ΟΙΚΙΣΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΜΕΛΕΤΗΣ
Ας δούμε τώρα, κλείνοντας τον κύκλο που ανοίξαμε στην αρχή, ποια είναι η υπάρχουσα φυσιογνωμία των χωριών μας, αλλά και τι διασώθηκε από το κτισμένο περιβάλλον, ύστερα από μια τέτοια μακρά εξέλιξη, τουλάχιστον τεσσάρων αιώνων, και μάλιστα ύστερα από αλλεπάλληλες φυσικές κι ανθρώπινες καταστροφές. Με το πρώτο εννοώ τους σεισμούς (βλ. παραπάνω σ. 12) και τις φθοροποιές ιδιότητες του χρόνου στα δομικά υλικά272. Ενώ με το δεύτερο τα αποτελέσματα των πολεμικών ενεργειών, και ειδικά για την περίπτωση μας την ατυχή επανά
στάση του 1770, γνωστή ως Ορλοφικά με τη συνημμένη εννιάχρονη Αλβανο-κρατία, αλλά κυρίως τη δράση του Ιμπραήμ272".
Η κατανομή του πληθυσμού στα Κοντοβούνια γίνεται ή, πιο σωστά, γινόταν273 σε μικρού μεγέθους, μόνιμου χαρακτήρα, φτωχές273α αγροτικές εγκαταστάσεις, που ποτέ καμιά δεν κατάφερε να ξεπεράσει ένα
τριψήφιο αριθμό κατοίκων. Μεμονωμένες εστίες από την άλλη πλευρά, όπως
αγροτόσπιτα συνεχούς διαμονής, είναι ασύμβατες στην ντόπια νοοτροπία
και αποτελούν σπάνια εξαίρεση (ξωμάχοι, ξεμόνια). Αυτό το
μοντέλο της ομαδικής κατοίκισης, τόσο αναγνωρίσιμο όσο πανάρχαιο,
δημιουργεί πυρήνες με κοινωνική συνοχή και συλλογική συνείδηση: τα
«χωριά-κοινότητες»274.
Το οικιστικό δίκτυο συγκροτείται από διάσπαρτους-τυχαίους φαινομενικά σχηματισμούς χωριών, σε μια χωρική κατανομή που σίγουρα δεν είναι κανονι
κή, κρύβει ωστόσο μια λανθάνουσα τάξη, περισσότερο αντιληπτή στον επισκέ-πτη-περιπατητή, παρά στον μελετητή του επίπεδου χάρτη (σχέδ. 13).
Τα χωριά, απομακρυσμένα μεταξύ τους από ένα έως τρία χιλιόμετρα,
εντοπίζονται κατά κανόνα στην περίμετρο των Κοντοβουνίων, στις
βουνοπλαγιές που περιβάλλουν μικρές κοιλάδες275, σε
αντιδιαστολή με τις μεσαιωνικές θέσεις που βρίσκονται επάνω σε
κορυφές. Οι επικλινείς τοποθεσίες όπου είναι κτισμένα, με κλίση εδάφους
το πολύ 33,5% (Χ 36), σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνουν το υψόμετρο
των 1.000 μ. Τα περισσότερα περιορίζονται υψομετρικά μέχρι τα 700 μ.
και μόνο δύο, η Μάλη (940 μ.) και η Ασούτενα (800 μ.) τα ξεπερνούν
(πίν. 11).
