Η ΜΑΝΗ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1715-1821) Μέρος 14ο
Οι πρώτες ενέργειες Ο Παναγιώτης Μπενάκης ήταν ο πιο σημαντικός άνδρας της επαναστατικής κίνησης και ο πιο έμπιστος των Ρώσων, εικάζεται μάλιστα ότι τον προόριζαν για ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Με έξοδά του είχε συγκεντρώσει ένα αξιόλογο στρατιωτικό σώμα, το οποίο προφασιζόταν αρχικά ότι το προόριζε για την ασφάλεια της Καλαμάτας. Λέγεται ότι κρυφά είχε συγκεντρώσει τροφές και πήγε στο Οίτυλο να συναντήσει το Θεόδωρο Ορλώφ. Του πρότεινε ένα σχέδιο ενεργείας, που προέβλεπε να σχηματιστούν δύο Λεγεώνες Μανιατών, η Ανατολική και η Δυτική.
Στη Δυτική Λεγεώνα τοποθετήθηκαν 12 Ρώσοι στρατιώτες και διακόσιοι Ελληνες υπό τη διοίκηση ενός Ρώσου λοχαγού. Υποχρεώθηκαν όλοι να δώσουν όρκο πίστης στην αυτοκράτειρα Αικατερίνη, όπως έκανε και ο Παναγιώτης Μπενάκης, ο οποίος έμεινε στην Καλαμάτα για τη φρούρηση της πόλης. Η Δυτική Λεγεώνα ξεχύθηκε αμέσως στην ύπαιθρο της Μεσσηνίας και έσφαζε Τούρκους και λεηλατούσε τις περιουσίες τους.
Από τα γραπτά του Σουλεϊμάν Πενάχ έχουμε σημαντικές πληροφορίες για τα Ορλωφικά. Αυτός ήταν Τούρκος καταγόμενος από τη Γαστούνη, ο οποίος από μικρή ηλικία πήγε στην Κωνσταντινούπολη και σταδιοδρόμησε στη δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία. Από το χειρόγραφό του τού έτους 1785, μαθαίνουμε ότι στην Καλαμάτα κατοικούσαν 15 Τούρκοι και με την είσοδο των Μανιατών στην πόλη, παραδόθηκαν και εγκατέλειψαν τα υπάρχοντά τους στη διάθεση των επαναστατών, κατέφυγαν δε στα κάστρα της Μεθώνης και της Κορώνης. Στην Ανδρούσα, που κατακλύστηκε από Μανιάτες και άλλους Ελληνες, οι Τούρκοι πολιορκήθηκαν στους υπάρχοντες πύργους. Για τρεις ημέρες έγιναν μάχες και με τη μεσολάβηση του μητροπολίτη μερικοί από τους Τούρκους της Ανδρούσας κατέφυγαν στα κάστρα της Μεθώνης και της Κορώνης. Αλλοι κατέφυγαν στο Νησί, όπου δέχθηκαν την επίθεση Μανιατών κ.ά., οι οποίοι μερικούς αιχμαλώτισαν και τους υπόλοιπους σκότωσαν.
Επαναστάτησε και ο Δαρειώτης από το Νησί (Μεσσήνη) και συνέδραμε τη Δυτική Λεγεώνα, η οποία πέρασε από το Λεοντάρι και έφθασε μέχρι την Αρκαδιά (Κυπαρισσία). Προηγουμένως οι Τούρκοι της Αρκαδιάς ήθελαν να σφάξουν όλους τους Ελληνες, αλλά φοβήθηκαν τα αντίποινα και με τη μεσολάβηση του εκεί Γάλλου προξένου έγινε συμφωνία να φύγουν για κάποιο νησί του Αιγαίου. Τελικά όμως στις 21 Απριλίου οι Μανιάτες κατέσφαξαν τους Τούρκους και πυρπόλησαν την πόλη.
Ο Αθανάσιος Γρηγοριάδης περιγράφει την κατάληψη της Κυπαρισσίας με τα εξής: “...Ο Μωραγιάννης Τριφυλίας Φώτιος Γρηγοριάδης μεθ’ όλων των προεστών, κληρικών, κλεφτών και αρματολών και 3.500 Τριφυλίων οπλιτών, επολιόρκησεν τους Τούρκους εις Κυπαρισσίαν και μετά τρεις ημέρας αλώσας την πόλιν ταύτην εξ εφόδου πάντας τους εν αυτή 1.000 Τούρκους και 500 Αλβανούς κατέσφαξεν. Εξ εκείνων μόνον 300 υπό τον Δερβίς αγάν καλούμενον, διέφυγον εκείθεν και ωχυρώθησαν εντός ενός Ενετικού πύργου απέχοντος περί τα 10 λεπτά της ώρας εκ της πόλεως εκείνης. Πολιορκηθέντες και ούτοι επί 10 ημέρας και μη θέλοντες να παραδοθώσιν όλοι κατεκάησαν...”.
