Η Μάνη στη δεύτερη τουρκοκρατία 5ο μέρος (1715-1821)
Νέα εποχή για τη Μάνη
Στη Μάνη με τη νέα τουρκική κατάκτηση του 1715 δημιουργήθηκαν νέες συνθήκες, που δεν υπήρχαν πριν από το 1670, τότε που χτίστηκαν τα τουρκικά κάστρα της Ζαρνάτας και της Κελεφάς. Δεν ήταν μόνο οι καπετάνιοι που ασκούσαν διοίκηση σε μια περιοχή σαν τοπικοί ηγεμονίσκοι, αλλά υπήρχαν πολλές ακόμη διαφορές.
Με τη μετανάστευση που έγινε το 1674 των Γιατριάνων-Μεδίκων από το Οίτυλο στην Τοσκάνα της Ιταλίας, τον επόμενο χρόνο των Στεφανοπουλιάνων στην Κορσική και από πλήθος μικροομάδων, που βρήκαν άσυλο κυρίως στη Ζάκυνθο και την Κάτω Ιταλία, έφυγε η ηγετική τάξη της Μάνης. Οι περισσότεροι από τους Μανιάτες, που ανήκαν σε πιο προηγμένο μορφωτικό και οικονομικο-πολιτιστικό επίπεδο, εγκατέλειψαν την ιδιαίτερη πατρίδα τους και αναζήτησαν νέα ζωή σε ξένους τόπους. Από τη μετανάστευση αυτή στερήθηκε η Μάνη των ανθρώπων που είχαν κάποια οικονομική επιφάνεια ή ιδιόκτητα πλοία και εμπορεύονταν με άλλους λαούς. Οι άνθρωποι που είχαν επικοινωνία με εκπροσώπους ξένων δυνάμεων, που έκαναν συμφωνίες με αυτούς, έφυγαν. Το Οίτυλο, στο οποίο βρισκόταν η καρδιά και το πνεύμα της Μάνης, ορφάνεψε από τους κατοίκους του, που καθοδηγούσαν όλη τη Μάνη.
Τώρα οι Μανιάτες έπαψαν να προσελκύουν το ενδιαφέρον των χριστιανικών δυνάμεων της Μεσογείου. Οι Ισπανοί δεν είχαν πλέον βλέψεις στην ανατολή και τους άφηναν αδιάφορους οι Μανιάτες. Στο παρελθόν, όταν η Κρήτη και η Κύπρος ανήκαν στη Δημοκρατία της Βενετίας, η Μάνη αποτελούσε το χριστιανικό προγεφύρωμα, στο οποίο τα πλοία της Βενετίας εύρισκαν ασφαλή λιμάνια στις μεγάλες τρικυμίες. Εκεί μπορούσαν να διορθώσουν τις βλάβες από την κακοκαιρία και να ανεφοδιασθούν με τρόφιμα, όταν αποκλείονταν και δεν μπορούσαν να φύγουν από τους δυνατούς ανέμους. Στα παλαιότερα χρόνια τα ξένα κράτη είχαν τους πράκτορές τους, που τους ενημέρωναν για ό,τι συνέβαινε στη θαλάσσια περιοχή τους και φυσικά δεν ήταν άμισθοι.
Η εποχή των μισθοφόρων στη Δυτική Ευρώπη είχε περάσει και οι νέοι της Μάνης είχαν χάσει μία ακόμη ευκαιρία για επαγγελματική αποκατάσταση.
Στη διάρκεια των τριάντα χρόνων της Βενετοκρατίας απαγορευόταν στους Ελληνες η άσκηση εμπορίου, ενώ με τους νέους κατακτητές το εμπόριο των Ελλήνων άνθισε, αφού μάλιστ οι Τούρκοι δεν επιδίδονταν σε αυτό. Βέβαια οι Μανιάτες δεν είχαν ανεπτυγμένο εμπόριο, αλλά και στα λίγα προϊόντα τους είχαν καλύτερες τιμές.
Εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ότι στη Μάνη κατά την περίοδο της δεύτερης τουρκοκρατίας χτίστηκαν πολλοί ενοριακοί ή μοναστηριακοί ναοί. Αυτό είναι ένα δείγμα οικονομικής ευμάρειας. Από τον Κανέλλο Δεληγιάννη και τον Π. Παπατσώνη αναφέρεται ότι τα πρώτα πενήντα χρόνια της τουρκικής κατοχής χαρακτηρίζονταν ως “καλός καιρός”.
