Ομιλία Jack Davis 24 Ιουλίου 2009 στη Χώρα

Jack DavisPresentation for Friends of Antiquities, Hora, Messenia

24 Ιουλίου 2009

Το 1939, καθώς ο πόλεμος απειλούσε όλη την Ευρώπη και οι Ναζί πανηγύριζαν την προσάρτηση της Αυστρίας, πραγματοποιήθηκε μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις της σύγχρονης εποχής στο λόφο  του Εγκλιανού, κοντά στη Χώρα.

Όλα ξεκίνησαν με ένα ειρηνικό ταξίδι στη Μεσσηνία. Στις 23 Μαρτίου, ο  Carl Blegen έφυγε από το σπίτι του στην οδό Πλουτάρχου, στο Κολωνάκι, και οδήγησε ως την Ολυμπία, όπου πέρασε τη νύχτα της 24ης. Στις 25 Μαρτίου συνέχισε το ταξίδι του ως την Πύλο, όπου κατέλυσε στο «Ξενοδοχείο Ναυαρίνο» (ιδιοκτησίας Δ. Ρουσόπουλου) και έκανε τις απαραίτητες συννενοήσεις για να προσλάβει τον Οδυσσέα Αθανασόπουλο ως οδηγό. Ως τις 28 Μαρτίου είχε νοικιάσει προσωρινά το σπίτι του Γιάννη Κρυφού και είχε κανονίσει να επισκευαστεί η οικία του γιατρού Σερένη για να ως χρησιμοποιηθεί ως σπίτι της ανασκαφής. Στις 4 Απριλίου ήταν έτοιμος να ξεκινήσει την ανασκαφή. Στο ημερολόγιό του σημειώνει:

«Καιρός σκοτεινός και έτοιμος για βροχή. Πάμε στον Άνω Εγκλιανό.  Βρίσκουμε τον Χαράλαμπο Χριστοφιλόπουλο και πολλούς εργάτες.»

Ο Χριστοφιλόπουλος, επιστάτης των ανασκαφών το 1939, ήταν εκείνος που επεσήμανε τη θέση του Εγκλιανού στον Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη, διευθυντή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου εκείνη την εποχή. Ο Κουρουνιώτης και ο Blegen συζητούσαν την ιδέα της πραγματοποίησης ανασκαφής ήδη από το 1929.

Η ανακάλυψη της Πύλου της Εποχής του Χαλκού ακολούθησε μια σειρά από μάταιες προσπάθειες να εντοπιστεί η πατρίδα του Ομηρικού Νέστορα. Η αναζήτηση αυτή είχε απασχολήσει περιηγητές και μελετητές ήδη από την αρχαιότητα. Τόσο στους αρχαίους όσο και στους νεώτερους χρόνους, η θέση που ταυτίστηκε με την αρχαία Πύλο άλλαξε αρκετές φορές. Έπειτα, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Χριστοφιλόπουλος ανέφερε στο Υπουργείο Παιδείας την ανακάλυψη ασβεστολιθικών δόμων που συσχετίζονταν με Μυκηναϊκή κεραμική του 13ου  αιώνα π.Χ. σε ελαιώνα που βρίσκεται σε έναν στρογγυλό λόφο, στη ράχη του Εγκλιανού.

Την πρώτη μέρα της ανασκαφής στον Άνω Εγκλιανό, ο Blegen και οι συνεργάτες του, στους οποίους περιλαμβανόταν και ο William McDonald (ο οποίος αργότερα, στη δεκαετία του 1960, διηύθυνε την αποστολή που εξερεύνησε τη θέση Νιχώρια στην Καρποφόρα) αποκάλυψαν τμήμα των αρχείων ενός Μυκηναϊκού ανακτόρου και έφεραν στο φως το πρώτο αξιόλογο σύνολο πήλινων πινακίδων στην ηπειρωτική Ελλάδα με κείμενα γραμμένα στη Γραμμική Β γραφή.

