στις υψομετρικές (σχέδ. 18). Οι επιμήκεις αναλογίες του
(1:2,4) το κατατάσσουν στις χαμοκέλες. Η στέγη παραμένει δίρριχτη, εσωτερικά αντί για πέτσωμα έχει καλής κατασκευής καλαμωτή (ψαθΐ). Ο
διαχωρισμός λειτουργιών γίνεται σαφέστερος: τα ζώα και οι άνθρωποι
έχουν ιδιαίτερη είσοδο. Οι πόρτες με χαμηλωμένο τοξωτό υπέρθυρο
εντάσσονται συμμετρικά στη μεσημβρινή μακριά πλευρά (εικ. 32)·
άλλα
ανοίγματα δεν υπάρχουν. Η διάκριση των
λειτουργιών εντείνεται περισσότερο από ελαφρύ χώρισμα, χωρίς πόρτα μάλιστα εσωτερικής επικοινωνίας και το ξύλινο δάπεδο στην περιοχή των ενοίκων.
Ιδίου τύπου, με δύο εισόδους, είναι και μια χαμοκέλα στο
Λυκουδέσι (XII, Σ 32, σχέδ. 19). Πραγματικά δίχωρη με κτιστό χώρισμα,
τρίρριχτη στέγη, δύο παράθυρα και τυπικό χτιστό πεζούλι με φούρνο. Η
έδρασή της στην ομαλή κατωφέρεια δίνει μια υψομετρική διαφορά ανάμεσα
στους δύο χώρους 80 εκατοστά.
Τέλος, ένα νεότερο «τρίχωρο» με ελαφριά χωρίσματα καλύβι, πάλι στου
Παιδεμένου (Χ 4, Σ 49), το δείχνω όχι γιατί διασώζει κάποια «αρχαϊκά»
γνωρίσματα που ενδιαφέρουν, αλλά γιατί το βρήκα να κατοικείται από
επταμελή οικογένεια (σχέδ. 20).
318. Μέγας, Ελληνική Οικία (όπ. σημ. 74), σ. 96.
319. Στο ίδιο, σσ. 96-97.
320. Δ. Λουκόπουλος, Αίτωλικαί οικήσεις, σκεύη και τροφαί, Αθήνα 1925 (ανατ. 1984), σσ. 37-39.
321. McDonald, Coulson και Rosser, Nichoria (όπ. σημ. 115), σ. 438 εικ. 2-6 και σ. 443 εικ. 2-33/34/35· Κ. Κουρεμένος, Σαρακατσάνοι, ΕΠΑ, τ. 5 (1988), σσ. 241-264· R. Anguelova, Βουλγαρία, Βαλκανική Παραδοσιακή 'Αρχιτεκτονική, Αθήνα 1993 [= ΒΠΑ], σ. 88 εικ. 5.
322. Ο Α. Rapoport, Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες, μτφρ. Δ. Φιλιππίδης, Αθήνα 1976, προβάλλει ως κρίσιμους παράγοντες κυρίως ή μόνο τους κοινωνικοπολιτιστικούς.
323. Πετρονώτης, 'Αρκαδία (όπ. σημ. 293), σ. 195.
324. Τ. Μόσχος και Λ. Μόσχου, Παλαιομανιάτικα, Οι Βυζαντινοί αγροτικοί οικισμοί της Λα
κωνικής Μάνης, Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών, 14Α (1981), σσ. 3-29· Γ. Σαΐτας, Μάνη, ΕΠΑ, τ. 5 (1988), σσ. 52-56· ο ίδιος, Όρθόλιθοι στή Μέσα Μάνη, Πρακτικά τον Α ' Τοπικού Συνεδρίου Λακωνικών Μελετών (= Πελ. Παρ. 9), 1982-83, σσ. 151-168- Χ. Καλλιγά, Ή εξέλιξη των οικισμών στή Μάνη, στο Δουμάνης και Oliver, Οικισμοί (όπ. σημ. 110), σσ. 120-121· Ν. Μουτσόπουλος και Γ. Δημητροκάλλης, Τά μεγαλιθικά μνημεία της Μάνης, Πρακτικά τοϋ Α ' ΑΣΠΣ (= Πελ. Παρ. 6), τ. 2 (1976-78), σσ. 135-169- οι ίδιοι, Νεώτερες έρευνες στά μεγαλιθικά μνημεία της Μάνης, ΑΣ, τ. 5 (1980), σσ. 385-390· L. Moschou, Μιά αγροτική περιοχή της ανατολικής Λακωνικής Μάνης, JOB, τ. 32/4 (1982), σσ. 639-656.
325. Γ. Κίζης, Πηλιορείτικη οίκοδομία. Ή αρχιτεκτονική της κατοικίας στο Πήλιο από τον 17ο στον 19ο αιώνα, Αθήνα 1994, σσ. 60-65.
326. Κ. Παπαϊωάννου, Α. Δημητσάντου-Κρεμέζη και Μ. Φινέ, Το Παραδοσιακό σπίτι στο Αιγαίο. Η γενική αρχιτεκτονική διάρθρωση του και η τυπολογία της μέσα από αντιπροσωπευτικά σχέδια, Αθήνα 2001, σσ. 232-233, 236-237 και πίν. 3-1, 3-20.
327. Α. Θεοδοσίου και Α. Πήττα, Οικισμοί, Αρχιτεκτονική Ακάμα, Λευκωσία 1996, σ. 75.
328. P. Thomo, L'architecture rurale albanaise, ses types et leur diffusion, Πεπραγμένα ICOMOS (όπ. σημ. 41), σσ. 312 και 317 πίν. 4-1.