α/α | Οικισμοί: | Μικρότερο και μεγαλύτερο υψόμετρο δομημένου χώρου | Μέσο υψό μετρο | Γενικός προσανα τολισμός | Κλίση εδάφους | Συνο λικός αριθ μός κτισ μάτων | Έκτα ση δομη μένου χώρου | Διάσ παση δομη μένου χώρου | Κτίσ ματα εντός του δομη μένου χώρου | Πυκνό τητα δομη μένου χώρου | Μακρι νάρια κάθετα στις υψομετ ρικές | Μακρι νάρια παράλ ληλα στις υψομ ετρ. | Επιφά νεια περι οχής οικισ μού" |
0 | 0 | μ· | μ· | % | εκτάρια | τμήματα | κτίσματα στρέμμα | στρέμ ματα | |||||
1 | Σαπρίκι | 524-572 | 550 | ΝΔ | 16,8 | 79 | 4,322 | 2 | 73 | 1,68 | 33 | 2 | 17.616 |
2 | Ποταμιά | 232-668 | 650 | ΑΒΑ | 24,3 | 26 | 1,247 | 25 | 2,00 | 19 | 1 | ||
3 | Βεριστιά | 628-668 | 650 | ΔΝΔ | 26,6 | 23 | 1,572 | 23 | 1,46 | 15 | 0 | ||
4 | Παιδεμένου | 596-640 | 615 | ΒΔ | 21,0 | 69 | 3,250 | 66 | 2,03 | 32 | 1 | 8.503 | |
5 | Αλπκοντούζι | 528-572 | 550 | Ν | 22,8 | 33 | 2,330 | 33 | 1,41 | 19 | 1 | 3.126 | |
6 | Μάλη | 916-972 | 940 | ΝΔ | 13,3 | 84 | 5,435 | 83 | 1,52 | 56 | 5 | 24.170 | |
7 | Κερασιά | 528-572 | 550 | ΔΝΔ | 32,6 | 14 | 0,610 | 12 | 1,96 | ||||
8 | Πάνω Λεντεκάδα | 660-776 | 720 | ΒΒΑ | 25,7 | 41 | 1,950 | 3 | 39 | 2,00 | 5.460b | ||
9 | Ραφτόπουλο | 516-596 | 550 | ΑΒΑ | 23,0 | 130 | 8,140 | 127 | 1,56 | 42 | 10 | 19.338 | |
10 | Ασούτενα | 788-820 | 800 | Ν | 12,3 | 27 | 1,482 | 23 | 1,55 | 17 | 2 | ||
1 1 | Λυκουδέσι | 584-620 | 600 | Β | 16 | 43 | 2,320 | 42 | 1,81 | 23 | 2 | 6.752 | |
12 | Κλωνί | 504-536 | 510 | ΑΝΑ | 26,6 | 15 | 1,012 | 14 | 1,38 | 10 | 0 | ||
13 | Τριπύλα | 600-652 | 620 | Δ | 21,5 | 42 | 2,422 | 2 | 39 | 1,61 | 26 | 1 | 4.176 |
15 | Λαντζουνάτου | 652-682 | 670 | Δ | 30,5 | 40 | 1,807 | 38 | 2,10 | 26 | 1 | 3.901 | |
16 | Καλογερέσι | 624-680 | 650 | ΝΝΔ | 23,3 | 49 | 2,595 | 42 | 1,61 | 25 | 7 | 7.252 | |
17 | Σελά | 480-544 | 520/ 550 | ΒΔ/ ΝΔ | 32,0/ 30,0 | 90 | 5,540 | 2 | 86 | 1,55 | 34 | 10 | 11.204 |
18 | ΛεσοΒίτι | 556-580 | 570 | ΝΝΑ | 20,0 | 17 | 0,965 | 17 | 1,76 | 7 | 2 | ||
20 | Σαρακηνάδα | 668-704 | 685 | ΑΒΑ | 12,0 | 74 | 3,790 | 71 | 1,87 | 8.328 | |||
21 | Βαριμπόπη | 544-616 | 580 | Β | 13,6 | 95 | 5,635 | 94 | 1,66 | 8.127 | |||
22 | Μανιάκι | 576-612 | 590 | ΑΝΑ | 13,3 | 53 | 3,385 | 53 | 1,56 | 2.993" | |||
23 | Πάνω Κοντογόνι | 656-680 | 670 | ΔΝΔ | 16,6 | 32 | 1,355 | 31 | 2,28 | 7.403 | |||
24 | Κάτου Κοντογόνι | 584-604 | 600 | ΔΝΔ | 62 | 3,702 | 62 | 1,67 | |||||