Οι μεταγραφές περίπου 1000 κειμένων κυκλοφόρησαν στους κύκλους των μελετητών και το 1952 επέτρεψαν την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β από τον Άγγλο αρχιτέκτονα Michael Ventris. Η πολύπλοκη κοινωνική και οικονομική οργάνωση που αντικατοπτρίζεται σε αυτά τα κείμενα είχε ως επικεφαλής έναν άνακτα, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την oργάνωση της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής σε μια περιοχή περίπου 2000 στρεμμάτων στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο. Το βασίλειο ήταν χωρισμένο σε κοντινές και απώτερες περιοχές, στην περιοχή του Εγκλιανού και στην Καλαμάτα αντίστοιχα.

Οι δύο επαρχίες περιλάμβαναν συνολικά 16 περιοχές, κάθε μία από τις οποίες είχε επικεφαλής έναν κυβερνήτη και έναν αντι-κυβερνήτη που αναφέρονταν στο διοικητικό κέντρο της Πύλου. Καταγράφονται γιορτές και θυσίες, καθώς και προσφορές στους Θεούς, πολλοί από τους οποίους εξακολούθησαν να λατρεύονται στην Ελλάδα κατά την ιστορική περίοδο (π.χ. Δίας, Ποσειδώνας, Ήρα, Άρης, Διόνυσος). Τα ανακτορικά κτίσματα και τα αρχεία που ανακάλυψε ο Blegen την πρώτη μέρα της ανασκαφής καταστράφηκαν οριστικά από μια φοβερή φωτιά.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Blegen προχώρησε εντατικά την έρευνά του, σε συνεργασία με τη Marion Rawson, αρχιτέκτονα από το Cincinnati. Η ανασκαφή των Blegen και Rawson μεταξύ των ετών 1952 και 1971, η οποία συμπληρώθηκε από επιφανειακή έρευνα το 1992-1994, που πραγματοποιήθηκε επίσης υπό την αιγίδα του University of Cincinnati, έχουν τεκμηριώσει τη μακρά ιστορία του οικισμού - με αφετηρία χίλια ή περισσότερα χρόνια πριν την ανέγερση του ανακτόρου.

Σήμερα σώζονται λίγες φωτογραφίες όσων συνεργάστηκαν με τον Blegen στα πρώτα χρόνια της ανασκαφής - και καμία από το 1939.  Ωστόσο, όταν οι έρευνες ξανάρχισαν στη δεκαετία του 1950, ήταν προφανές πως οι κάτοικοι της Χώρας έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία τους - και θα ήθελα με τη σημερινή ευκαιρία να τους τιμήσω, δείχνοντάς σας μια σειρά φωτογραφιών που καταφέραμε να συγκεντρώσουμε. Αρκετοί φίλοι στη Χώρα μας βοήθησαν να ταυτίσουμε τα πρόσωπα στις φωτογραφίες αυτές. Θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την κυρία Χαρίκλεια Ανδρουτσάκη, της οποίας ο σύζυγος, Νιόνιος Ανδρουτσάκης, εργάστηκε ως επιστάτης των ανασκαφών από το 1953 ως το 1971.

Η δική μου σχέση με την αρχαιολογία της περιοχής ξεκίνησε δύο δεκαετίες αργότερα, το 1991. Όπως αρκετοί από εσάς ίσως θυμάστε, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, κάθε καλοκαίρι φέρναμε εδώ έναν μεγάλο αριθμό φοιτητών και αρχαιολόγων για να καταγράψουν αρχαιολογικές θέσεις - όχι μόνον στο λόφο του Εγκλιανού αλλά και στη γύρω περιοχή, από τους Γαργαλιάνους στα βόρεια ως το Κορυφάσιον στα νότια και από τη θάλασσα στα δυτικά ως το Μεργέλι στα ανατολικά. Τα αποτελέσματα αυτής της δουλειάς έχουν δημοσιευτεί ευρύτατα, σε επιστημονικούς τόμους και περιοδικά, αλλά, παράλληλα, και σε πιο προσιτές εκδόσεις στα ελληνικά, όπως το βιβλίο Πύλος η αμμουδερή, το οποίο, μετά από μια γενναιόδωρη απόφαση του κυρίου Παπαδήμα, μετέφρασε πριν από αρκετά χρόνια η Μάγια Κόμβου.