Αντίθετη άποψη εκφράζει ο Αμβρόσιος Φραντζής, ο οποίος περιγράφει με μελανά χρώματα τη φορολογική επιβάρυνση των Ελλήνων, για την οποία αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη ρωσική αυλή επικαλούμενοι βοήθεια. Φαίνεται ότι οι άρχοντες, όπως ο Δεληγιάννης και ο Παπατσώνης, που διαχειρίζονταν τους φόρους, ευημερούσαν.
Αντίθετα ο Φραντζής μας μετέφερε τη γνώμη του λαού, που κατέβαλε τους φόρους.
Οι Ελληνες είχαν χάσει πλέον κάθε ελπίδα, ότι μπορούσαν να κερδίσουν την ελευθερία τους με τη βοήθεια των Δυτικών κρατών. Ανέκαθεν έβλεπαν με συμπάθεια τους ομόδοξους Ρώσους, αλλά από τα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου (1689-1725) άρχισαν να ελπίζουν ότι η σωτηρία θα ερχόταν από το Βορρά. Οι ψευδοπροφητείες, ότι δήθεν την ελευθερία θα φέρει το “Ξανθόν Γένος”, εύρισκαν πρόσφορο έδαφος στους σκλαβωμένους Ελληνες. Ακόμη τραγούδια καλλιεργούσαν την ιδέα της βοήθειας των Ρώσων για την απελευθέρωση των Ελλήνων: ...Οσο να ρθεί ο Μόσκοβος, ραγιάδες, ραγιάδες να φέρη το σεφέρι, Μοριά και Ρούμελη....
Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων Κάμπου από το 1760
Τα πρώτα χρόνια της β’ τουρκοκρατίας
Από τα παλιότερα χρόνια τους Μανιάτες αποδεκάτιζαν οι μεταξύ τους σκοτωμοί, αφού η εκδίκηση ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο, γνωστό ως (γ)δικιωμός, που σήμαινε δικαίωση κάποιου αδικοχαμένου νεκρού. Το αίμα έπρεπε να πληρώνεται με αίμα. Στις αναφορές τους οι Βενετοί έκαναν λόγο για τους συχνούς μανιάτικους σκοτωμούς.
Οι εσωτερικοί πόλεμοι μεταξύ μεγάλων οικογενειών ή χωριών δεν σπάνιζαν. Από το ημερολόγιο του Λαγιάτη πρακτικού γιατρού Παπαδάκη (1715-1763) μαθαίνουμε ότι το 1716 έγινε στη Λάγια ένας εσωτερικός πόλεμος και το Σεπτέμβριο του ιδίου χρόνου έγινε και νέος πόλεμος με συνολικά πενήντα τραυματίες.
Ακόμη γνωστοί είναι οι πόλεμοι στην Τσεροβά (Δροσοπηγή) και την Τσίμοβα (Αρεόπολη), αλλά δεν γνωρίζουμε ποιοί ήταν οι αντίπαλοι από τις δύο πλευρές.
Συνολικά ο γιατρός Παπαδάκης περιποιήθηκε 700 τραυματίες, που αποτελεί μια ένδειξη της συχνότητας των συγκρούσεων και της πέτρας σαν πολεμικό μέσο.
Εκτός από τους εσωτερικούς πολέμους δεν σπάνιζαν και οι συγκρούσεις με τον τουρκικό στρατό. Από ένα βραχύ ιστορικό χρονικό του έτους 1723, που βρέθηκε στο μοναστήρι της Σκαφιδιάς του νομού Ηλείας, βλέπουμε ότι οι Μανιάτες εξουσίαζαν όλην την περιοχή μέχρι την Καλαμάτα και μπορούσαν να ανοίγουν πόλεμο με τους Τούρκους στρατιώτες. Δεν επρόκειτο για μια μάχη, αλλά για πόλεμο που η διάρκειά του ήταν 15 ημέρες και χρειάστηκε να έρθουν ενισχύσεις από το Μυστρά. Το χρονικό μετά από αποκατάσταση της ορθογραφίας είναι το ακόλουθο: “1723 Απριλίου 6, ημέρα : Β : (Δευτέρα). Επιάσανε οι Μανιάτες το πόλεμο στην Καλαμάτα και ‘ρτανε παρέα κει από το Μυστρά, πέηδες δύο με πεντακόσιους και τους εβγάλανε και πήγανε στη Μάνη και εκάψανε του Τογατζή τα σπίτια. Τους φκιάσαν και άλλα πολλά κι εγινήκανε φονικά πολλά και Τούρκικα και Μανιάτικα.