25 | Πάνω Βούτενα | 612-656 | 630 | Β/ ΑΒΑ | 25,8/ 27,7 | 64 | 3,065 | 2 | 60 | 1,95 | 13.004 | ||
26 | Κάτου Βούτενα | 504-548 | 520 | ΝΔ | 18,0 | 50 | 3,250 | 25 | 1,30 | ||||
27 | Μάκρενα | 620-644 | 630 | ΑΒΑ | 30,0 | 29 | 1,322 | 27 | 2,04 | ||||
19 | ΧαλΒάτσου | 548-612 | 580/ 590 | ΝΝΔ/ Α | 32,0/ 21,1 | 122 | 5,937 | 2 | 120 | 2,02 | 13.054 | ||
30 | Κουλουκάδα | 640-664 | 650 | ΝΝΑ | 31,1 | 24 | 1,1 15 | 24 | 2,15 | ||||
33 | Πουλίτσι | 636-656 | 645 | ΑΝΑ | 13,3 | 27 | 1,045 | 26 | 2,48 | 5.902 | |||
34 | Ράδου | 656-696 | 675 | ΝΝΑ | 14,2 | 32 | 1,672 | 3 | 31 | 1,85 | |||
35 | Δραϊνα | 412-532 | 480 | ΝΝΑ | 30,9 | 59 | 4,1 15 | 59 | 1,43 | 7.002 | |||
36 | Ξεροκάσι | 524-648 | 580 | ΒΑ | 33,5 | 59 | 4,100 | 2 | 54 | 1,31 | 12.019 | ||
37 | Κυνηγού | 528-576 | 550 | ΝΝΑ | 15,4 | 43 | 2,570 | 41 | 1,59 | ||||
38 | Ζαγάρενα | 460-524 | 500 | ΔΝΔ | 24,4 | 64 | 3,537 | 60 | 1,69 | 7.827 | |||
39 | Κεφαλινού | 416-520 | 450/ 510 | ΒΑ/ ΑΒΑ | 23,5/ 26,6 | 94 | 4,595 | 3 | 92 | 2,00 | 14.555 | ||
40 | Λούμι | 476-536 | 500 | ΝΑ | 14,2 | 60 | 3,155 | 59 | 1,87 | 8.278 | |||
41 | ΧρύσοΒα | 672-696 | 685 | ΝΝΑ | 13,3 | 25 | 1,250 | 25 | 2,00 |
α. ΕΣΥΕ, Λεξικό των Δήμων Κοινοτήτων και Οικισμών της σμου της 17ης Μαρτίου 1991, Αθήνα 1995, σσ. 60, 70, 84, 152, 156, 160, 172, 174.
b. Γραφικός υπολογισμός.
10. Οικισμοί Κοντοβουνίων το 1907 (Γενική απογραφή 27ης Οκτωβρίου 1907).
11. Οικιστικά χαρακτηριστικά χωριών Κοντοβουνίων.
Το υπάρχον οδικό δίκτυο που τα συνδέει μεταξύ τους και με τα γύρω χωριά του κάμπου, είναι αποτέλεσμα διάνοιξης των τελευταίων τεσσάρων-πέντε δεκαετιών. Από τότε δηλαδή που αρχίζει και η καθοριστική αποδημία των χωρικών που τα οδήγησε σε μαρασμό. Η πρόσβαση παλιότερα γινόταν από ένα υποτυπώδες αλλά πυκνό πλέγμα από μονοπάτια και γιδόστρατα, τα κυριότερα από τα οποία ακολουθούσαν τις ποταμιές και τα ρέματα. Σήμερα έχουν «λογκώσει».
Για να προσδιορίσουμε τα οικιστικά μεγέθη, χρησιμοποιήσαμε ένα δεδομένο μεγαλύτερης διάρκειας από αυτό του πληθυσμού. Τον συνολικό αριθμό των κτισμάτων, σπίτια δηλαδή και εκκλησίες ανεξάρτητα από τον βαθμό ερειπώσε-ως που εμφανίζουν276. Θέτοντας ένα συμβατικό βήμα διαφοροποίησης, ανά 50 κτίσματα, διακρίναμε τρεις κατηγορίες:
α) «Μικρά χωριά», με αριθμό μέχρι και 50 κτίσματα.
β) «Μεσαίου μεγέθους», από 51 μέχρι 100, και
γ) «Μεγάλα χωριά» ή «κεφαλοχώρια» με την ευρύτερη έννοια277, όσα ξεπερνούν τα 100.