Μετά την ολοκλήρωση αυτού του έργου, πολλοί από εμάς εξακολουθήσαμε να εργαζόμαστε στο μουσείο της Χώρας κάθε καλοκαίρι, πάντοτε με την ενθουσιώδη υποστήριξη της Ξένης Αραπογιάννη, Εφόρου Αρχαιοτήτων στην Καλαμάτα, με την οποία έχω τη χαρά να μοιράζομαι απόψε το βήμα.

Μια μεγάλη ομάδα ερευνητών μελετά αδημοσίευτα ευρήματα από τις ανασκαφές των Blegen και Rawson υπό την επίβλεψη της συζύγου μου Sharon Stocker, σε στενή συνεργασία με τη φίλη και συνάδελφο Χαρίκλεια Μπρεκουλάκη, στέλεχος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.

Η πρόσφατη επανεξέταση των αδημοσίευτων ευρημάτων μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα την εξέλιξη του οικισμού στον Εγκλιανό, καθώς και τις επαφές ανάμεσα στους κατοίκους αυτής της περιοχής και του ευρύτερου Αιγαιακού κόσμου.

Τα πρωιμότερα ευρήματα δεν συσχετίζονται, μέχρι στιγμής, με αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Ορισμένα αποσπασματικά ευρήματα της Πρώιμης Ελλαδικής Εποχής (περ. 2600 π.Χ.), στα οποία περιλαμβάνεται ένα θραύσμα λίθινου Κυκλαδικού αγγείου με ανάγλυφες σπείρες, βρέθηκαν αναμεμειγμένα σε μεταγενέστερες αποθέσεις.

Τα αρχαιότερα εκτεταμένα κατάλοιπα μοιάζουν να χρονολογούνται στην εποχή της μετάβασης από την Πρώιμη στη Μέση Εποχή του Χαλκού, όχι πολύ αργότερα από το 2000 π.Χ. Η πληρέστερη τεκμηρίωσή τους προέρχεται από μια περιορισμένης κλίμακας ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε σε απόσταση περίπου 500 μέτρων από το Ανάκτορο του Νέστορα στο Αλώνι Δεριζιώτη. Εκεί ήρθαν στο φως τμήματα δύο επάλληλων αψιδωτών κτισμάτων, παρόμοιων με κτίσματα της ίδιας περιόδου που υπήρχαν σε άλλα σημεία του Εγκλιανού, ακόμα και κάτω από τα μεταγενέστερα ανάκτορα.

Κατάλοιπα της ώριμης Μεσοελλαδικής Περιόδου έχουν διασωθεί σχεδόν σε κάθε σημείο όπου η ανασκαφή έφτασε σε βάθος. Σε συνδυασμό με τις επιφανειακές έρευνες, φανερώνουν πως ήδη από την αρχή της Ύστερης Εποχής του Χαλκού ο οικισμός στον Εγκλιανό ήταν αρκετά εκτεταμένος.

Όπως συμβαίνει και σε θέσεις στην Αργολίδα, η κεραμική της Μινωικής Κρήτης έφτασε και στον Εγκλιανό – και αναφέρομαι τόσο σε εισηγμένα αγγεία, όσο και σε απομιμήσεις, τουλάχιστον ως τη δημιουργία των πρώτων ανακτόρων στην Κνωσσό. Από τις αρχές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, η Κρητική επιρροή ήταν έντονη.

Ένας από τους κύριους τομείς στους οποίους η περιοχή επηρεάστηκε από τον Μινωικό πολιτισμό είναι η αρχιτεκτονική του οικισμού, όπου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η ισόδομη τοιχοδομία. Τετράγωνοι δόμοι από λαξευμένο ασβεστόλιθο τοποθετήθηκαν ο ένας πάνω στον άλλο σε στρώσεις, μάλλον για να διακοσμήσουν τις προσόψεις των σημαντικότερων κτιρίων.  Αυτός ο τρόπος λιθοδομής έχει μεγάλη ιστορία στην Κρήτη.

