Η ΕΚΡΗΞΗ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟΥ ΤΗΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ
Στις αρχές Μαρτίου εμφανίστηκαν μια σειρά άρθρα στον ελληνικό έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, με τίτλους όπως «Διαψεύδεται η δενδροχρονολόγηση για την έκρηξη της Θήρας» και υπότιτλους όπως «Νέα μελέτη επιβεβαιώνει την παραδοσιακή άποψη ότι το ηφαίστειο εξερράγη στη διάρκεια του 16ου αιώνα π.Χ.» (βλέπε π.χ. Το Βήμα, 7.3.2014). Τα κείμενα αυτά αναπαράγουν στην ουσία τη δημοσίευση του ιστότοπου του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Ερευνών Δασών και Χιονιού με αντίστοιχο τίτλο («Οι δακτύλιοι δέντρων της Σαντορίνης υποστηρίζουν την παραδοσιακή χρονολόγηση της ηφαιστειακής έκρηξης»).
Ωστόσο, καμιά από αυτές τις δημοσιεύσεις δεν έχει σχέση με τα συμπεράσματα των επιστημονικών εργασιών τις οποίες επικαλούνται.
Για τους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν, κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, εκδηλώθηκε μια τεράστια έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνη, η οποία αφάνισε κάθε ίχνος ζωής από όλο το νησιώτικο σύμπλεγμα. Κάτω όμως από τα μεγάλα πάχη τέφρας που απέθεσε διαφύλαξε τον μοναδικό πλούτο της προϊστορικής Σαντορίνης, που έρχεται στο φως τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, με τις ανασκαφές στο Ακρωτήρι.
1. Η πρώτη, κλασική, χρονολόγηση της έκρηξης, βασίστηκε σε συγκριτικές μελέτες τέχνεργων και αγγείων και σε αιγυπτιακές πηγές, και ορίστηκε περίπου το 1500-1525 π.Χ. Οι απόλυτες χρονολογήσεις που διαθέταμε μέχρι το 2006 έδιναν ηλικίες τουλάχιστον 100-150 χρόνια παλαιότερες και προέρχονταν από τρεις διαφορετικές μεθόδους: τον ραδιενεργό άνθρακα, τη δεντρο-χρονολόγηση και την παγο-χρονολόγηση.
2. Τον Απρίλιο του 2006, δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Science τα αποτελέσματα της χρονολόγησης με 14C ενός κλαδιού ελιάς που θάφτηκε από την τέφρα της μινωικής έκρηξης, στο οποίο διακρίνονται 73 δακτύλιοι ετήσιας αύξησης. Το δείγμα χρονολογήθηκε σε τέσσερα διαφορετικά σημεία, και η διορθωμένη τιμή για τον τελευταίο, εξωτερικό δακτύλιο, αυτόν που διακόπηκε από τη μινωική έκρηξη, προκύπτει μεταξύ του 1627 και του 1600 π.Χ., με βεβαιότητα 95%.
3. Τον Ιανουάριο του 2013 δημοσιεύεται η μελέτη του Paolo Cherubini και συνεργατών του με τίτλο «Προβληματική χρονολόγηση δακτυλίων δέντρων ελιάς: Μια συγκριτική ανάλυση στη Σαντορίνη». Εκεί μελετάται αναλυτικά το πρόβλημα των «ψευδο-δακτυλίων» ανάπτυξης σε ξύλα όπως της ελιάς και στις κλιματικές συνθήκες της Σαντορίνης, και συμπεραίνεται ότι σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αναμενόμενο ένα λάθος στη μέτρηση των δακτυλίων ετήσιας αύξησης που κυμαίνεται από 31 έως 44%. Τότε δεν δημιουργείται κανένα θέμα, και δεν εμφανίζεται καμιά δημοσίευση.
Στο τεύχος του Μαρτίου 2014 του περιοδικού Antiquity δημοσιεύεται μια σειρά επτά άρθρων με τίτλο «Η καταστροφή της εποχής του χαλκού και οι μοντέρνες αντιθέσεις: Χρονολογώντας την έκρηξη της Σαντορίνης». Σε ένα από αυτά, ο Paolo Cherubini εκθέτει τα αποτελέσματα της μελέτης που προαναφέρθηκε, και ακολουθεί άρθρο-σχολιασμός από τους Friedrich και συνεργάτες (την ομάδα που χρονολόγησε με ακρίβεια τη μινωική έκρηξη με βάση το κλαδί ελιάς) που στοιχειοθετεί γιατί αυτή η χρονολόγηση ισχύει ακόμα.