Το αποτέλεσμα της ιεραρχικής κατανομής φαίνεται στον χάρτη 12. Ξεχωρίζουν δύο «μεγάλα χωριά»: του Ραφτόπουλου και του Χαλβάτσου με 81,4 και 59,4 στρέμματα δομημένου χώρου278 αντίστοιχα. Τα 14 της μεσαίας κατηγορίας εμφανίζουν μια μέση έκταση 41,2 στρέμματα, ανάμεσα τους κάποια εξέχοντα, όπως η Μάλη, του Σελά, του Βαριμπόπη και του Κεφαλινού. Υπάρχουν 20 «μικρά χωριά» με μέση έκταση 17 στρέμματα. Και τέλος πέντε από καιρό εξαφανισμένα, όπως είπαμε, με τελείως κατεστραμμένο πια το δομημένο τους περιβάλλον (XX 14, 19, 28, 31-32).
Γιατί κάποιοι οικισμοί αναπτύσσονται πολεοδομικά, άλλοι μένουν στάσιμοι κι όμως αντέχουν, ενώ άλλοι εξαφανίζονται; Υπό ποίες συγκυρίες μετατοπίζεται κάποιος οικισμός από την αρχική του θέση; Κάτω από ποιους μηχανισμούς ιδρύεται ένας νέος; Ποιοι παράγοντες επιβάλλουν μια συγκεκριμένη οργάνωση απ' την οποία προκύπτει η οικιστική συγκρότηση και η πολεοδομική μορφή; Ποιοι ακόμη είναι οι κρίσιμοι παράγοντες ενός τόπου που τον καθιστούν κατοικήσιμο279, ενώ έναν δεύτερο με αντίστοιχα φυσικά πλεονεκτήματα όχι; Προκύπτουν όπως βλέπουμε ενδιαφέρουσες ερωτήσεις, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν άμεσα και μόνον από τον μελετητή του χώρου (αρχιτέκτονα)280. Ας δούμε όμως δοκιμαστικά δύο-τρεις ερμηνευτικές προσεγγίσεις προς αυτή την κατεύθυνση:
α) Να θεωρηθεί τυχαίο άραγε το γεγονός ότι τα τρία μεγαλύτερα χωριά (XX 9, 29, 21) διαθέτουν απ' τα σπουδαιότερα κεφαλάρια των Κοντοβουνίων με ικανότητα να ποτίσουν 40, 30 και 73 εκτάρια γης281;
β) Επειδή η περιοχή διερεύνησης έτσι όπως ορίστηκε μοιάζει με ορεινό νησί μέσα στις πεδιάδες της Μεσσηνίας, επιτρέπεται πιστεύω, να αξιοποιήσουμε στατιστικά τους γενικούς προσανατολισμούς των χωριών. Στο πολικό διάγραμμα του σχεδίου 14, βλέπουμε την κατανομή. Γίνεται σαφές ότι στο δυσμενώς προσανατολισμένο ημιμόριο, είναι χαρακτηριστική η απουσία οικισμών.
γ) Όπως και στις δυτικές πλαγιές του Αιγαλέου, που ο προσανατολισμός το θέρος είναι ενοχλητικός, επιπλέον 1) οι κλίσεις είναι πολύ έντονες, τόπος απόκρημνος. 2) Η οροσειρά δεσπόζει στις πολυσύχναστες πεδινές διαβάσεις, φαίνεται δηλαδή από μακριά, πράγμα αθέμιτο σε καιρούς ανασφάλειας. 3) Οι πηγές σπανίζουν, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει χαμηλότερα, εκεί που τα κροκα-λοπαγή έρχονται σε επαφή με τον στεγανό φλύσχη282. Είναι τόπος αφιλόξενος. Ο μοναδικός οικισμός πάνω από 500 μ. ήταν η Κερασιά (Χ 14), ένα βραχύβιο χωριουδάκι (1940-1981) εξαρτημένο από τη Μάλη, που λειτουργούσε ως ενδιάμεσος σταθμός για τους Μαλιώτες που κατέβαιναν απ' το μεγάλο σε υψόμετρο χωριό τους στα Φιλιατρά.
