Η Μάνη στη δεύτερη τουρκοκρατία Γ (1715-1821)

kelefasΗ υποταγή της Μάνης

Τελικά οι Μανιάτες αντιπρόσωποι προσκύνησαν το Μέγα Βεζύρη, στον οποίο δήλωσαν υποταγή και η συμφωνία τους για ειρηνική συνύπαρξη, όπως φαίνεται από όσα επακολούθησαν, προέβλεπε τα επόμενα:

1) Στη Μάνη δεν θα εισχωρούσε τουρκικός στρατός και οι Μανιάτες θα αναλάμβαναν μόνοι τους να διώξουν τους Βενετούς από τα κάστρα του τόπου τους.

Εξι αγάδες με ολιγάριθμη ομάδα Τούρκων τεχνικών, συνοδευόμενοι από Μανιάτες, θα περνούσαν από τα κάστρα, για να διαπιστώσουν ότι οι Βενετοί φρουροί τα είχαν εγκαταλείψει και να επιβλέψουν την καταστροφή τους. Χωρίς την άδεια των υπευθύνων καπετάνιων της Μάνη δεν θα περνούσε μελλοντικά Τούρκος τα σύνορά της.

2) Για να τηρείται η τάξη και να μη βγαίνουν από τον τόπο κλέφτες και πειρατές, ούτε να βρίσκουν άσυλο οι παράνομοι από άλλα μέρη, θα χώριζαν τη Μάνη σε τέσσερες περιοχές-καπετανίες και σε κάθε μια από αυτές θα οριζόταν ένας υπεύθυνος καπετάνιος, για να εξασφαλίζει την ειρήνη και την ασφάλεια του τόπου. (Πιθανώς οι καπετανίες αρχικά να ήταν τρεις) 3) Ο φόρος που θα πλήρωναν οι Μανιάτες στο τουρκικό ταμείο, θα ήταν τέσσερες χιλιάδες γρόσια το χρόνο, δηλαδή λιγότερα από αυτά που είχαν υποχρέωση να δίνουν στην πρώτη Τουρκοκρατία. Η είσπραξη των φόρων και η παράδοσή τους θα ήταν έργο του καπετάνιου.

4) Ο καπετάνιος θα διοριζόταν από την τουρκική διοίκηση και το αξίωμα αυτό θα ανήκε στην οικογένειά του, ώστε να μπορεί να αντικατασταθεί από γιό, αδελφό ή εξάδελφο κλπ. Αυτός θα ήταν υπόλογος απέναντι στην τουρκική διοίκηση για ό,τι παράνομο θα συνέβαινε στην καπετανία του. Οταν δεν θα ανταποκρινόταν στα καθήκοντά του, θα τον καθαιρούσαν από το αξίωμά του ή θα τον καταδίκαζαν σε εξορία κλπ.

5) Ο καπετάνιος δεν θα έπαιρνε μισθό, αλλά θα εμπορευόταν με σχετικό κέρδος τα προϊόντα του τόπου του, δηλαδή θα αγόραζε το λάδι, το μετάξι και το βελανίδι, που ήταν για εξαγωγή και θα τα πωλούσε στους εμπόρους ακριβότερα, για να έχει κέρδος.

Από το εισόδημά του αυτό θα πληρώνονταν και οι άνδρες, που θα είχε για τη φρούρηση της ασφάλειας του τόπου του.

Από τη διήγηση του Σουλεϋμάν Πενάχ, την οποία στα ελληνικά δημοσίευσε ο Νεοκλής Σαρρής, έχουμε ορισμένες πληροφορίες. Ο Νταμάντ Αλή πασάς Κιουμουρτζής, όταν κατέλαβε τη Μά η, διόρισε εκεί τρεις καντήδες (δικαστές) και αστυνομικούς και στη συνέχεια επιθυμώντας να επιβάλλει την τάξη, σκόπευε να χτίσει και μεθοριακό σταθμό (φρούριο). Επειδή όμως ακολούθησε η τουρκική ήττα στην Αυστρία, παρέμεινε η τάξη όπως ήταν.

Οσοι φαντάζονται, ότι σε εκείνη την περίσταση οι Μανιάτες παίρνοντας μέρος στον πόλεμο υπέρ των Βενετών, ήταν σε θέση να αλλάξουν τη φορά των πραγμάτων, μόνο ως ονειροπόλοι μπορεί να χαρακτηρισθούν.