Από το 1600 π.Χ. περίπου, υπάρχουν ενδείξεις για έντονη και συνεχή οικοδόμηση. Τότε εμφανίζονται για πρώτη φορά δάπεδα με κονίαμα, βάσεις κιόνων από λαξευμένη πέτρα και ορθοστάτες στη βάση των τοίχων, ενώ από το 1500 π.Χ., δύο ή τρία μνημειακά οικοδομήματα έχουν χτιστεί στην ακρόπολη — όλα τους με ισόδομες προσόψεις. Το μεγαλύτερο από αυτά, το “Κτίριο A,” στη νοτιοδυτική πλευρά της ακρόπολης, είχε μια μνημειακή λίθινη πρόσοψη. Το “Κτίριο Β” και το “Κτίριο C” βρίσκονταν στα βορειοανατολικά, στη θέση του μεταγενέστερου Κεντρικού Κτιρίου του Ανακτόρου του Νέστορα. Δεν είναι σαφές αν πρόκειται για δύο ανεξάρτητα κτίσματα ή για πτέρυγες του ίδιου συγκροτήματος. Ο χώρος ανάμεσα στα τρία κτίσματα ίσως σχημάτιζε μια μεγάλη ανοιχτή αυλή, στο πρότυπο των Μινωικών ανακτόρων.

Αυτό το παλαιότερο “ανάκτορο” δεν σώζεται καλά και δεν υπάρχουν στοιχεία για την ύπαρξη μιας «εγγράματης γραφειοκρατίας». Αντιθέτως, οι πρώτες τεκμηριωμένες ενδείξεις κειμένων της Γραμμικής Β γραφής προέρχονται από τις πήλινες πινακίδες που ήρθαν στο φως σε απορρίματα από την οριστική καταστροφή του ανακτόρου γύρω στο 1200 π.Χ. Η ίδια η Γραμμική Β γραφή αποτελεί τεκμήριο της επικοινωνίας ανάμεσα στην Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα και χρησιμοποιούνταν ήδη στην Κνωσσό δύο αιώνες νωρίτερα.

Την περίοδο των Λακκοειδών Τάφων στις Μυκήνες, στην αρχή της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, η κατασκευή θολωτών τάφων γνώρισε σημαντική άνθηση στη Δυτική Μεσσηνία. Ο παλαιότερος θολωτός τάφος που σώζεται ακέραιος στη Μεσσηνία είναι κατασκευασμένος πρόχειρα, ωστόσο ίσως είναι ο πρωιμότερος στην Ελλάδα. Βρίσκεται μόλις λίγα χιλόμετρα από το Ανάκτορο του Νέστορα, κοντά στο χωριό Κορυφάσιον, και δεν ανασκάφηκε στην πλαγιά ενός λόφου, αλλά σε επίπεδο έδαφος. Ως το τέλος του 15ου αιώνα στη Δυτική Μεσσηνία μόνον οι τάφοι που συσχετίζονταν με το Ανάκτορο του Νέστορα χρησιμοποιούνταν με κάποια κανονικότητα. Είναι πιθανό πως η απουσία τους από σε άλλα σημεία στην περιοχή αντανακλά την ενισχυμένη πολιτική δύναμη του Ανακτόρου του Νέστορα και φανερώνει τη γενικευμένη αποδοχή της ιδέας πως το δικαίωμα ταφής σε έναν τέτοιο τάφο ήταν προνόμιο αυτής της ελίτ.

Στον 16ο και 15ο αιώνα, τρεις θολωτοί τάφοι χτίστηκαν στον Εγκλιανό: ο ένας, ο οποίος ονομάστηκε Θόλος IV από τους Blegen και Rawson, ανακαλύφθηκε στην παρειά ενός χαμηλού λόφου, ακριβώς στα βορειοανατολικά του σημερινού χώρου στάθμευσης. Ο δρόμος που οδηγούσε σε αυτόν φαίνεται πως ήταν σκοπίμως ευθυγραμμισμένος με μια μνημειακή πύλη μέσω του οχυρωματικού τείχους που περιέβαλλε την ακρόπολη. Μπορεί κανείς να υποθέσει πως τοποθετήθηκε σε αυτό το σημείο ώστε, όταν ανοιγόταν για να υποδεχτεί μια νέα ταφή, να αποτελεί μια ορατή υπόμνηση της συνεχιζόμενης δύναμης αυτής της δυναστείας που εξουσίαζε την Πύλο.