272.Ο σεισμός του 1886 ευθύνεται για την κατάρρευση του τρούλου και του νοτίου τοίχου της Αγια-Σωτήρας Χριστιανού, 'Ορλάνδος, Εκκλησία Μεταμορφώσεως (όπ. σημ. 117), σ. 16. Ο σεισμός της 22ας Ιανουαρίου 1899 που έπληξε την Κυπαρισσία και τα χωριά στα ΒΔ Κοντοβούνια κατέστρεψε 245 σπίτια και 275 κατέστησε ετοιμόρροπα, Γαλανόπουλος, Σεισμική γεωγραφία (όπου σημ. 19), σ. 52· Ν. Άμβραζής και Π. Παντελοπούλου, Σεισμοί της Νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, 'Ιθώμη, τεύχ. 35-36 (1993), σσ. 140-141 και σ. 144 σχέδ. 3.
272α. Οι συντάκτες, για παράδειγμα, της ESM αποδίδουν την ερήμωση των χωριών που απογράφουν από τα πρώην βιλαέτια Κορώνης και Μεθώνης στα γεγονότα του 1770, ΓΔΠΕ, τ. 1Α (1973), σσ. 38, 40. Για τα Ορλοφικά βλ. Σακελλαρίου, Πελοπόννησος (όπ. σημ. 30), σσ. 162-206· Τ. Γριτσόπουλος, Τά "Ορλοφικά. Ή εν Πελοποννήσω έπανάστασις τοϋ 1770 και τα επακόλουθα αυτής, Αθήνα 1967. Ο Ιμπραήμ από το 1825 μέχρι το 1828 χρησιμοποιούσε ως βάση του τα μεσσηνιακά φρούρια (Μεθώνης, Κορώνης και Νεόκαστρο Πύλου) έτσι, η Τριφυλία και η Μεσσηνία δεινοπάθησαν όσο καμιά, συγκριτικά με άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, Γρηγοριάδης, Άλήθειαι (όπ. σημ. 24), σσ. 219, 222· Ί. Γιανναροπούλου, Ή Μεσσηνία ολίγον πρό τής αναχωρήσεως τοϋ 'Ιμπραήμ, Πρακτικά τοϋ Α ' Τοπικοϋ Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών (= Πελ. Παρ. 5), 1978, σσ. 289-304. Βλ. και γράμματα σταλμένα στον Κολοκοτρώνη στις 23 Μαΐου 1825, τρεις μέρες δηλαδή μετά από τη γνωστή μάχη που έγινε ανάμεσα στο Μανιάκι (Χ 22) και του Παιδεμένου (Χ 4), Τσέ-λαλης, Επιδρομή Μπραΐμη (όπ. σημ. 21), σσ. 171-179. Ως τόποι σύλληψης από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ αναφέρονται αρκετά από τα χωριά μας σε καταλόγους αιχμαλώτων των ΓΑΚ (XX 8, 9, 11, 20,22, 25), Ά. Μπαλτάς, Πύλιοι αιχμάλωτοι τοϋ Ιμπραήμ στά μεγάλα χρόνια τοϋ αγώνα τής εθνικής μας ανεξαρτησίας, Ιθώμη, τεύχ. 35-36 (1993), σσ. 25-36· ο ίδιος, Τριφύλιοι αιχμάλωτοι του Ιμπραήμ στα μεγάλα χρόνια του αγώνα της εθνικής μας ανεξαρτησίας, Τριφυλιακή Εστία, τεύχ. 93 (1996), σσ. 3-31. Γενικά για τις ενέργειες του Ιμπραήμ, βλ. Κ. Κοτσώνης, Ό Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, Αθήνα 1999. Η Αντωνιάδη-Μπιμπίκου, Ερημωμένα χωριά (όπ. σημ. 147), σ. 223 και Προβλήματα Ιστορίας (όπ. σημ. 24), σ. 129, καταγράφει 101 χωριά στον νομό Μεσσηνίας ερημωμένα πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα. Τέλος πρέπει να αναφέρω ότι στα χρόνια της κατοχής οι Γερμανοί έκαψαν τον Αϊτό και το Αληκοντούζι (Χ 5).