Στη συνέχεια, ο ιστότοπος του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Ερευνών Δασών και Χιονιού αναρτά το προαναφερόμενο κείμενο, θέλοντας προφανώς να ελκύσει το ενδιαφέρον και να προβάλει τις δράσεις του. Εκεί, μετά από στομφώδεις ανακρίβειες του τύπου «αν η έκρηξη είχε συμβεί έναν αιώνα πριν, θα πρέπει να ξαναγραφεί όλη η ιστορία της εξέλιξης του πολιτισμού της Ανατολικής Μεσογείου», αναφέρονται μια σειρά αιτιάσεις που κατά τη γνώμη του Cherubini δεν επιτρέπουν να θεωρηθεί η χρονολόγηση με βάση το κλαδί ελιάς πολύ ακριβής: η αυξημένη ροή διοξειδίου του άνθρακα σε ηφαιστειακές περιοχές που τείνει να διαμορφώσει εικόνα παλαιότερης ηλικίας από την πραγματική, η αβεβαιότητα της μέτρησης των δακτυλίων ή η πιθανότητα το κλαδί να ήταν ξερό πάνω στο δέντρο δεκάδες χρόνια. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τελικά μπορεί να προκύψει διαφορά αρκετών δεκαετιών και προτείνει να συνεχιστεί η διεπιστημονική έρευνα με τη συμμετοχή αρχαιολόγων, γεωεπιστημόνων, δεντρο-κλιματολόγων και ιστορικών για πιο ασφαλή συμπεράσματα.
Το πώς αυτά τα συμπεράσματα μπορούν να μεταφραστούν στους τίτλους και τα σχόλια των δημοσιευμάτων, είναι απορίας άξιο. Για να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις μόνο, παρατίθεται ένα τμήμα της δημοσίευσης στο Science το 2006: «Ακόμη και αν λάβουμε υπόψη μια αβεβαιότητα 50% στη μέτρηση των δακτυλίων ανάπτυξης, τα όρια αυτά αυξάνουν την αβεβαιότητα της χρονολόγησης μόνο μία δεκαετία». Σημειώνουμε ότι η αβεβαιότητα που εκτιμήθηκε από τον Cherubini στη μέτρηση των δακτυλίων είναι μεταξύ 31 και 44%! Σημειώνουμε επίσης το σχόλιο των Friedrich και συνεργατών στο Antiquity ότι, ακόμη και αν δεν πάρεις καθόλου υπόψη την ύπαρξη των ετήσιων δακτυλίων, η χρονολόγηση δίνει ηλικίες μεταξύ 1656-1609 π.Χ., με βεβαιότητα 95,4%. Αναφέρουμε ακόμα, ότι η χρονολόγηση των αποθέσεων τσουνάμι που προκλήθηκαν από την έκρηξη και κατέστρεψαν το Παλαίκαστρο στην Ανατολική Κρήτη, συμπίπτουν απόλυτα (βλ. Bruins & Van der Plicht στο ίδιο αφιέρωμα).
Μπορούμε λοιπόν νηφάλια να συμπεράνουμε ότι η χρονολόγηση της έκρηξης στο 1613 π.Χ., συν-πλην 7 έτη συνεχίζει να θεωρείται η ακριβέστερη μέχρι σήμερα.
Γιατί λοιπόν όλος αυτός ο «θόρυβος»; Για όσους διαβάζουν πίσω από τους τίτλους, οι λόγοι είναι δύο και αμφότεροι αφορούν κυρίαρχα ρεύματα της καθεστηκυίας επιστημονικής τάξης:
1. Μια χρονολόγηση στη δύση του 17ου π.Χ. αιώνα καταρρίπτει τη θεώρηση της έκρηξης ως αίτιου της κατάρρευσης του μινωικού πολιτισμού. Η θεώρηση αυτή έχει βέβαια ήδη καταρριφθεί, άσχετα από την πρώιμη ημερομηνία της έκρηξης, με τις μοντέρνες ηφαιστειολογικές εκτιμήσεις του μεγέθους, της εξέλιξης και των επιπτώσεών της στο χώρο του Αιγαίου.[1] Αυτό όμως είναι ενοχλητικό για όσους επιμένουν στις «καταστροφολογικές» θεωρήσεις της εξέλιξης της ζωής και των πολιτισμών.
2. Η πρώιμη χρονολόγηση δημιουργεί επίσης προβλήματα σε ορισμένους από τους αιγυπτιολόγους «βαρόνους» της αρχαιολογίας, οι οποίοι καθόρισαν την ηλικία των φάσεων εξέλιξης του πολιτισμού της αρχαίας Αιγύπτου (Παλαιό, Μέσο και Νέο Βασίλειο) με μια ιδιότυπη και μάλλον κάπως αυθαίρετη κλίμακα χρόνου, βασισμένη στα ονόματα των Φαραώ. Αν αποδεχτούν την πρώιμη χρονολόγηση, πρέπει να διορθώσουν τις ηλικίες της κλίμακάς τους. Για τον λόγο αυτό υπήρξαν πολέμιοι των αποτελεσμάτων της χρονολόγησης των φυσικών επιστημών και επιμένουν να το πράττουν σε κάθε ευκαιρία και με κάθε μέσο.
Ο δρ Γιώργης Βουγιουκαλάκης είναι ηφαιστειολόγος, ερευνητής στο ΙΓΜΕ.