Κατά την τουρκική εκδοχή, που μας περιγράφει ο Σουλεϊμάν Πενάχ οι Μανιάτες και οι Μεσσήνιοι της Δυτικής Λεγεώνας βρήκαν τους Τούρκους της Αρκαδιάς απροετοίμαστους και τους πολιόρκησαν.
Μετά από συμφωνία παρέδωσαν τα όπλα τους και πολλοί αναχώρησαν και πήγαν να φυλαχθούν στα γειτονικά κάστρα. Μερικοί ανέβαλαν την αναχώρησή τους και οι Ελληνες παραβίασαν τη συμφωνία και τους έκλεισαν όλους σε ένα σπίτι και έβαλαν φωτιά και τους έκαψαν ζωντανούς.
Για την πολιορκία της Κορώνης, εκτός από τους Μανιάτες που ήταν υπό την ηγεσία των Μαυρομιχαλαίων, συγκεντρώθηκαν 400 Ρώσοι στρατιώτες και ήρθαν ακόμη 100 Μαυροβουνιώτες με τον επίσκοπό τους, Επτανήσιοι και Σφακιανοί.
Αναφέρεται για την κινητοποίηση του εσωτερικού της Πελοποννήσου: “...Εν τω μεταξύ εστάλησαν και απεσταλμένοι εις το εσωτερικόν της χερσονήσου, ίνα αναγγείλωσι την άφιξιν των Ρώσσων και καλέσωσι τον λαόν εις εξέγερσιν. Αλλ’ ουδεμία κίνησις αξία λόγου έγενετο τότε εν τη Πελοποννήσω. Τα ολίγα των Ρώσσων πλοία ουδεμίαν ενέπνεον εμπιστοσύνην εις τους κατοίκους αυτής, οίτινες ευλόγως προέβλεπον, ότι οι Τούρκοι, αναλαβόντες θάρρος μετά την πρώτην κατάπληξιν, ήθελον έχη τον απαιτούμενον χρόνον να τεθώσι πανταχού εν αμύνη και να περιμένωσι την βοήθειαν των γειτόνων χωρών...”. Σχετικά με την κινητοποίηση του Μπενάκη αναφέρεται: “...Ο δε Μπενάκης κατήρτισεν εν Καλάμαις σώμα στρατιωτικόν πολυάριθμον εξ Ελλήνων, ωπλισμένων ως επί το πολύ δι’ εξόδων του, ενισχύετο δε απαύστως και περιέμενε κατά τα συμπεφωνημένα την άφιξιν του Αλεξίου και του Παπάζωλη... Εν τούτοις και ούτος πολλά, ως φαίνεται, υποσχεθείς, ολίγα ηδυνήθη να εκτελέση, ουδ’ ηδυνήθη να εμβάλη προθυμίαν τινά εις τους Μανιάτας, ίνα ταχθώσιν υπό τους Ρώσους...”.
Ενα από τα πολλά σφάλματα που έγιναν, ήταν ότι από την πρώτη στιγμή δεν προσπάθησαν να ξεσηκώσουν ολόκληρο το Μοριά.
Οι Ρώσοι δεν έφεραν μαζί τους επαρκή εφόδια, παρά μόνο 40 κιβώτια όπλα και στολές, τις οποίες φορούσαν οι Μανιάτες και οι Τούρκοι τους θεωρούσαν Ρώσους.
Ο Αθ. Γρηγοριάδης κατέγραψε πληροφορίες από παράδοση, οι οποίες όμως δεν είναι πάντοτε ασφαλείς και αναφέρονται σε αποστολή όπλων από τους Ρώσους, που δεν επιβεβαιώνονται από άλλες πηγές: “...Ο Παπάζογλους παραδόσας εις τον Μωραγιάνην Γρηγοριάδην 3 χιλιάδας όπλα, πολλά ξίφη, γιαταγάνια, πιστόλια, και πυριτοθήκας, και δέκα κιβώτια πλήρη πολεμοφοδίων, ανεχώρησεν εκείθεν την 26ην Δεκεμβρίου εις Λακεδαίμονα και συνεννοήθη μετά των προυχόντων Κρεββατάδων, παραδόσας εις αυτούς 4.000 όπλα και ικανά πολεμοφόδια.