273. Η χρήση παρωχημένου χρόνου όταν αναφερόμαστε σε ορεινά χωριά είναι πιο συμβατή,
αφού εννοεί τον χρόνο ακμής τους.
273α. Να πως διατυπώνεται σ' ένα έμμετρο λαϊκό στιχούργημα, που και σήμερα ακούγεται, η έλλειψη λαδιού σε δέκα χωριά των Κοντοβουνίων: «Πάνου-Κάτου Βούτενα/ Μάκρενα κι' Ασούτε-να/ Τριπύλα, Λυκουδέσι/ Σελά, Καλογερέσι/ Δάρα, Λεντεκάδα/ το λαδικό δε βγάνει στάλα». Πρβλ. Χ. Κωνσταντινόπουλος, ΟΙ παραδοσιακοί χτίστες τής Πελοποννήσου, Αθήνα 1983, σ. 88 αρ. 28: «Ραφτόπουλο και Ντάρα/ Κλωνί και Λεντεκάδα/τό ρόί δέ βγάνει στάλα!».
274. Έ. Μπιμπίκου-Άντωνιάδη, Τστορικά προβλήματα τής Κοινότητας Χωρίου κατά τή βυζα
ντινή καί τή μεταβυζαντινή περίοδο, στο Προβλήματα 'Ιστορίας (όπ. σημ. 24), σσ. 139-167· Δ. Ζα-
κυθηνός, Ή Τουρκοκρατία. Εισαγωγή εις την νεωτέραν ίστορίαν τοϋ ελληνισμού, Αθήνα 1957, σσ.
31-36, κυρίως σ. 34- Σακελλαρίου, Πελοπόννησος (όπ. σημ. 30), σσ. 87-89.
275. Η μεγαλύτερη είναι η κοιλάδα της Τριπύλης, την οποία διαρρέει από νότια προς βόρεια σε μήκος οκτώ χλμ. ο χείμαρρος της Αρκαδίας.
276. Ακόμη και αν υπήρχαν μόνο τα θεμέλια. Χρησιμοποίησα χάρτες της ΓΥΣ κλίμακας 1: 5.000, ελέγχοντας τον χώρο επί τόπου. Όσα κτίσματα ευρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη ή ίση των 200 μ. από τα ακραία κτίσματα του δομημένου χώρου τα έχω συμπεριλάβει στον συνολικό αριθμό.
277. Βλ. παραπάνω σ. 13 σημ. 24.
278. Για να ορίσω τον «δομημένο χώρο», χρησιμοποίησα τις κλειστές νοητές καμπύλες που εφάπτονται στα ακραία κτίσματα ενώ μια απόσταση γειτνίασης 50 μ. επιλέχτηκε για να είναι συγκρίσιμα τα αποτελέσματα. Τα εμβαδά υπολογίστηκαν γραφικά (πίν. 11).
279. Ύπαρξη τρεχούμενου νερού, ασφάλεια, καλλιεργήσιμες εκτάσεις, βοσκοτόπια, θέα, απόσταση από στάσιμα νερά (ελονοσία), ευήνεμο, απάγκιο κ.λπ. Πρβλ. Γ. Λάββας, Βυζαντινή οικιστική και Μεταβυζαντινή συνέχεια, ΒΜ, τ. 2 (1990), σσ. 45-64· ο ίδιος, Βυζαντινό οικοδομικό δίκαιο και παραδοσιακή ελληνική αρχιτεκτονική, ΒΜ, τ. 4 (1992), σσ. 37-49.
280. Αλλά μέσα από μια διεπιστημονική συνεργασία με αρχαιολόγους, ιστορικούς της δημογραφίας και της οικονομίας, λαογράφους, κοινωνικούς ανθρωπολόγους κ.λπ.
281. Ακόμη μεγαλύτεροι οικισμοί με ιστορική μάλιστα παρουσία, όπως η Αρκαδία, ο Αετός και η Λιγούδιστα, έχουν νερά με αντίστοιχη ικανότητα για 187, 114 και 48 εκτάρια, βλ. ΜΜΕ, χάρτη 3-6.
282. Κισκύρας, Ύδρογεωλογικές παρατηρήσεις (όπ. σημ. 14), σ. 76.