Αφού επικρατούσε παντού ηττοπάθεια, προερχομένη κυρίως από το μικρό αριθμό στρατιωτών, που είχαν την ευθύνη της άμυνας της Πελοποννήσου. Επίσης ο στόλος των Βενετών δεν τόλμησε να έρθει αρωγός των αμυνομένων και να τους εφοδιάσει, επομένως δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για αντίσταση χωρίς συνεχή εφοδιασμό. Τα κάστρα της Μάνης ήταν ασήμαντα και χτίστηκαν για να υποτάξουν τους Μανιάτες και όχι για να αντισταθούν σε οργανωμένο στρατό, που σάρωσε τα μεγάλα κάστρα του Μοριά, τα οποία θεωρούνταν μέχρι τότε απόρθητα.

Η καλύτερη και πειστικότερη απόδειξη για την ακαταλληλότητα των κάστρων της Μάνης και την αδυναμία αντίστασης σε αυτά είναι τα λόγια των ίδιων των Προβλεπτών. Δεν έχει σημασία που οι ιστορικοί της Βενετίας καταφέρονται κατά των κατοίκων της Μάνης, ότι απίστησαν και δεν τους συμπαραστάθηκαν. Αν οι Μανιάτες έπαιρναν μέρος σε εκείνον τον ανώφελο αγώνα της αναμέτρησης με την πανίσχυρη τουρκική στρατιά, το αποτέλεσμα θα ήταν ένα ανέξοδο για τους Βενετούς και άσκοπο ολοκαύτωμα των Μανιατών. Αυτό θα ικανοποιούσε μόνο τη ματαιοδοξία της ψυχορραγούσης Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας.

Το 1715 ο Προβλεπτής της επαρχίας Ζαρνάτας ΠέτροςΑντώνιος Bembo έγραψε στην αναφορά του: “...Ητο προφανώς αδύνατον να υπερασπίσωμεν το φρούριον, έναντι ενός στρατού που εκυρίευσε όλα τα άλλα οχυρά του Βασιλείου...”.

Για τα τείχη ανέφερε: “...το φρούριον τούτο περιβάλλεται από τείχη ημιτελή...”.

Ο Προβλεπτής της επαρχίας της Κελεφάς Παύλος Donato σε αναφορά του σημείωσε ότι: “...Ημεθα χωρίς νερό και χωρίς τρόφιμα εις το Φρούριον και δεν θα ημπορούσαμε να αντισταθώμεν ούτε μιαν στιγμήν...”. Για την κατάσταση των τειχών ανέφερε ότι ήταν εύκολη η είσοδος στο φρούριο: “...από το μέρος της παλαιάς ρωγμής και τον πύργον της Αγίας Αννης, μέρη κατεστραμμένα...”.

Ο Παύλος Donado ομολόγησε ακόμη ότι έδινε ψεύτικες διαβε αιώσεις στους Μανιάτες, ότι έρχεται ο στόλος της Βενετίας, ενώ στο τέλος παρουσιάστηκαν στον κόλπο του Οιτύλου τα τουρκικά πλοία: “...Τους έλεγα ότι άμα θελήσουν, ήτο αρκετή η δύναμίς των και η ανδρεία των να αποκρούσουν κάθε κίνδυνον και τους διεβεβαίουν ότι εντός ολίγου ανεμένετο ο κατάπλους του Εξοχωτάτου Γενικού Καπιτάνου, ο οποίος δι’ επιστολών του με ειδοποίει ότι προτίθετο να αποπλεύση από τας Οινούσας (τρία νησιά νότια της Μεθώνης).

Ομως, καίτοι εφαίνοντο ότι ανέκτων την ησυχίαν των, εν τούτοις εκοίταζαν με ποιον τρόπον να εξασφαλίσουν την ελευθερίαν των...”. Ποιός μπορεί να κατηγορήσει τους ανθρώπους εκείνους που αναζητούσαν σε παρόμοια περίσταση τον τρόπο, με τον οποίο θα εξασφάλιζαν τη μερική ελευθερία τους; Ο Τουρκο-βενετικός πόλεμος εξακολούθησε μέχρι το καλοκαίρι του 1718 και έληξε με τη συνθήκη του Πασσάροβιτς. Ο ελληνικός πληθυσμός αλλάζοντας κατακτητή έπεφτε από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη, όλοι ήταν καταπιεστικοί και άρπαγες.

Λίγο πριν από την υπογραφή της συνθήκης, το 1718, ο στόλος της Βενετίας εισέπλευσε στο Λακωνικό κόλπο και πλησίασε τις ακτές της Μάνης για την ύδρευση των πλοίων. Οι Μανιάτες, όταν είδαν να πλησιάζουν βάρκες στην παραλία, έτρεξαν κοντά τους γεμάτοι ενθουσιασμό και έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να εφοδιάσουν τα πληρώματα με μεγάλες ποσότητες τροφίμων και να τους βοηθήσουν στην ύδρευση των πλοίων. Την Τρίτη ημέρα που ο βενετικός στόλος ήταν αραγμένος στις ακτές της Μάνης και την ώρα που οι βάρκες προσπάθησαν να βγουν στην ακτή, παρουσιάστηκαν εξήντα ένοπλοι Οθωμανοί και άρχισαν να τους πυροβολούν. Τότε οι Μανιάτες επιτέθηκαν στους Τούρκους και με τη συνδρομή των Βενετών που αποβιβάζονταν, τους ανάγκασαν να αποχωρήσουν. Το επόμενο πρωϊνό βγήκαν πάλι Βενετοί στην ακτή για να προμηθευθούν ξυλεία. Η Μάνη δεν είχε πάψει να αποτελεί ένα φιλικό αραξοβόλι για τους χριστιανικούς στόλους.