Εκείθεν απήλθεν εις Λακωνίαν όπου συνεννοηθείς μετά του πανισχύρου ηγεμόνος Ιωάννου Μαυρομιχάλη, και των λοιπών προυχόντων και παραδόσας εις αυτούς 5.000 όπλα και ικανά πολεμοφόδια, κατήλθεν την 7ην Ιανουαρίου του έτους 1769 εις Καλάμας και κατέλυσεν εν τη οικία του Μωραγιάννη Μπενάκη...”.
Η πολιορκία της Κορώνης Στο ερώτημα γιατί προτιμήθηκε η πολιορκία της Κορώνης, απάντηση δίνει ο Τ. Γριτσόπουλος: “...Οι Ρώσοι πρέπει να απέβλεπον εις τον λιμένα της Κορώνης ως περισσότερον κατάλληλον διά να καταστεί ορμητήριον του στόλου των αντί του Οιτύλου. Τούτο μαρτυρείται και εκ της μετ’ ου πολύ επιβληθείσης ανάγκης να καταλάβουν άλλον αντί της ανθισταμένης Κορώνης ασφαλή λιμένα του Ναβαρίνου. Αλλά και οι Μανιάται επιμόνως συνεβούλευσαν δι’ άλλους λόγους την πολιορκίαν της Κορώνης, μάλιστα δε είτε αυτοβούλως προτρέχοντες, διά να φέρουν τον διστάζοντα Θ. Ορλώφ προ τετελεσμένου γεγονότος, είτε κατόπιν συνεννοήσεως μετ’ αυτού έφθασαν διά τριών πλοιαρίων και ετάχθησαν κατά της Κορώνης από ξηράς...”.
Οπως αναφέρθηκε, οι Μανιάτες πρότειναν στο Θεόδωρο Ορλώφ την πολιορκία του κάστρου της Κορώνης και αυτός ακολούθησε τη συμβουλή τους. Την πολιορκία του κάστρου αυτού είχε προτιμήσει το 1685 ο ναύαρχος της Βενετίας Φραγκίσκος Μοροζίνη, ο οποίος ίχε τότε καταλάβει την Πελοπόννησο. Η προτίμηση της πολιορκίας του κάστρου αυτού κρίθηκε αργότερα ως ατυχής. Τα τείχη της πόλης ήταν ισχυρά και μια βαθιά τάφρος περιέβαλε το φρούριο. Οι λίγοι Ρώσοι στρατιώτες και οι άτακτοι Μανιάτες δεν ήταν ικανοί να αλώσουν το φρούριο, αν δεν υπήρχε ισχυρό πυροβολικό να προκαλέσει ρήγμα στο κάστρο, για να γίνει από αυτό έφοδος.
Η φρουρά του κάστρου ήταν απροετοίμαστη για άμυνα, δεν είχε γίνει εφοδιασμός με τρόφιμα, ούτε προμήθεια πυρομαχικών. Οι υπερασπιστές του κάστρου είχαν πεσμένο ηθικό. Αριθμητικά ανέρχονταν σε 400, αλλά είχαν ενισχυθεί από 50 Δουλτσινιώτες Αλβανούς και από λίγους Τούρκους της υπαίθρου. Ακόμη είχαν στρατολογήσει βίαια και μερικούς Ελληνες από το Βαρούσι (ο έξω του κάστρου οικισμός) της Κορώνης για πυροβολητές. Οι Τούρκοι δεν προχώρησαν σε σφαγές των Ελλήνων, όπως συνήθιζαν σε τέτοιες περιπτωσεις, γιατί είχαν το φόβο ότι θα μπορούσε να έχουν αγότερα την ίδια τύχη.
Τη γενική εποπτεία της πολιορκίας είχε ο Θεόδωρος Ορλώφ, του οποίου όμως η ικανότητα αμφισβητήθηκε. Επί τρεις ημέρες ο στόλος έβαλλε κατά της ανατολικής πλευράς του φρουρίου, για να καλύψει την κατασκευή μέσα στο Βαρόσι της Κορώνης πυροβολοστοιχίας. Οι Τούρκοι δεν έρριψαν ούτε ένα βλήμα εναντίον τους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι: “...Η φρουρά της Κορώνης, συγκειμένη εξ ανάνδρων και απειροπολέμων Τούρκων, αθλίως εμάχετο προς ανανδροτέρους και απειροτέρους...”.
Λίγες ημέρες μετά την άφιξη του Θεόδωρου Ορλώφ στο Οίτυλο είχε καταπλεύσει και ο Σπυριδώφ με τη ναυτική του μοίρα και άρχισε η πολιορκία της Κορώνης. Τα ρωσικά πλοία ξεκίνησαν στις 27 Φεβρουαρίου / 10 Μαρτίου και την επομένη ήταν μποστά στην πόλη.
