Η Μάνη στη δεύτερη τουρκοκρατία B (1715-1821)
Η προηγούμενη Βενετική διοίκηση Πριν από τη δεύτερη τουρκοκρατία η Μάνη βρισκόταν υπό Βενετική διοίκηση, στην οποία πρέπει να αναφερθούμε, γιατί οι Τούρκοι συνήθιζαν στις περιοχές που δέχονταν εκούσια την υποταγή, να μην αλλάζουν το διοικητικό τους σύστημα.
Η κατάληψη της Καλαμάτας από τους Βενετούς το 1685
Η Μάνη στη Βενετοκρατία 1685-1715 υπαγόταν στην περιφέρεια της Μονεμβασιάς και την αποτελούσαν δύο επαρχίες της Κελεφάς και της Ζαρνάτας, που τις χώριζε μια νοητή γραμμή από τον κόλπο του Οιτύλου μέχρι το Βαθύ. Διακρινόταν σε Ανω Μάνη με έδρα το κάστρο της Ζαρνάτας και Κάτω Μάνη με έδρα το κάστρο της Κελεφάς. Η περιοχή του Πασσαβά ήταν την εποχή εκείνη σχεδόν κενή μονίμων κατοίκων, γιατί τα κτήματά της ανήκαν στους Τούρκους που κατοικούσαν προηγουμένως στο κάστρο και οι οποίοι είχαν πλέον απομακρυνθεί από εκεί.
Οι Βενετοί κατά κάποιο τρόπο έβλεπαν τους Μανιάτες σαν συμμάχους και όχι σαν υπηκόους, όπως τους άλλους Μοραΐτες. Οι κάτοικοι της Μάνης ήταν σε πλεονεκτική θέση έναντι των λοιπών Πελοποννησίων, γιατί ήταν σχεδόν οι μόνοι που είχαν εμπειρία των όπλων και είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Βενετών για την απομάκρυνση των Τούρκων από τον τόπο τους και γενικότερα το Μοριά. Οι Μανιάτες στις χερσαίες πολεμικές επιχειρήσεις των Βενετών αποτελούσαν τα άτακτα σώματα (corpo di partite ή partitarii) των “παρτιτάριων” ή ανταρτών, που είχαν ως αμοιβή το δικαίωμα της λεηλασίας των στρατευμάτων που νικούσαν και των χωριών που κατακτούσαν. Τα στρατιωτικά αυτά σώματα τα αποτελούσαν ομάδες που είχαν σαν αρχηγούς Μανιάτες καπετάνιους, αλλά υπάγονταν σε Βενετό γενικό αρχηγό, ο οποίος συντόνιζε τις ενέργειές τους με τα τακτικά στρατιωτικά σώματα. Θα πρέπει να διακρίνονται από τους κλέφτες του Μοριά, γιατί ήταν υπό Βενετική διοίκηση και από τους αρματολούς, οι οποίοι διαφέντευαν μιά περιοχή από την οποία πληρώνονταν.
Οι Βενετοί την τήρηση της τάξης στη Μάνη την άφησαν στα χέρια των τοπικών αρχηγών, οι οποίοι με τον τίτλο του καπετάνιου οδηγούσαν τους συντοπίτες τους στις πολεμικές επιχειρήσεις του στρατού τους ως partitarii ή cernide (αντάρτες ή πολιτιφύλακες). Ωστε κατά τη Βενετοκρατία ο καπετάνιος της Μάνης συνεδύαζε τον υπεύθυνο της τάξης στην περιοχή του και παράλληλα σε περίπτωση πολέμου το στρατιωτικό αρχηγό.
Κάθε χωριό ή ομάδα γειτονικών χωριών είχε τον καπετάνιο του, αλλά και σε κάθε ευρύτερη περιοχή υπήρχε ο (αρχι)καπετάνιος, στον οποίο υπάγονταν οι (μικρο)καπετάνιοι των χωριών. Από το 1708 άρχισε να ισχύει το σύστημα των εγγυήσεων, κατά το οποίο ο καπετάνιος ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει τις ζημιές που γίνονταν στην περιοχή του και με το μέτρο αυτό περιορίστηκε η παραβατικότητα.
Επί τουρκοκρατίας οι Μανιάτες επιβαρύνονταν μόνο με ένα φόρο κατ’ αποκοπή, τον λεγόμενο mactu, τον οποίο όμως σπάνια πλήρωναν. Οι Βενετοί δέχθηκαν να εισπράττουν και αυτοί από τους Μανιάτες μόνο ένα φόρο, που αρχικά ήταν μικρότερος από αυτόν που πλήρωναν στους Τούρκους. Στην Μάνη η συλλογή των φόρων από τους Βενετούς γινόταν από φοροεισπράκτορες και όχι από ενοικιαστές, που ασκούσαν ακόμη και βία στην είσπραξη των φόρων.