Σε ίδια απόσταση (περ. 200 μ.) προς τα νοτιοδυτικά βρσκόταν ένας “Ταφικός Κύκλος” της ίδιας περιόδου, αν και λίγο πρωιμοτερος. Πρόκειται μάλλον για τα διαβρωμένα κατάλοιπα ενός άλλου θολωτού τάφου. Σε απόσταση άλλων δύο χιλιομέτρων προς την πλευρά της θάλασσας ήρθε στο φως η Θόλος III, γνωστή και ως ο τάφος του Κάτω Εγκλιανού. Οι τάφοι αυτοί εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται για πολλές γενιές.

Γύρω στο 1400 π.Χ. τα κτίρια στον Εγκλιανό κάηκαν, κάνοντας απαραίτητη τη δημουργία ενός νέου συγκροτήματος. Το τελικό Ανάκτορο του Νέστορα αποτελούνταν από ένα Κεντρικό Κτίριο, το Νοτιοδυτικό Κτίριο, το Βορειοανατολικό Κτίριο και την Αποθήκη του Κρασιού – κτίσματα που έστεκαν στη θέση τους ως το τέλος του 12ου αιώνα. Οι τοίχοι του Κεντρικού και του Νοτιοδυτικού Κτιρίου ήταν διακοσμημένοι με πολλές τοιχογραφίες, φτιαγμένες με τέμπερα αντί για την τεχνικής της νωπογραφίας.

Όπως δηλώνει το όνομά του, το Κεντρικό Κτίριο βρισκόταν στο κέντρο αυτού του πολύπλοκου συγκροτήματος οικισμού και ήταν το πιο καλοδιατηρημένο και πληρέστερα ανεσκαμμένο ανάκτορο στην Ελλάδα του 13ου αιώνα. Τα κεντρικά του δώματα ήταν τα πιο περίτεχνα διακοσμημένα τμήματα όλου του συγκροτήματος και αποτελούνταν από μια σειρά χώρων τοποθετημένων σε αξονική διάταξη, με διεύθυνση βορειοδυτική-νοτιοανατολική: ένα Πρόπυλο με πρόσβαση στα Αρχεία• ένα προαύλιο• και τρία δωμάτια ενός Μεγάρου, τα οποία κατέληγαν στην Αίθουσα του Θρόνου για τον άνακτα.

Το εικονογραφικό πρόγραμμα των κυρίως δωματίων του Ανακτόρου έχει αποκατασταθεί μόνον εν μέρει, παρόλο που έχουμε κάνει σημαντική πρόοδο την τελευταία δεκαετία. Στο διάστημα αυτό βρέθηκαν και δημοσιεύτηκαν εντελώς νέες τοιχογραφίες, όπως η ακροβάτιδα που ήρθε στο φως έξω από την Αίθουσα του Θρόνου. Η μεγαλύτερη έκπληξη μέχρι στιγμής προέρχεται από το εκτεταμένο συγκρότημα δωματίων στα νοτιοδυτικά του Κεντρικού Κτιρίου και παράλληλα με αυτό. Ορισμένοι μελετητές το έχουν ταυτίσει με την έδρα του lawageta, του αξιωματούχου που, με βάση τον τίτλο του, ηγείτο του στρατού σε περίοδο πολέμου. Οι τοιχογραφίες που βρέθηκαν στην Αίθουσα  64, δίπλα στο μέγαρο, είναι συμβατές με τον στρατιωτικό χαρακτήρα του ιδιοκτήτη. Στο βορειοανατολικό τοίχο, πολεμιστές με πανοπλίες και κράνη επενδεδυμένα με δόντια αγριόχοιρου μάχονται βαρβάρους ντυμένους με δέρματα ζώων. Οι Blegen και Rawson δημοσίευσαν αυτές τις τοιχογραφίες, αλλά μια ζωφόρος με τρία πολεμικά πλοία σε πομπή, η οποία κοσμούσε το βορειοδυτικό τοίχο, είναι εντελώς καινούργια και παραμένει αδημοσίευτη.