Κι εκράτησε ο πόλεμος ημέρες: 15” Από τη Μάνη δεν έλλειψαν οι σιτοδείες και η πείνα ή οι σεισμοί και οι φυσικές καταστροφές. Δεν έχουμε στοιχεία για μεγάλες επιδημίες, που δεν σπάνιζαν εκείνα τα χρόνια. Ενα άλλο βραχύ ιστορικό χρονικό του 1728 από την Καρδαμύλη, το οποίο δημοσίευσε ο Β. Πατριαρχέας, αναφέρεται στην πείνα του έτους εκείνου και ακόμη ότι στις 14 Απριλίου έγινε σεισμός με καταστροφές στα σπίτια και τις εκκλησίες. Το χρονικό είναι το ακόλουθο: + 1728 - + έγινε μεγάλη πείνα εις τη χώρα μας ακόμα και εις σε όλη τη Μάνη κι εις σε όλο το Μορέα. Και τί πείνα: ότι επήγε το στάρι και το καλαμπόκι εξήντα παράδες και το σιτάρι πήγε δύο ριάλια και το έφερναν μερικοί εδώ εις τη χώρα μας και το επωλούσαν πέντε λίτρες καλαμπόκι εις το κροντήρι (μέτρο βάρους ίσο με δύο οκάδες) το λάδι και οι άνθρωποι δεν είχανε τί να κάμουν, ότι έσωσαν και άσπρα και λάδια: και δεν είχανε να ψωνίσουν, μόνο έτρωγαν τα λιοκόκια και κοστοράβα (φυτό με χοντρές ρίζες που τις ξέραιναν και τάιζαν τα ζώα) κι αγριολάχανα, ό,τι λογής εφύτρωναν εις τη γη κι έκαναν από δέκα ημέρες και περισσότερες η φαμέλια και επερνούσαν ένα μήνα με δέκα λίτρες καλαμπόκι. μόνε όλο λιοκόκια έτρωγαν και λάχανα κι ερχόταν οι Ζυγιώτες και αγόραζαν τα λιοκόκια από τέσσερες λίτρες εις τον παρά, αμή δεν ήβρεσκαν και ήτανε οι ανθρώποι νεκρωμένοι και επέθαναν μερικοί από την πείνα.
Κι ερχόμενος ο Απρίλης εις τους. …εις στις δεκατέσσερες 14 έγινε ένας μέγας σεισμός κι εχάλασαν οσπίτια, σείστη η γης, ενενήντα και πενήντα εχάλασαν οσπίτια και εκκλησίες όλες άνοιξαν και κανένα σπίτι δεν έμεινε σίγουρο όσα εχάλασαν τα αδέλοιπα έσκασαν ώρα δευτέρα της νυκτός οπού έτρωγαν οι άνθρωποι και κανείς δεν εφοβήθη μόνο ανακάθησαν τα οσπίτια με τους ανθρώπους και ουδέ εις δεν εφοβήθη και του να εσφάραξαν όλα κι από κεί και πέρα έγιναν και άλλοι σεισμοί δέκα μα αλαφροί, οπού ζημία δεν έκαναν και ηθέλαμε γράψει άλλα οπού έγιναν μα έως εδώ εγράψαμε και όποιος τα αναγνώσει αιρετικός κι ή χριστιανός”.
Για το σεισμό του 1729 μας δίνει πληροφορίες και ο Δ. Κατσαφάνας: “...1729 Απριλίου 14, ημέρα Β’ (Δευτέρα).
Εως μίαν ώραν της νυκτός ή δύο, διότι επροσκυνούσαν οι Τούρκοι το λεγόμενον γιατζή, ήρθε μίαν βοή με πλόησιν μεγάλην, και με την βοήν ένας βοβερός και τρομακτικός σεισμός, ώστε εκράτησεν έως ένα Πάτερ ημών, και ετέθεισαν τα θεμέλια των οσπιτίων και μάλιστα όπου και πολλά οσπίτια έπεσαν εις διαφόρους τόπους, διότι έγινεν αυτός ο σεισμός εις το περισσότερον μέρος του Μορέος. Εγινε δε ξημερώνοντας η Πέμπτη οι (....) 15 του Απριλίου και εις τας 19 ημέρα το Σάββατο...”.