Οι Τούρκοι ανακτούν το Μοριά Στις αρχές του 18ου αιώνα το εμπόριο της Βενετίας βρισκόταν σε παρακμή και ανάλογη ήταν η οικονομική της κάμψη και ο περιορισμός της στρατιωτικής και της ναυτικής δύναμής της. Αντίθετα η Τουρκία μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) είχε αρχίσει να δραστηριοποιείται και να οργανώνεται, για να ανακτήσει όσα είχε χάσει στο πρόσφατο παρελθόν. Η Ευρώπη ήταν απορροφημένη στην αποκατάσταση των ζημιών της από τους πολέμους που προηγήθηκαν και η Βενετία φαινόταν απομονωμένη.
Το καλοκαίρι του 1714 η Οθωμανική κυβέρνηση κάλεσε το Βενετό Βάιλο στην Κωνσταντινούπολη και απαίτησε την επιστροφή της Πελοποννήσου, γιατί ισχυρίστηκε ότι ανήκε στους Οθωμανούς και η Βενετία την είχε καταλάβει παράνομα. Ζήτησε ακόμη να της επιστραφούν τα έσοδα, που αποκόμισε στα 28 χρόνια της βενετικής κυριαρχίας. Η Βενετία, όπως ήταν επόμενο, απέρριψε τις απαιτήσεις αυτές.
Το Δεκέμβριο του 1714 άρχισε νέος τουρκο-βενετικός πόλεμος και η Βενετία μαζί με όλες τις άλλες δυσκολίες είχε να αντιμετωπίσει στο Μοριά και την αντιπαλότητα του Ορθόδοξου Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο στο παρελθόν το είχε στερήσει από τις εισφορές των επισκόπων της Πελοποννήσου. Η πολιτική που χάραξε η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι Φαναριώτες ήταν της ουδετερότητας των Ελλήνων.
Αλλά και γενικότερα οι Ελληνες δεν ήταν ικανοποιημένοι από τη διοίκηση των Βενετών, γιατί τους απαγόρευαν το εμπόριο, επενέβαιναν στον καθορισμό των καλλιεργειών, ενώ ο στρατός τους ήταν απείθαρχος και καταπίεζε τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό.
Τον Ιανουάριο του 1715, αφού είχε κηρυχθεί ο πόλεμος με την Τουρκία, ο Βενετός Γενικός Προβλεπτής της Πελοποννήσου Αλέξανδρος Μπον, έσπευσε να εξασφαλίσει βοήθεια από τους κατοίκους της Εξω Μάνης. Πήγε στην Καλαμάτα και συμφιλίωσε τους Μανιάτες με τους Καλαματιανούς, των οποίων οι σχέσεις ήταν πάντοτε προβληματικές. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν όλοι, Μανιάτες και Καλαματιανοί, στην εκκλησία, όπου έδωσαν όρκο διαρκούς φιλίας ενώπιον του επισκόπου Ιακώβου Μούζαλου, του οποίου η οικογένεια ζούσε στους Δολούς.
Οι Μανιάτες ζήτησαν να ενισχυθούν με όπλα και πυρομαχικά, όπως είχε γίνει και επί Μοροζίνη, για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον επικείμενο αγώνα.
Σε αναφορά του προς το Δόγη, ο Αλέξανδρος Μπον έγραψε ότι είχε την πρόθεση να συγκεντρώσει σώματα ανταρτών (corpo di partite), που θα πολεμούσαν μαζί τους. Συνέχεια των αρχηγών αυτών των σωμάτων θα πρέπει να θεωρήσουμε τους καπετάνιους της Μάνης κατά τη δεύτερη τουρκοκρατία.
Για έναν από αυτούς τους Μανιάτες αρχηγούς ο Αλεξ. Μπον ανέφερε στο Δόγη: “...εσωκλείω την έκκλησιν, την οποίαν μου ενεχείρισαν αυτοί οι ίδιοι κάτοικοι μεταξύ των οποίων διακρίνεται όλως ιδιαζόντως διά την πίστιν και την ευπείθειάν του ο Καπετάν Γιαννάκης Κουτήφαρης, όστις εις τον προηγούμενον πόλεμον παρέσχε δείγματα, όχι μόνο ακαταβλήτου ανδρείας, αλλά και καθολικής πίστεως. Εξακολουθεί ούτος να έχη την αυτήν σταθεράν πίστιν και μου παρουσιάζεται με ισχυρά τεκμήρια ώστε να επιθυμώ, όχι μόνον εγώ να του έχω εμπιστοσύνην, αλλά και να διαβεβαιώσω την Υμετέραν Γαληνότητα, ότι διδομένης ευκαιρίας θα προσφέρη αρίστας υπηρεσίας, επειδή με την αξιέπαινον δράσιν του απέκτησε και μεταξύ των ομοεθνών του αρίστην φήμην και υπόληψιν, σχηματίζων εν από τα μεγαλύτερα σώματα της Μάνης...”.