Οι σκηνές που απεικονίζονται στην Αίθουσα 64 θα εντυπωσίαζαν όσους συγκεντρώνονταν στην μεγάλη αυλή ακριβώς μπροστά τους. Είναι πιθανό πως εκεί μαζεύονταν οι υπήκοοι του άνακτα για να γιορτάσουν με δικά του έξοδα. Πιθανότατα ήταν εξοπλισμένοι με αγγεία πόσης και σκεύη φαγητού από τα κελάρια του ανακτορικού συγκροτήματος. Σύμφωνα με τα τεκμήρια που σώζονται, η παροχή φαγητού και ποτού για τα συμπόσια αποτελούσε έναν σημαντικό τομέα για τους ιθύνοντες του ανακτόρου. Ένας μεγάλος σωρός οστών προερχόμενων από μηριαία οστά και γνάθους περίπου είκοσι βοοειδών που μελετήθηκε πρόσφατα βρέθηκε στο δάπεδο της Αίθουσας του Αρχείου, μαζί με ανάλογο αριθμό μικροσκοπικών αγγείων πόσης. Τα οστά, μέρος των οποίων κατά κανόνα προσφερόταν στους θεούς, καίγονταν σε υψηλή θερμοκρασία, μάλλον στο πλαίσιο της ανάθεσής τους. Το κρέας από τη θυσία μάλλον μοιραζόταν σε όσους παρακολουθούσαν την τελετή.

Η οικονομική και πολιτική κυριαρχία του Ανακτόρου του Νέστορα αντικατοπτρίζεται στην τύχη των περιοχών γύρω από αυτό. Η ανάλυση προϊστορικής γύρης που κατακάθισε σε μια μεγάλη λιμνοθάλασσα στα βόρεια του Κόλπου του Ναυαρίνου υποδηλώνει μια πραγματική έκρηξη στην καλλιέργεια ελιάς αυτήν την εποχή – κάτι που ίσως σχετίζεται με την παραγωγή αρωματικού λαδιού που υποστηριζόταν από το ανάκτορο. Υπήρχε επίσης αύξηση στον αριθμό, το μέγεθος και την έκταση των οικισμών στην περιοχή: πολλοί από τους παλιότερους αναπτύχθηκαν σε έκταση και, μάλλον, σε πληθυσμό; Άλλοι, όπως η Ίκλαινα, η οποία σήμερα ερευνάται ξανά από τον Μιχάλη Κοσμόπουλο για λογαριασμό της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, παρουσίαζαν ανακτορικά στοιχεία, όπως η ισόδομος τοιχοποιία και οι τοιχογραφίες. Αυτά φαίνεται πως είναι δείγματα των περιφερειακών πρωτευουσών που αναφέρει το ανακτορικό Αρχείο. Επιπλέον, για πρώτη φορά εμφανίζονται μικρότεροι οικισμοί ενός τρίτου τύπου, οι οποίοι φανερώνουν πως η περιοχή ήταν αυτήν την εποχή πιο πυκνοκατοικημένη από κάθε άλλη φάση πριν την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η καταστροφή του Ανακτόρου του Νέστορα γύρω στο 1200 π.Χ. ήταν τόσο ισοπεδωτική που ούτε το ανάκτορο ούτε η κοινότητα μπόρεσαν ποτέ να ανακάμψουν. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν πως οι αίτιοι αυτής της καταστροφής ήταν εισβολείς εκτός του βασιλείου – είτε οι Δωριείς είτε οι «Λαοί της Θάλασσας» που αναφέρονται στα Αιγυπτιακά κείμενα. Άλλοι μελετητές ισχυρίζονται πως ήταν οι ίδιοι οι άνθρωποι της Πύλου που εξεγέρθηκαν απέναντι στον ίδιο τους τον άνακτα. Τα ακριβή αίτια παραμένουν αδιευκρίνιστα, ωστόσο, ό,τι κι αν έχει συμβεί, υπάρχουν μερικά αδιάψευστα στοιχεία. Το Κεντρικό Κτίριο κάηκε με τέτοια ένταση που οι πινακίδες της Γραμμικής Β στο Αρχείο του ψήθηκαν, ενώ έλιωσαν ακόμα και ορισμένα αγγεία στις αποθήκες. Πριν την καταστροφή, η πόλη γύρω από το ανάκτορο εκτεινόταν επάνω και κάτω από το λόφο του Εγκλιανού, σε μια περιοχή μήκους ενός χιλιομέτρου, όπου πιθανώς κατοικούσαν περίπου 3000 άτομα. Αυτή η περιοχή, όπως και το Ανάκτορο του Νέστορα, δεν εγκαταλείφθηκε τελείως. Οι τάφοι που χρησιμοποιήθηκαν επανειλημμένα για πολλές γενιές παραμελήθηκαν. Η περιοχή του Μυκηναϊκού Βασιλείου της Πύλου  παρέμεινε ακέραια μεν αλλά ερημωμένη για σχεδόν μία χιλιετία. Σε αντίθεση με τα μεγάλα ανάκτορα της Αργολίδας, όπως εκείνα των Μυκηνών και της Τίρυνθας, τα λείψανα του Ανακτόρου του Νέστορα δεν αποτέλεσαν κέντρο λατρείας για τους Έλληνες των ιστορικών χρόνων. Οι τοίχοι του, που σώζονταν, παρείχαν καταφύγιο σε μερικούς καταπατητές μετά την Εποχή του Χαλκού, ενώ στην περιοχή ήρθαν στο φως μικρές ποσότητες κεραμικής, που χρονολογούνται μέχρι και τον 3ο αιώνα π.Χ. Ωστόσο, μέχρι εκείνη την εποχή τα ονόματα του Νέστορα και της Πύλου δεν συνδέονταν πλέον με τη θέση.