Η Πελοπόννησος δεν μπορούσε να αποφύγει τη νέα τουρκική κατάκτηση. Η στρατιωτική παρουσία της Βενετίας στην Πελοπόννησο ήταν ολιγάριθμη, ηττοπαθής και δεν υπήρχε ελπίδα νίκης. Ο στόλος υστερούσε σημαντικά σε ισχύ και ήταν αδύνατον να αντιπαραταχθεί με αξιώσεις στις τουρκικές ναυτικές δυνάμεις.

Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, όπως οι Μανιάτες, οι άλλοι Ελληνες, ήταν ανεκπαίδευτοι στα όπλα, για να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της πανίσχυρης τουρκικής στρατιάς, που βάδισε αποφασιστικά κατά της Πελοποννήσου.

kelefas

Το κάστρο της Κελεφάς που έχτισαν οι Τούρκοι το 1670 και το κατέλαβαν οι Μανιάτες το 1685 και αχρηστεύθηκε το 1715

Οι Τουρκοβαρδουνιώτες Η περιοχή της Βαρδούνιας βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Ταϋγέτου, νότια του Μυστρά και βόρεια της Ανατολικής Μάνης. Η λεγόμενη “πέρα Ρίζα” περιλάμβανε τα χωριά, που κατοικούσαν οι Τουρκοβαρδουνιώτες, Γοράνοι, Πολοβίτσα, Ποταμιά, Δαφνί, Κουρτσούνα (Βασιλική), Κοτσατίνα (Σπαρτιάς), Αρνα, Βίγλα, Λεβέτσοβα (Κροκεές), Ταράψα (Βασιλάκιον), Ασήμι, Πρίτσα (Παλιόβρυση), Τσέρια (Αγία Μαρίνα), Ζελίνα (Μελιτίνη), Λάγιου, Στεφανιά, Στροτζά (Προσήλιο), Ρόζοβα (Λεμονιά) Πετρίνα και Τρίνησα. Αντίθετα η “δώθε Ρίζα” περιλάμβανε τα χωριά Καστάνιτσα, Αρχοντικό, Κόκκινα Λουριά, Αγιος Νικόλαος, Μαλτσίνα και Σελεγούδι και είχε αμιγή ελληνικό πληθυσμό. Αποτέλεσε δε την καπετανία της Καστάνιτσας, την οποία είχε η οικογένεια Βενετσανάκη. Τα χωριά των Ελλήνων, δηλαδή της “δώθε Ρίζας”, χωρίζονταν από τα τουρκοβαρδουνιώτικα με τον ποταμό Βαρδούνια ή Σμήνο και είχαν προσκολληθεί στην Εξω Μάνη. Στα Βυζαντινά χρόνια υπήρχε το κάστρο της Βαρδούνιας, το οποίο στη διάρκεια του τουρκο-βενετικού πολέμου (1463-1479) ήταν στα χέρια των Βενετών.

Στα χρόνια της πρώτης τουρκοκρατίας (1460-1685) στην περιοχή του κάστρου του Πασσαβά και της Βαρδούνιας εγκαταστάθηκαν Τούρκοι, οι οποίοι φεύγοντες το 1685 με την Βενετική κατάκτηση, άφησαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τις οποίες η νέα διοίκηση των Βενετών νοίκιαζε στους Μανιάτες, όπως φαίνεται από τα κατάστιχα της εποχής.

Οταν με τη δεύτερη τουρκοκρατία 1715-1821 ήρθαν πάλι οι Τούρκοι, ο Νταμάντ Αλή πασάς, πρωθυπουργός τότε της Τουρκίας, εγκατέστησε σε μεγάλο μέρος της Βαρδούνιας μουσουλμάνους Αλβανούς, για να εμποδίζουν τις επιδρομές των Μανιατών στη Λακωνία. Αυτοί, γνωστοί ως Τουρκοβαρδουνιώτες, αποτέλεσαν ένα αντίβαρο για τους ανυπότακτους Μανιάτες και οι Τούρκοι τους χρησιμοποιούσαν σαν εμπροσθοφυλακή, όσες φορές έκαναν εισβολή στη Μάνη.