Στους Μανιάτες καπετάνιους των ατάκτων σωμάτων, των ανταρτών “corpo di partite”, οι Βενετοί ανέθεταν την τήρηση της τάξης στις επαρχίες τους και στα χωριά τους. Η πείρα τους είχε διδάξει ότι, οι πιο άξιοι ενός τόπου είχαν τη δυνατότητα να αστυνομεύουν και να ειρηνεύουν αποτελεσματικότερα τους συντοπίτες τους. Ενας τέτοιος καπετάνιος ήταν και ο καπετάν Γιαννάκης Κουτήφαρης, ο οποίος είχε επιρροή στους συμπατριώτες του της επαρχίας Σταυροπηγίου και μπορούσε πιο αποτελεσ ατικά να τους ησυχάζει, παρά κάποιος ξενόφερτος αρματολός, χωροφύλακας ή Βενετός αξιωματικός.
Ο στρατός της Βενετίας στην Πελοπόννησο ήταν αριθμητικά ασήμαντος και η αδυναμία του να αντιμετωπίσει τον ισχυρό και πολυάριθμο τουρκικό στρατό ήταν βεβαία, είχε δε προβλεφθεί από το 1711 η πιθανή επιστροφή των Τούρκων στο Μοριά.
Το καλοκαίρι του 1715 μια μεγάλη τουρκική στρατιά βάδισε εναντίον της Πελοποννήσου υπό την καθοδήγηση του Τούρκου Μεγάλου Βεζύρη (πρωθυπουργού) Σιλιχτάρ Νταμάντ Αλή πασά, του επιλεγόμενου Κιουμουρτζή, χαρισματικού ηγέτη και προικισμένου με στρατιωτικές αρετές.
Στις 29 Ιουνίου πολιόρκησε τον Ακροκόρινθο, που παραδόθηκε στις 2 Ιουλίου. Στο Ναύπλιο με τα ισχυρά του κάστρα έφθασε στις 12 Ιουλίου και το κατέλαβε στις 20 του ίδιου μήνα, αφού συνετέλεσε αποτελεσματικά στην πτώση του και ο προδότης Salle. Οι λιγοστοί Βενετοί στρατιωτικοί, που ήταν στα κάστρα της Κορώνης και του Ναυαρίνου, εγκατέλειψαν τα φρούριά τους και πήγαν στο κάστρο της Μεθώνης, για να προβάλλουν αποτελεσματικότερη άμυνα. Οι Τούρκοι έφθασαν στη Μεθώνη στις 11 Αυγούστου 1715 και πήραν το κάστρο στις 16 του ίδιου μήνα.
Βλέποντας οι περισσότεροι από τους Μανιάτες την ευκολία με την οποία οι Τούρκοι κατέλαβαν τα κάστρα του Ακροκορίνθου και ιδιαίτερα του Ναυπλίου, κατανόησαν ότι ο Μοριάς σε λίγο θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων και κάθε προσπάθεια άμυνας θα έφερνε μόνο συμφορές. Αλλωστε και ο στόλος της Βενετίας δεν έκανε την εμφάνισή του, για να υπάρχει η ελπίδα ανεφοδιασμού ή βοήθειας.
Τότε ο γιατρός του Μυστρά Ηλίας Δόξας, ο οποίος είχε πάει προηγουμένως και είχε προσκυνήσει τον Τούρκο Μέγα Βεζύρη, έπεισε πολλούς από τους Μανιάτες, ότι στην περίπτωση εκείνη θα έπρεπε να συνθηκολογήσουν. Η τουρκο-βενετική πολεμική αναμέτρηση δεν ήταν δυνατόν να έχει άλλη απόληξη από την επικράτηση των Τούρκων και τη σφαγή των αμυνομένων. Η Μάνη θα θυσιαζόταν άσκοπα στο βωμό της ματαιοδοξίας των Βενετών και σήμερα μπορούμε να πούμε ότι, ίσως οι Τούρκοι να εγκαθιστούσαν στα βουνά της μουσουλμανικό πληθυσμό, όπως ήταν οι Τουρκοβαρδουνιώτες, για να μην έχουν και στο μέλλον προβλήματα με τους κατοίκους της ανυπότακτης αυτής περιοχής.