Jack L. Davis - CV
Professor of Greek Archaeology.
PhD, University of Cincinnati, 1977.

Research Areas:
Aegean prehistory, survey archaeology, and modern Greek history.

Biography:
Jack L. Davis is Carl W. Blegen Professor of Greek Archaeology. He came to the University of Cincinnati from the University of Illinois, where he taught from 1977-1991.In Greece Professor Davis has directed archaeological regional studies projects on the island of Keos, in the Nemea Valley, and in the area of the Palace of Nestor in Messenia. He participated in the publication of excavations on Keos and on Melos and, as an authority in the archaeology of the Aegean islands, is author of "Review of Aegean Prehistory: The Islands of the Aegean," in T. Cullen (ed.), Aegean Prehistory: A Review (Boston: Archaeological Institute of America) 19-94 and to the forthcoming Cambridge Companion to the Aegean Bronze Age. Other research interests include the history and archaeology of Ottoman and early modern Greece, and the history of Classical archaeology, in particular its relationship to nationalist movements in the Balkans. Currently Davis is directing regional studies and excavations in Albania, in the hinterlands of the ancient Greek colonies of Durrachium/Epidamnos and Apollonia, and is also engaged in a project to publish unpublished finds from Blegen's excavations at the Palace of Nestor. His books include: Papers in Cycladic Prehistory (Los Angeles 1979); Keos V. Ayia Irini: Period V (Mainz 1986); Landscape Archaeology as Long-Term History: Northern Keos in the Cycladic Islands (Los Angeles 1991), winner of the Jo Anne Stolaroff Cotsen Prize; Sandy Pylos: An Archaeological History from Nestor to Navarino (University of Texas Press 1998; also in Greek translation); A Guide to the Palace of Nestor, Mycenaean Sites in Its Environs, and the Hora Museum (American School of Classical Studies at Athens 2001); and An Historical and Economic Geography of Ottoman Greece: The Southwestern Morea in the Early 18th Century, Hesperia Supplement 34, American School of Classical Studies at Athens 2005. From 2007-2012 he will be on leave from the University of Cincinnati in order to serve as director of the American School of Classical Studies at Athens.


Σύνδεση Χρήστη





Δεν έχετε λογαριασμό ακόμα; Δημιουργία λογαριασμού

Online χρήστες

Έχουμε 229 επισκέπτες σε σύνδεση

Στατιστικά

Επισκέπτες: 5154305