Οι Μανιάτες με τους Μαυρομιχαλαίους και τον Κουμουνδούρο ξεκίνησαν από τη στεριά και πήγαν στο Πεταλίδι, όπου συνάντησαν το Ρώσο αντισυνταγματάρχη πρίγκιπα Δολγορούκωφ με 400 Ρώσους και τους Μαυροβούνιους, όλοι δε μαζί προχώρησαν στην Κορώνη. Η πολιορκία άρχισε την 1η Μαρτίου.
Με τον Ελληνα πρόξενο της Αγγλίας στην Κορώνη έγινε πρόταση στους πολιορκημένους για παράδοση, αλλά οι Τούρκοι την απέρριψαν. Στη συνέχεια έγιναν και άλλες άκαρπες προσπάθειες για να τους πείσουν να παραδοθούν. Αναφέρεται ότι ο φρούραρχος της Κορώνης, όταν ήρθαν οι Ρώσοι στο Οίτυλο, είχε παρακαλέσει τον πρόξενο της Γαλλίας να μεσολαβήσει στο Θεόδωρο Ορλώφ για συνθηκολόγηση. Αλλά πριν να αρχίσει η πολιορκία έλαβε ενισχύσεις και βλέποντας τις πενιχρές προετοιμασίες των Ρώσων αποφάσισε να αντισταθεί. Αντίθετα από τη νωθρή στάση των πολιορκητών οι Τούρκοι ανέκτησαν το θάρρος τους και επιχείρησαν να κάνουν επιδρομή στα γύρω χωριά, αλλά εμποδίστηκαν.
Αναφέρεται ότι οι Γάλλοι της Κορώνης είχαν επιβιβασθεί σε ένα ρωσικό πλοίο, από το οποίο παρακολουθούσαν την πολιορκία.
Οι Ρώσοι δεν οργάνωσαν καλά τις πυροβολαρχίες τους. Οταν άρχισαν να κανονιοβολούν το κάστρο, απάντησαν και οι Τούρκοι, οι οποίοι προηγουμένως δεν τους είχαν χτυπήσει. Ο κανονιοβολισμός εκατέρωθεν δεν ήταν συχνός. Με το ρυθμό που χτυπούσαν οι Ρώσοι δεν μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα προκαλούσαν ρήγμα στο φρούριο, για να ακολουθήσει έφοδος.
Ο Μ. Σακελλαρίου αναζητώντας τον υπεύθυνο της κακής πορείας της πολιορκίας έγραψε: “...Κατά ταύτα πολιορκία στενή, από ξηράς και θαλάσσης καλώς διεξαγομένη, έπρεπε να επιφέρη σοβαράς καταστροφάς και να εξαναγκάση τους πολιορκουμένους εις παράδοσιν.
Αλλ’ εκ μέρους των Ρώσων οι όροι ούτοι δεν εξεπληρώθησαν. Αι κατά ξηράν πυροβολαρχίαι εστήθησαν κακώς, τα πυροβόλα ήσαν ολίγα, δώδεκα μόνον, και κακώς συντετηρημένα, μία γαλιότα ευρεθείσα άνευ πολεμεφοδίων έβαλλε κατά μεγάλα διαστήματα. Δηλαδή το κυρίως εκπολιορκητικόν όπλον ήτο ασθενές και όχι αποτελεσματικόν...”.
Για να υπάρχουν ελπίδες καταλήψεως του φρουρίου, άρχισαν από τις 14 Μαρτίου να κατασκευάζουν υπόνομο (λαγούμι), από τον οποίο θα ανατίναζαν ένα μέρος του τείχους. Στην προσπάθειά τους όμως βρήκαν μια μεγάλη πέτρα και χτυπώντας την για να θρυμματιστεί έγιναν αντιληπτοί από τους πολιορκημένους. Ενας Τούρκος αξιωματικός έβαλε πάνω σε ένα τύμπανο κόκκους σιτάρι και από το αναπήδημα αυτών προσδιόρισε το σημείο του υπόνομου. Τότε έσκαψαν από την αντίθετη πλευρά, ώστε να ξεθυμάνει η έκρηξη χωρίς να βλάψει το τείχος. Στις 2 Απριλίου οι Ρώσοι εγκατέλειψαν την προσπάθεια με τον υπόνομο.
Τόσο εμψυχώθηκαν οι Τούρκοι από την επιτυχία της εξουδετέρωσης του υπονόμου, ώστε επεχείρησαν έξοδο, χωρίς βέβαια αποτέλεσμα.
Του Σταύρου Καπετανάκη