Ο Ηλίας Δόξας πήγε στην Καρυούπολη της Μάνης και συναντήθηκε στο σπίτι του Αντωνίου Καβαλιεράκη-Φωκά με εκπροσώπους των κατοίκων της Εξω Μάνης. Αναφέρονται τα ονόματα των επισκόπων Ρέοντος και Πραστού Ιάκωβου Σαλούφα και Μαΐνης Δανιήλ Γουράτου και του επισκόπου Κουμουνδούρου, καθώς και των κατοίκων Πέτρου Μπότση, Λία Μπούρα (Μπουρολία), Κατσαούνη, Γεωργάκη Μπούλτσου, Γιαννάκη Κουτήφαρη, Εξαρχου Μουγκάκη από το Κουτήφαρη κ.ά. και αποφάσισαν, όχι όμως ομόφωνα, να συναντήσουν το Μέγα Βεζύρη Νταμάντ Αλή πασά τον Κιουμουρτζή, ο οποίος από την Τροπολιτσά πήγαινε στη Μονεμβασιά και να συνδιαλλαγούν μαζί του, προκειμένου να επιτύχουν ορισμένους ευνοϊκούς όρους για τον τόπο τους.
Τη συνάντηση των Μανιατών με τον Τούρκο Μέγα Βεζύρη περιγράφουν στα ημερολόγιά τους ο Γάλλος διερμηνέας Benjamin Brue και ο Ελληνο-Ρουμάνος Κωνσταντής Διοικητής (Diichiti) αξιωματικός του ρουμανικού μεταγωγικού σώματος, που ακολούθησαν την εκστρατεία αυτή. Ο Benjamin Brue έγραψε σχετικά: “...Την ημέραν αυτήν (5 Αυγούστου 1715) έφθασαν εις το στρατόπεδον (ευρισκόμενον πλησίον της “Ντροπολιτζάς”) δύο Επίσκοποι και πολλοί Έλληνες, όλοι Μανιάται, αντιπρόσωποι της Ανατολικής και της Δυτικής Μάνης, οίτινες αποτελούν όλοι μαζί εν είδος Δημοκρατίας, διά να δηλώσουν υποταγήν εις την Πύλην και να ζητήσουν την προστασίαν αυτής. Και αφού απεδέχθη την δήλωσίν των ο Μ. Βεζύρης, τον ικέτευσαν να ευαρεστηθή να στείλη μερικούς αξιωματικούς διά να τους αποδοθή, ό,τι θα ηδύνατο να ευρεθή εις τα οχυρά της Κελεφάς και της Ζαρνάτας, τα ευρισκόμενα εις την Μάνην επί του Μεσσηνιακού κόλπου, όπου υπήρχεν ενετική φρουρά, βεβαιώσαντες ότι θα εξανάγκαζαν τους Βενετούς να αποχωρήσουν, επειδή υπέθεταν ότι δεν θα είχαν αποχωρήσει προ της επιστροφής των. Ελεγαν επίσης εις τον Μ. Βεζύρην, ότι εάν η Πύλη ήθελεν αναθέσει εις αυτούς την φροντίδα να φυλάξουν τα οχυρά ταύτα, θα εξετέλουν τούτο με ιδίαν των δαπάνην. Ο Μ. Βεζύρης εστερέωσε τους δύο Επισκόπους εις τας επισκοπάς των, έστειλε εξ αξιωματικούς, δύο από το σώμα των Γιανιτσάρων, δύο από το σώμα των Κεμπέτζιδων (μηχανικών) και δύο από το σώμα των Τοπιτζήδων (πυροβολητών) διά να λάβουν εις την κατοχήν των παν ό,τι ηδύνατο να ευρεθή εις τα οχυρά, και επεφυλάχθη διά την φροντίδα του διορισμού εις αυτά φρουράς...”.
Από το ημερολόγιο του Κ. Διοικητή η σχετική περικοπή αναφέρει: “...Η Μάνη ευρίσκεται επίσης μεταξύ των βουνών τούτων, αλλ’ αι θέσεις αυτής είναι οχυραί και δυσπρ σιτοι. Αι πόλεις και τα κάστρα της είναι τα εξής: Καλαμάτα, Ζαρνάτα και Κελεφά. Και όταν ο Βεζύρης ήρχετο από τον Μυστρά, οι αρχιερείς μεταξύ των δημογερόντων της Μάνης παρουσιάσθησαν εις αυτόν και του έκαμαν προσκύνημα, εκείνος δε εξέλεξεν ένα εξ αυτών, τον οποίον ωνόμασε αρχηγόν των και του εφόρεσε το καφτάνι. Επειτα έστειλε μιναδόρους (λαγουμιτζίδες) εις αυτά τα κάστρα, οι οποίοι τα κατέστρεψαν, το δε εκεί ευρεθέν πολεμικόν υλικόν μετέφεραν εις άλλα κάστρα...”.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Μέρος 2ο Του Σταύρου Καπετανάκη