Απονομή δικαιοσύνης
Το 1730 έχουμε από την περιοχή της Ανδρούβιστας (δήμος Καρδαμύλης) ένα παράδειγμα σύγκλησης επαρχιακής συνέλευσης για την επίλυση διαφοράς μεταξύ δύο ατόμων. Τότε ο Εξαρχος Σερβάκης, προερχόμενος από σημαντική οικογένεια του τόπου, είχε σκοτώσει (δεν διευκρινίζεται αν ο φόνος ήταν από πρόθεση ή από αμέλεια) τον Ψυχούλη και το κοινό της Ανδρούβιστας σε συνέλευση είχε αποφασίσει, ότι ο δράστης όφειλε να καταβάλλει ένα χρηματικό ποσό στην Κατσηγιαννού, που θα ήταν η στενότερη συγγενής του θύματος. Επειδή όμως υπολείπονταν δέκα γρόσια για την αποπληρωμή της οφειλής, η Κατσηγιαννού προσέφυγε εκ νέου στο κοινό της επαρχίας. Στις 18 Μαρτίου 1730 αποφασίστηκε “από όλη τη Χώρα Ανδρούβιστας με τα Ξωχώρια” ότι αν δεν δοθούν τα χρήματα μέχρι του Αγίου Γεωργίου, θα έπρεπε ο οφειλέτης να επιβαρύνεται και με τόκο.
Ο τρόπος αυτός της απονομής δικαιοσύνης ήταν ένα είδος συμβιβασμού, που επέβαλε το κοινό της επαρχίας, το οποίο μεριμνούσε και γι την εφαρμογή των αποφάσεών του. Τέτοιες συνελεύσεις είχαμε και στο μέλλον.
Η εκκλησία της Μάνης Η μόρφωση του κλήρου της Μάνης βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Ο παπάς του χωριού όφειλε να γνωρίζει ανάγνωση και αυτό τον διαχώριζε από τους άλλους κατοίκους, οι οποίοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία δεν γνώριζαν ανάγνωση και γραφή.
Ο Μανιάτης παπάς είχε τη γεωργοκτηνοτροφική περιουσία του, όπως όλοι οι χωρικοί, εργαζόταν και συγχρόνως με τη συμπεριφορά του έδινε το καλό παράδειγμα στους συντοπίτες του. Οπως αναφέρεται, ο παπάς δεν έκανε κήρυγμα στην εκκλησία, γιατί δεν του το επέτρεπε η στοιχειώδης παιδεία του, αλλά το αντικαθιστούσε με την υποδειγματική συμπεριφορά του. Ο λαός έδειχνε στον ιερέα του την εμπιστοσύνη του και αυτός με την απλότητά του, την προσήνειά του και τη μετριοφροσύνη του στεκόταν πάντα δίπλα του.
Ακόμη και στην παπαδιά έδειχναν σεβασμό οι γυναίκες του χωριού και της παραχωρούσαν θέση στην πρώτη σειρά της εκκλησίας.
Ο παπάς ασκούσε επιρροή στον τόπο του και ήταν ο πρώτος που θα προσπαθούσε να ειρηνεύσει δύο αντιμαχόμενες οικογένειες. Πολύ συχνά όμως ήταν και ο πρώτος που θα έπιανε τα όπλα, όταν επρόκειτο για απελευθερωτικό αγώνα, στους οποίους πάντοτε πρωτοστατούσε ο κλήρος. Βέβαια υπήρχαν οι εξαιρέσεις, που κληρικοί έπαιρναν μέρος σε ένοπλες οικογενειακές συγκρούσεις, αλλά οι παπάδες της Μάνης γενικά ήταν οι πλέον ευυπόληπτοι .
Οι επίσκοποι της Μάνης κυρίως υπάγονταν στο Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Καλαμάτας, πλην των επισκοπών Καρυουπόλεως και Μαλτζίνης που ανήκαν στη δικαιοδοσία του Λακεδαιμονίας. Οι επισκοπές ήταν α) της Ζαρνάτας, η οποία το 1811 έγινε αρχιεπισκοπή και το 1819 Μητρόπολη, β) της Ανδρούβιστας, γ) της Μηλέας και Καστάνιας, δ) της Πλάτσας ή Ζυγού (το 1621 ήταν αρχιεπισκοπή στην οποία υπάγονταν οι επίσκοποι Ανδρούβιστας και Μηλέας), ε) της Μαΐνης (που ήταν η αρχαιότερη επισκοπή από τα τέλη του 9ου αιώνα) ή Μαΐνης και Νίκλου, στ) της Λαγίας ή Κολοκυνθίου και μερικές φορές συμπεριλάμβανε και το Κατωπάγγι, ζ) της Καρυουπόλεως και η) της Μαλτζίνης. Ακόμη η Μάνη είχε πολλά μοναστήρια, τα περισσότερα από τα οποία φαίνεται ότι χτίστηκαν σε θέσεις που έλεγχαν τις διαβάσεις.
Πηγη:Ελευθερία Του Σταύρου Καπετανάκη