Στα Βαρδουνοχώρια υπήρχαν πύργοι, όπου κατοικούσαν οι τοπικοί ηγέτες τους, που είχαν τον τίτλο του αγά. Τον Αμούς αγά προσφωνούσαν “Μουσάγα”.

Μεταξύ τους οι αγάδες αναγνώριζαν έναν σαν αρχηγό, στο όνομα του οποίου πρόσθεταν τη λέξη “Βαρδούνιας”, όπως Μουσά Βαρδούνιας ή Ζαβαρδούνιας. Ο αγάς ήταν κάτι αντίστοιχο με τον τοπικό καπετάνιο της Μάνη και ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης στην περιοχή του. Οι πύργοι των Τουρκοβαρδουνιωτών ήταν χτισμένοι σε οχυρές θέσεις και θεωρούνταν απόρθητοι.

Στα περισσότερα από τα Βαρδουνοχώρια ζούσαν και ελληνικές οικογένειες, οι “τουρκανάκατοι” όπως τους έλεγαν. Υπήρχαν όμως πολλά παράπονα για τη βάρβαρη συμπεριφορά των Τουρκοβαρδινιωτών απέναντι στους Ελληνες.

Οι Τουρκοβαρδουνιώτες υπήρξαν και αυτοί ανυπότακτοι, όπως οι γείτονές τους Μανιάτες και επιδίδονταν σε ληστείες, δημιουργώντας συχνά προβλήματα στην Τουρκική Διοίκηση. Ο Ι. Φιλήμων τους παρομοιάζει με τους αρματολούς της Ρούμελης και ο Πασάς της Τριπολιτσάς πολλές φορές έκανε πόλεμο μαζί τους ή αναγκαζόταν να εξαγοράσει τη φιλία τους. Οι Τουρκοβαρδουνιώτες αποτελούσαν στο Μοριά ‘‘κράτος εν κράτει”. Αναφέρεται ακόμη ότι: “...πας τις δε, ή Τούρκος ή Ελλην, γινόμενος ένοχος κακουργήματος οιουδήποτε εν Μυστρά, ελεύθερος έμενε και ακαταδίωκτος παρά της αρχής, άμα κατέφευγε εις το Παρόρι.

Αλλως, ενδεχομένη καταδίωξις και σύλληψις του κακούργου από του ασύλου αυτού εγίνετο κήρυγμα πολέμου των Βαρδουνιωτών κατά της αρχής...”.

Μεταξύ Μανιατών και Τουρκοβαρδουνιωτών υπήρχαν τόσο φιλίες, όσο και έχθρες. Οταν η Τουρκική Διοίκηση καταδίωκε κάποιον από τους Τουρκοβαρδουνιώτες, αυτός εύρισκε άσυλο σε έναν από τους πολλούς φίλους που είχε στη Μάνη και αντιστρόφως οι Μανιάτες, οι οποίοι διώκονταν από Τούρκους ή Ελληνες αντιπάλους τους, κατέφευγαν στα Βαρδουνοχώρια. Αντίθετα όταν οι Τούρκοι ήθελαν να εισβάλλουν στη Μάνη χρησιμοποιούσαν τους Τουρκοβαρδουνιώτες και όταν ήθελαν να χτυπήσουν κάποιον από τους Τουρκοβαρδουνιώτες καλούσαν σε βοήθεια τους Μανιάτες.

Στους Βαρδουνοχωρίτες είχαν εισχωρήσει και πολλά εγκληματικά στοιχεία από άλλα μέρη.

Μανιάτες, απόβλητοι από τις τοπικές τους κοινωνίες για ανεπίτρεπτη συμπεριφορά, εύρισκαν άσυλο στα Βαρδουνοχώρια, απαρνιούνταν τη χριστιανική πίστη τους και ήταν γνωστοί ως “τζερεμέδες”. Ακόμη το 1779, όταν ο Γαζή Χασάν πασάς εξόντωσε τους Αλβανούς, που καταδυνάστευαν το Μοριά μετά από τα Ορλωφικά, μερικοί από αυτούς βρήκαν άσυλο στα Βαρδουνοχώρια και έμειναν γνωστοί με το όνομα της φυλής τους “μπεκιάρηδες”. Να σημειωθεί ότι οι Τουρκοβαρδουνιώτες ήταν μεν μουσουλμάνοι, αλλά τζαμιά και ιμάμηδες δεν υπήρχαν στον τόπο τους, που έμοιαζε σαν ένα στρατόπεδο.

Του Σταύρου Καπετανάκη - Ελευθερία

Σύνδεση Χρήστη





Δεν έχετε λογαριασμό ακόμα; Δημιουργία λογαριασμού

Online χρήστες

Έχουμε 56 επισκέπτες σε σύνδεση

Στατιστικά

Επισκέπτες: 5153493